Panic button

Αιχμές από τον Γιώργο Βέλτσο.

Ακούγοντας στη Βουλή το κουδούνι του Τασούλα πριν καν πατήσει το κουμπί και βλέποντας το απερίγραπτο θέαμά της, κατάλαβα ότι αυτό είναι το τέλος της «αρχής της αντιπροσώπευσης» -αλλά ακόμα δέν ξέρω υπό ποία έννοια.

Και επειδή η αντιπροσώπευση -πέρα από την άμεση Δημοκρατία που ονειρεύεται η Ζωή- είναι κεκτημένη, τουλάχιστον ως «φαντασίωση» από τις ονειροπολήσεις και τους μοναχικούς περιπάτους του Ρουσσώ, διερωτώμαι αν είναι το ίδιο και ως «πραγματικότητα»;

Διότι -το ξέρουμε- η αντιπροσώπευση ως «πραγματικότητα» αναιρείται αμέσως μόλις εφαρμοστεί (λόγω πλειοψηφίας). Βέβαια η αντιπροσώπευση-«φαντασίωση» διαθέτει μια δυνητικότητα μέσα από το θεσμικό πλαίσιό της (το Σύνταγμα) -ιστορικού και λογικού χαρακτήρα που δεν παραγνωρίζω. Όμως, πώς να μην αναγνωρίσω ότι ο θεσμός αυτοανατρέπεται συνεχώς, παρά τους κανονισμούς που του επιτρέπουν να υφίσταται αλλά και να ευτελίζεται από θεμιστοπόλους της συμφοράς;

Και αν ο θεσμός βρίσκεται διαρκώς υπό αποδόμηση πολύ πριν η αποδόμηση εισέλθει στους θεσμούς, τί γίνεται όταν η αποδόμηση εισέρχεται εκ των υστέρων υπό μορφή Βελόπουλου; Και μάλιστα, εξ αιτίας της ίδιας της «αρχής της αντιπροσώπευσης» (με τις καρδούλες) χάριν της οποίας και οι περικεφαλαίες των Σπαρτιατών που καμαρώνουν στα πίσω έδρανα;

Το να ισχυριστώ πως η «αρχή της αντιπροσώπευσης» είναι ένα από τα ονόματα εκείνου που διαφεύγει του ερωτήματος: «Ποιός επιτέλους είναι αυτός που αντιπροσωπεύεται;», θα όφειλα προηγουμένως να σκεφτώ όχι ακριβώς τη δήλωση του Μπάμπη Δρακοπούλου («Ο Λαός έχει δικαίωμα να κάνει και λάθος»), αλλά την πρόκληση του Μπρεχτ: «Εν ανάγκη αλλάζουμε τον Λαό».

Αλλά τόσο στην περίπτωση του Δρακόπουλου όσο και του Μπρεχτ πίσω από την λέξη «Λαός» κρύβεται το μόρφωμα του Νατσιού και η αμορφωσιά για την οποία πάλι η αντιπροσώπευση ευθύνεται.

Να το έχουμε κατά νου : η «αρχή της αντιπροσώπευσης» παράγει την άρνηση της ίδιας της «αρχής» της.

Και επειδή στην πολιτική οι «αρχές» είναι θεμελιωδώς διφορούμενες και διαρκώς αναιρέσιμες, η «αρχή» αυτή δομείται και συγχρόνως αποδομεί τη Δημοκρατία πολλαπλασιάζοντας τις εξαρτήσεις της από την «αγορά» και τους ολιγάρχες της .

Αν ο αναγνώστης μου επιμένει να διακρίνει «άρνηση» σε όσα επίμονα επισημαίνω, ας διαβάσει τον Ετιέν Μπαλιμπάρ: «Η αρνητικότητα» αντιστοιχεί στην «ιδεατή καθολικότητα», διότι «κάθε πολιτική ηγεμονία, μέσα στην Ιστορία θεμελιώνεται σε μια επαναστατική εμπειρία ή σε μια λαϊκή ανταρσία (…) θέτοντας το ζήτημα της ίσης ελευθερίας ή της αδυνατότητας μιας ελευθερίας δίχως ισότητα»*
Αυτό το αίτημα η σημερινή Βουλή μπορεί να το ονομάσει αλλά δεν μπορεί να το ικανοποιήσει. Όπως επίσης δεν μπορεί να διακρίνει αυτό που έρχεται υπό τον μανδύα και τις περικνημίδες του Στίγκα.

Η Βουλή μιλάει μια άλλη γλώσσα. Και χωρίς μια νέα γλώσσα δεν μπορεί να υπάρξει μια νέα πραγματικότητα.

Η τραγωδία μάλιστα του Σύριζα στη Βουλή έγκειται σ’ αυτό: ενώ είναι λαλίστατος, είναι βουβός. (Το αντίθετο με την Ζωή που, ενώ είναι βουβή, είναι λαλίστατη).

Στο ποίημα της «Αίνιγμα» η Ingeborg Bachmann, που αυτοκτονεί συνεχώς για όλους εμάς, διαβάζω :

«Μην κλαις λέει η μουσική.

Κατά τ’ άλλα δεν λέει κανένας κάτι».
Αναρωτιέμαι για πόσο ακόμα; Και πώς; Διερωτώμαι επίσης, γιατί επιμένω να διαμορφώνομαι και να επιμορφώνω -μετά το Άουσβιτς.

*Etienne Balibar, Πολιτική και αλήθεια, εκδόσεις Νήσος, σσ. 159-160.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.