Οι θρησκευτικές και κοινωνικές ρίζες της σφαγής στο Σινά

Η τρομοκρατική επίθεση της περασμένης Παρασκευής στους πιστούς που παρακολουθούσαν προσευχές σε ένα

Η τρομοκρατική επίθεση της περασμένης Παρασκευής στους πιστούς που παρακολουθούσαν προσευχές σε ένα τζαμί ήταν η πιο πολύνεκρη μέχρι στιγμής, εν μέσω της κλιμάκωσης της βίας στο Σινά. Αλλά τα προβλήματα στην έρημο της Αιγύπτου έχουν μακρά ιστορία, με βαθιές ρίζες σε θρησκευτικές διαφορές και κοινωνικά προβλήματα.
Περισσότεροι από 300 νεκροί και 120 τραυματίες είναι ο τραγικός απολογισμός της σφαγής στο τέμενος που σοκάρισε ολόκληρο τον κόσμο. Την ώρα που οι πιστοί έφευγαν από το τζαμί, οι τρομοκράτες πυροδότησαν τις βόμβες που είχαν τοποθετήσει γύρω από το κτίριο και στη συνέχεια άνοιξαν πυρ εναντίον του πλήθους που έτρεχε να σωθεί από τη σφαγή. Μέχρι στιγμής κανείς δεν έχει αναλάβει την ευθύνη για το λουτρό αίματος στο Μπιρ αλ Αμπέντ, περίπου 40 χιλιόμετρα νότια του Αρίς, πρωτεύουσας της επαρχίας του βόρειου Σινά. Αλλά, σύμφωνα με δημοσιεύματα των αιγυπτιακών ΜΜΕ, οι επιτιθέμενοι κρατούσαν τη σημαία του Ισλαμικού Κράτους.
Οι αιγυπτιακές αεροπορικές δυνάμεις απάντησαν με επιθέσεις στο Σινά, βομβαρδίζοντας κρησφύγετα ισλαμιστών τρομοκρατών. Πιστεύεται ευρέως στην Αίγυπτο ότι το τζαμί έγινε στόχος επειδή είναι τόπος λατρείας σουφιστών, πιστών ενός μυστικιστικού κλάδου του Ισλάμ, που οι τζιχαντιστές τους θεωρούν αποστάτες.

Οι Βεδουίνοι, πολίτες δεύτερης κατηγορίας

Η Χερσόνησος του Σινά είναι σκηνή τζιχαντιστικών επιθέσεων εδώ και αρκετά χρόνια. Το 2014, μια επίθεση αυτοκτονίας σκότωσε 33 στρατιώτες εκεί. Σε απάντηση, ο πρόεδρος Αμπντελφατάχ αλ Σίσι επέβαλε στρατιωτικό νόμο στην περιοχή. Τα επόμενα χρόνια, η σύγκρουση μεταξύ του στρατού και των τρομοκρατών αυξανόταν σε ένταση και οι δύο πλευρές υπέστησαν σημαντικές απώλειες στις συγκρούσεις. Μια σημαντική αιτία της βίας στο βόρειο Σινά είναι η οικονομική και πολιτιστική κατάσταση των Βεδουίνων που ζουν εκεί. Τα μέλη των ντόπιων φυλών θεωρούνται πολίτες δεύτερης κατηγορίας: ζουν σε δύσκολες οικονομικές συνθήκες, χαρακτηρίζονται συλλήβδην ως «εγκληματίες και λαθρέμποροι» και δεν επωφελούνται από τον πλούτο που παράγεται στο Σινά από το πετρέλαιο και τον τουρισμό.
Αν και τα πράγματα έχουν γίνει χειρότερα για αυτούς από την αρχή της Αραβικής Ανοιξης το 2011, τα προβλήματά τους πηγαίνουν πολύ πιο πίσω. Ακόμα και σήμερα οι μεγαλύτεροι σε ηλικία Βεδουίνοι θυμούνται τα χρόνια της ισραηλινής κατοχής της Χερσονήσου του Σινά μετά τον Πόλεμο των Εξι Ημερών, το 1967, ως «χρυσή εποχή».
Οι Βεδουίνοι ωφελήθηκαν όχι μόνο από τους ισραηλινούς τουρίστες αλλά και από βελτιώσεις στις υποδομές, ειδικά όσον αφορά την ιατρική περίθαλψη, καθώς και από τις δυνατότητες απασχόλησης που τους πρόσφερε η στρατιωτική διοίκηση του Ισραήλ. Παράλληλα, κέρδιζαν χρήματα καλλιεργώντας ναρκωτικά –μια δραστηριότητα που ήταν επισήμως αναγνωρισμένη.

Πολιτική αποτυχία

Οι ιδέες του ριζοσπαστικού, σαλαφιστικού Ισλάμ έχουν ριζώσει εδώ και δεκαετίες στο Σινά. Αυτή η ριζοσπαστικοποίηση τροφοδοτήθηκε εν μέρει από την αποτυχία των προσπαθειών των Βεδουίνων να εκφράσουν τα αιτήματά τους σε πολιτικό επίπεδο και από το γεγονός ότι η ηγεσία στο Κάιρο αγνοεί συστηματικά τις ανάγκες τους. Επιπλέον, η κατάσταση των Βεδουίνων επιδεινώνεται συνεχώς από το 1982, έτος κατά το οποίο οι Ισραηλινοί αποχώρησαν από το Σινά. Τα πράγματα έγιναν χειρότερα μετά την έναρξη των κατασκευαστικών εργασιών στο Κανάλι Σαλάμ.
Οι Βεδουίνοι έχασαν μερικές από τις γόνιμες εκτάσεις τους κατά τη διάρκεια της κατασκευής των αρδευτικών καναλιών εκεί. Αυτές οι εκτάσεις παραδόθηκαν σε οικογένειες εποίκων από το Δέλτα του Νείλου, ενώ στους ντόπιους κατοίκους απέμειναν οι αμμώδεις, άγονες περιοχές σε απομακρυσμένα εδάφη. Οταν η αντίσταση των Βεδουίνων έγινε πιο ριζοσπαστική, οι αιγυπτιακές αρχές συνέλαβαν πολλές από τις γυναίκες τους ώστε να αναγκάσουν τους συζύγους τους να παραδοθούν, πρακτική που ενέτεινε το μίσος για την εξουσία στο Κάιρο.
Το 2014, ένα χρόνο μετά την ανατροπή του ισλαμιστή προέδρου Μοχάμεντ Μόρσι, μέλους της Μουσουλμανικής Αδελφότητας, μερικοί Βεδουίνοι εντάχθηκαν στις τάξεις του Ισλαμικού Κράτους. Οι τζιχαντιστές τούς έδωσαν όπλα από τη Λιβύη και από τότε η βία έχει κλιμακωθεί ακόμη περισσότερο, με τις αιγυπτιακές ένοπλες δυνάμεις να βομβαρδίζουν ακόμη και οικισμούς σε αντίποινα, πρακτική που έφτασε στο αποκορύφωμά της με την καταστροφή εκατοντάδων σπιτιών για τη δημιουργία μιας ζώνης ασφαλείας κατά μήκος των συνόρων με τη Λωρίδα της Γάζας.

Συμμαχία Βεδουίνων και Ισλαμικού Κράτους

Η συμμαχία μεταξύ κάποιων Βεδουίνων και ισλαμιστών ανταρτών του Ισλαμικού Κράτους σήμαινε ότι μέχρι πρότινος η βία στρεφόταν κυρίως κατά του στρατού και των Κοπτών χριστιανών της Αιγύπτου. Αλλά τώρα οι σουφιστές έγιναν επίσης στόχος για τους τρομοκράτες, που τους βλέπουν ως αποστάτες και εχθρούς της ριζοσπαστικής ερμηνείας του σουνιτικού Ισλάμ στην οποία πιστεύουν οι τζιχαντιστές
Το τζαμί που χτυπήθηκε από τους τζιχαντιστές ανήκει στο τάγμα των Σούφι, ενός μυστικιστικού κλάδου του Ισλάμ, του οποίου οι οπαδοί θεωρούνται από τους σκληροπυρηνικούς ισλαμιστές (και τους τζιχαντιστές) ως αποστάτες και προδότες, επειδή λατρεύουν αγίους και ιερά, ενώ έχουν επιρροές και από τον χριστιανισμό.

HeliosPlus

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.