Μέτρηση χρόνου και πολεμικός εξοπλισμός

Στον γρήγορο ρυθμό της σημερινής ζωής πολλές φορές μετράμε το κάθε δευτερόλεπτο, όμως στην αρχαιότητα η έννοια του δευτερολέπτου όπως τη γνωρίζουμε δεν υπήρχε και ο χρόνος δεν μετρούσε το ίδιο. Η ανάγκη του ανθρώπου να υπολογίσει τον χρόνο είναι βεβαίως πανάρχαια, ωστόσο έγινε πιο σύνθετη με την πρόοδο του πολιτισμού οδηγώντας σε ολοένα και πιο εξελιγμένα όργανα τα οποία υπηρετούσαν την κοινωνική ζωή και, αργότερα, τις επιστήμες.

Στον γρήγορο ρυθμό της σημερινής ζωής πολλές φορές μετράμε το κάθε δευτερόλεπτο, όμως στην αρχαιότητα η έννοια του δευτερολέπτου όπως τη γνωρίζουμε δεν υπήρχε και ο χρόνος δεν μετρούσε το ίδιο. Η ανάγκη του ανθρώπου να υπολογίσει τον χρόνο είναι βεβαίως πανάρχαια, ωστόσο έγινε πιο σύνθετη με την πρόοδο του πολιτισμού οδηγώντας σε ολοένα και πιο εξελιγμένα όργανα τα οποία υπηρετούσαν την κοινωνική ζωή και, αργότερα, τις επιστήμες.
Ο πρώτος «δείκτης» (αξιόπιστος ακόμη σήμερα) για να μπορέσει κάποιος να προσδιορίσει τον χρόνο μέσα στην ημέρα ήταν η θέση του Ηλίου στον ουρανό. Αυτή ακριβώς η μέθοδος αποτέλεσε τη βάση για την ανάπτυξη των πρώτων ρολογιών, τα οποία ήταν ηλιακά. Για τους αρχαίους Ελληνες η ημέρα χωριζόταν σε 12 ώρες. Καθώς ωστόσο ως ημέρα όριζαν το χρονικό διάστημα από την ανατολή ως τη δύση του Ηλίου, το δωδεκάωρο αυτό δεν ήταν σταθερό: όσο η ημέρα μεγάλωνε, μεγάλωναν και οι πάντοτε 12 ώρες και το αντίστροφο. Τα πιο εξελιγμένα ηλιακά ρολόγια, των οποίων ο σχεδιασμός και η κατασκευή δεν ήταν καθόλου εύκολα και είχαν προσελκύσει το ενδιαφέρον διάσημων μαθηματικών όπως ο Απολλώνιος ο Περγαίος, λειτουργούσαν και ως ημερολόγια: εδώ η σκιά του γνώμονα δεν έδειχνε μόνο την ώρα αλλά και την ημερομηνία. Παρ’ όλα αυτά εξακολουθούσαν να μην μπορούν να μετρήσουν αντικειμενικά τον πραγματικό χρόνο.
Η πρώτη αντικειμενική μέτρηση του πραγματικού χρόνου θεωρείται ότι επετεύχθη με τις κλεψύδρες και τα «υδρεία ωροσκοπεία» –τα υδραυλικά ρολόγια –των αρχαίων Ελλήνων. Το πρώτο υδραυλικό ρολόι το κατασκεύασε ο Αρχιμήδης και για τον λόγο αυτόν αποθεώθηκε ως «δάσκαλος του χρόνου» σε σχόλιο μιας αραβικής μετάφρασης του βιβλίου του Αρχιμήδη για τα «υδρεία ωροσκοπεία» που μας δείχνει ο κ. Τάσιος. Οπως μας επισημαίνει, ο άραβας μεταφραστής γράφει στο σχόλιό του ότι ο Αλλάχ ο παντοδύναμος, βλέποντας πως οι άνθρωποι δεν μετρούσαν σωστά τον χρόνο, κάλεσε τον Αρχιμήδη να λύσει το πρόβλημα. «Τέτοιες ιστορικές στιγμές αποτελούν την καλύτερη κατάφαση της ανθρώπινης αδελφοσύνης» υπογραμμίζει ο καθηγητής. Διάσημο είναι επίσης το υδραυλικό ρολόι που κατασκεύασε ο Κτησίβιος ο Αλεξανδρεύς τον 3ο αιώνα π.Χ. και το ομοίωμά του παρουσιάζεται στο Πεκίνο: μια υδραυλική βαλβίδα εξασφαλίζει τη σταθερή γραμμική λειτουργία του ενώ ο δείκτης του δείχνει την ώρα σε διαφορετικές κλίμακες ανάλογα με τον μήνα.
Οι οδοντωτοί τροχοί που εμφανίστηκαν αργότερα –όπως αυτοί που βλέπουμε στον Μηχανισμό των Αντικυθήρων –έκαναν τη μέτρηση του χρόνου ακόμη πιο ακριβή και αντικειμενική. Εκτός από τα ομοιώματα του υδραυλικού ρολογιού του Κτησιβίου και του πύργου των Αέρηδων, η «ΕΥΡΗΚΑ» περιλαμβάνει επίσης σε ανακατασκευές ηλιακά ρολόγια και κλεψύδρες καθώς και το «ξυπνητήρι» του Πλάτωνα –ένα είδος κλεψύδρας εφοδιασμένο με μια σύριγγα η οποία σφύριζε σε προκαθορισμένα χρονικά διαστήματα.

Το Ωρολόγιον του Ανδρονίκου Κυρρήστου

Οι «Αέρηδες», ένα κατ’ εξοχήν «σήμα κατατεθέν» της Πλάκας, δεν είναι ένα απλό μνημείο. Το Ωρολόγιον του Ανδρονίκου Κυρρήστου –αρχιτέκτονα, μηχανικού και αστρονόμου από την Κύρρο της Μακεδονίας –αποτελεί τον αρχαιότερο μετεωρολογικό και ωρολογιακό σταθμό που έχει σωθεί ως τις μέρες μας. Σύμφωνα με μια θεωρία, η οποία εντοπίζει σε αυτό ομοιότητες με τη Στοά του Αττάλου και τον βωμό της Περγάμου, ενδέχεται να κατασκευάστηκε ως δωρεά των Ατταλιδών βασιλέων προς την πόλη της Αθήνας στα τέλη του 2ου αιώνα π.Χ. Οποια και αν ήταν η προέλευσή του, το βέβαιο είναι ότι ο «Πύργος των Ανέμων», όπως είναι επίσης γνωστό χάρη στην περιγραφή του από τον ρωμαίο συγγραφέα, αρχιτέκτονα και μηχανικό Βιτρούβιο, ήταν ένα θαυμαστό δείγμα της μηχανικής του ελληνιστικού κόσμου.
«Περιγράφεται με θαυμασμό από τον Βιτρούβιο ως ένας οκταγωνικός μαρμάρινος πύργος, ύψους δεκατεσσάρων μέτρων, ο οποίος ήταν διακοσμημένος με ανάγλυφες παραστάσεις που απεικόνιζαν τους οκτώ κυριότερους ανέμους» αναφέρει ο κ. Τάσιος. «Χρονολογείται γύρω στον 2ο αιώνα π.Χ. και βρίσκεται στο ανατολικό άκρο της Ρωμαϊκής Αγοράς της Αθήνας. Συγκαταλέγεται δε στα καλύτερα διατηρημένα μνημεία της αρχαιότητας».
Το μαρμάρινο οικοδόμημα επιτελούσε ταυτόχρονα τη λειτουργία του ανεμοδείκτη και του ρολογιού ενώ δεν αποκλείεται να χρησίμευε και για τη μελέτη της αστρονομίας. Εκτός από τις προσωπογραφίες και τα ονόματα των ανέμων που κοσμούν τις μετόπες του (ένας χάλκινος τρίτωνας που περιστρεφόταν στην κορυφή του έδειχνε την κατεύθυνση του ανέμου), στις οκτώ πλευρές του είναι χαραγμένα ηλιακά ρολόγια ενώ στο εσωτερικό του φιλοξενούσε ένα υποστηρικτικό υδραυλικό ρολόι ή, όπως προτείνει μια πιο πρόσφατη μελέτη, μια κατασκευή η οποία έδειχνε τις κινήσεις της Σελήνης και των πλανητών. «Ενα κυλινδρικό προσάρτημα λειτουργούσε ως δεξαμενή νερού, η οποία τροφοδοτούσε μέσω αγωγών έναν μηχανισμό στο εσωτερικό του κτιρίου» εξηγεί ο κ. Τάσιος. «Ο μηχανισμός αυτός ενδέχεται να ήταν ένα περίτεχνο υδραυλικό ρολόι ή, σύμφωνα με νεότερη ερμηνεία του Χέρμαν Κίναστ, ένα πλανητάριο».
Οπως υποστηρίζει αυτή η νεότερη ερμηνεία, η οποία προτάθηκε το 2014, ο μηχανισμός αυτός κινούσε μια σφαίρα η οποία βρισκόταν κοντά στο δάπεδο ενώ, όπως υποδηλώνουν ίχνη από γαλάζιες και χρυσές χρωστικές που έχουν ανιχνευθεί, η οροφή ήταν ζωγραφισμένη σαν ουρανός με άστρα. Αν τα επιχειρήματα του κ. Κίναστ ευσταθούν, το Ωρολόγιον του Κυρρήστου έρχεται να προσφέρει ένα ακόμη δείγμα πλανηταρίου της ελληνιστικής περιόδου εκτός από τον Μηχανισμό των Αντικυθήρων.
Στην έκθεση στο Πεκίνο παρουσιάζεται ένα ομοίωμα του Ωρολογίου του Κυρρήστου, το οποίο έχει κατασκευαστεί σε κλίμακα 1 προς 13 από τον γλύπτη Ηλία Σαρακασίδη σύμφωνα με τις υπάρχουσες περιγραφές.

Στρατιωτική τεχνολογία

Ο στρατιωτικός τομέας είναι ένα πεδίο στο οποίο καμία δύναμη δεν θέλει να μειονεκτεί, και αυτό ισχύει από αρχαιοτάτων χρόνων. Υπερδυνάμεις της εποχής τους, οι ελληνικές πόλεις όχι μόνο δεν υστερούσαν, αλλά από πολλές απόψεις υπερτερούσαν των συγχρόνων τους. Τα δυνατά σημεία τους ήταν τα περίτεχνα οχυρωματικά έργα που κατασκεύαζαν για να προστατευθούν (τείχη, περιτειχίσματα και τάφροι) αλλά και οι μηχανές που χρησιμοποιούσαν για να αμυνθούν ή να επιτεθούν στον εχθρό.

Από τις πιο διάσημες αρχαιοελληνικές πολεμικές μηχανές είναι οι καταπέλτες, των οποίων οι βολές μπορούσαν να φθάσουν σε απόσταση μέχρι και 200 μέτρων. Οι πυρφόροι μονάγκωνες καταπέλτες, οι οποίοι πετούσαν φλεγόμενα υλικά, ήταν κατά κύριο λόγο αμυντικές μηχανές, ενώ οι λιθοβόλοι μονάγκωνες και οι οξυβελείς καταπέλτες με ελατήρια (οι οποίοι αντίστοιχα πετούσαν πέτρες και βέλη ή ακόντια) ήταν επιθετικές μηχανές. Για την άμυνα χρησιμοποιούνταν επίσης γερανοί που άρπαζαν τις επιθετικές μηχανές των αντιπάλων, βαλλίστρες (μικρότερη και απλούστερη εκδοχή του καταπέλτη) και άλλα σχετικά. Τα απλούστερα επιθετικά όπλα ήταν οι πολιορκητικοί κριοί οι οποίοι προστατεύονταν από «χελώνες» για να φθάσουν στα τείχη.
Το τρομερότερο όλων των όπλων επίθεσης – θα μπορούσε να πει κάποιος το… Panzer ή το τανκ της εποχής – ήταν οι ελεπόλεις, πανύψηλοι σιδερόφρακτοι πολιορκητικοί πύργοι οι οποίοι έφθαναν σε ύψος τα 40 μέτρα ή και περισσότερο. Η πρώτη ελέπολις κατασκευάστηκε το 341 π.Χ από τον Πολύειδο τον Θεσσαλό και χρησιμοποιήθηκε από τον Φίλιππο Β’ της Μακεδονίας στην πολιορκία της πόλης του Βυζαντίου. Η μηχανή βελτιώθηκε σημαντικά από τον Επίμαχο τον Αθηναίο για λογαριασμό του Δημητρίου του Πολιορκητή: η πρώτη βελτιωμένη εκδοχή της εμφανίστηκε στην πολιορκία της Σαλαμίνας της Κύπρου το 306 π.Χ. ενώ μια δεύτερη, μεγαλύτερη, χρησιμοποιήθηκε στην πολιορκία της Ρόδου το 304 π.Χ.
Ενα πανίσχυρο αλλά αμφιλεγόμενο όπλο του αμέσως επόμενου αιώνα ήταν το «ατμοτηλεβόλο» του Αρχιμήδη. Αν και αναφέρεται σε μεταγενέστερα κείμενα λογίων του Μεσαίωνα όπως ο Πετράρχης, καμία αρχαιότερη περιγραφή του ούτε τα πρωτότυπα σχέδιά του δεν έχουν διασωθεί. Στην έκθεση «ΕΥΡΗΚΑ» στο Πεκίνο παρουσιάζεται μια ανακατασκευή βασισμένη σε σχέδια του Λεονάρντο ντα Βίντσι.

Το πρώτο φλογοβόλο

Αν και έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε όπλα του είδους ακόμα και στις πιο «προχωρημένες» ταινίες επιστημονικής φαντασίας που εκτυλίσσονται στο μακρινό μέλλον, το πρώτο φλογοβόλο στην ανθρώπινη ιστορία μάς έρχεται από το όχι και τόσο μακρινό παρελθόν, αφού φαίνεται ότι εμφανίστηκε στην αρχαία Ελλάδα. «Από τα παλαιότερα όπλα, αναφέρεται και το φλογοβόλον που περιγράφει ο Θουκυδίδης, με το οποίο οι Βοιωτοί κατέκαυσαν στο Δήλιον το προτείχισμα των Αθηναίων κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου» λέει ο κ. Τάσιος, ο οποίος έχει μελετήσει το όπλο που έκανε στάχτη τα ξύλινα οχυρωματικά τείχη των Αθηναίων το 424 π.Χ. Οπως μας λέει ο καθηγητής, σύμφωνα με τα γραφόμενα του Θουκυδίδη οι Βοιωτοί χρησιμοποίησαν έναν κούφιο κορμό δέντρου τοποθετημένο με κλίση επάνω σε τροχούς. Στο μπροστινό μέρος του κορμού είχαν «κρεμάσει» ένα καζάνι μέσα στο οποίο καίγονταν κάρβουνα και πίσσα βγάζοντας φλόγες, ενώ στο πίσω μέρος φυσούσε ένα δυνατό φυσερό. Καθώς ο αέρας έβγαινε με ορμή από το στόμιο του κορμού, έπαιρνε τις φλόγες και τις προωθούσε προς τα εμπρός.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.