Χονγκ Κονγκ: το τέλος της αρχής «μία χώρα, δύο συστήματα»

Για όποιον δεν το κατάλαβε, από τα σκληρά λόγια και τις «κόκκινες γραμμές» του Πεκίνου στις αρχές του μηνός,

Για όποιον δεν το κατάλαβε, από τα σκληρά λόγια και τις «κόκκινες γραμμές» του Πεκίνου στις αρχές του μηνός, ακολούθησε ένα θηριώδες κινεζικό αεροπλανοφόρο, το «Λιαονίνγκ» στο λιμάνι του Χονγκ Κονγκ, να το δείξει ξεκάθαρα. Η δημοκρατική αντιπολίτευση στην πρώην βρετανική αποικία καταγγέλλει πλέον το τέλος του δόγματος «μία χώρα, δύο συστήματα». Το Χονγκ Κονγκ, λένε οι ακτιβιστές, κυβερνάται σήμερα από «ένα σύστημα», αυτό που επιβάλλει με το έτσι θέλω η Λαϊκή Κίνα.
Στην επέτειο των 20 ετών από το τέλος της βρετανικής αποικιοκρατίας, φαίνεται πως η διάσημη αρχή «μία χώρα, δύο συστήματα» που είχε γεννήσει ελπίδες για δημοκρατία μετά την παράδοση του Χονγκ Κονγκ από τους Βρετανούς έχει εξαντλήσει τη χρησιμότητά της για το Πεκίνο.
Πριν από το κινεζικό αεροπλανοφόρο, που θεωρείται κατ’ εξοχήν επίδειξη στρατιωτικής ισχύος, οι πολίτες του Χονγκ Κονγκ είχαν ακούσει τη σκληροπυρηνική ομιλία του προέδρου Σι Τζινπίνγκ στην επέτειο της 1ης Ιουλίου. Με αυτήν, ο ηγέτης της Λαϊκής Κίνας ενταφίασε στην ουσία την πολιτική «των δύο συστημάτων», προειδοποιώντας τον λαό του Χονγκ Κονγκ να μην ξεπεράσει την «κόκκινη γραμμή» της κινεζικής κυριαρχίας. Επανέλαβε μάλιστα την ανάγκη για «πατριωτική εκπαίδευση» των νέων, εν μέσω αυξανόμενης έντασης για τις ωμές παρεμβάσεις του Πεκίνου στην ημιαυτόνομη περιοχή.
Μιλώντας παρουσία της Κάρι Λαμ, εκλεκτής του Πεκίνου που μόλις ανέλαβε τη διακυβέρνηση του Χονγκ Κονγκ, ο Σι ήταν απόλυτος: «Κάθε προσπάθεια να τεθεί σε κίνδυνο η εθνική κυριαρχία και ασφάλεια, να αμφισβητηθεί η εξουσία της κεντρικής κυβέρνησης ή να χρησιμοποιηθεί το Χονγκ Κονγκ για δραστηριότητες διείσδυσης και σαμποτάζ ενάντια στην ηπειρωτική χώρα είναι μια πράξη που διασχίζει την κόκκινη γραμμή και είναι απολύτως απαράδεκτη» προειδοποίησε.
Με όλο και μεγαλύτερο αριθμό νεαρών πολιτών του Χονγκ Κονγκ να απορρίπτουν την κινεζική κυριαρχία και να απαιτούν αυτοδιάθεση ή ανεξαρτησία, ο Σι ζήτησε επίσης «μια ανανεωμένη εκστρατεία εθνικής, πατριωτικής εκπαίδευσης».
Λίγο προτού αρχίσει η ομιλία του, μια ομάδα δημοκρατικών ακτιβιστών, συμπεριλαμβανομένου του 20χρονου Τζόσουα Γουόνγκ, ο οποίος έγινε διάσημος ως πρόσωπο της αντίστασης στην προηγούμενη προσπάθεια να επιβληθεί η «πατριωτική εκπαίδευση», οδηγήθηκαν με χειροπέδες στην αστυνομία, αν και απελευθερώθηκαν λίγο αργότερα.
Ο Γουόνγκ ήταν ένας από τους δεκάδες χιλιάδες πολίτες του Χονγκ Κονγκ οι οποίοι συμμετείχαν και εφέτος στην ετήσια δημοκρατική πορεία της 1ης Ιουλίου, διαδηλώνοντας ότι θα συνεχίσουν να αμφισβητούν την κυριαρχία του Πεκίνου.
«Ο πρόεδρος Σι ήρθε στο Χονγκ Κονγκ για να αποδείξει ότι όλα βρίσκονται υπό τον έλεγχό του» δήλωσε ο 20χρονος ακτιβιστής. «Αλλά μπορώ να πω απόλυτα ότι η νέα γενιά όπως εγώ δεν θα δεχθεί να ελέγχεται από κανένα αυταρχικό καθεστώς. Είναι δύσκολο για εμάς, αλλά δεν θα εγκαταλείψουμε και θα συνεχίσουμε μέχρι την ημέρα που θα έχουμε πραγματική δημοκρατία».
Στην ομιλία του, ο Σι υποστήριξε επίσης ότι η «επιστροφή του Χονγκ Κονγκ στην αγκαλιά της πατρίδας» έβαλε τέλος στην «ταπείνωση και θλίψη» που προκλήθηκε όταν η βρετανική αυτοκρατορία κατέλαβε το Χονγκ Κονγκ μετά τη νίκη στον Πρώτο Πόλεμο του Οπίου το 1842.
Προηγήθηκε σύγκρουση του κινεζικού υπουργείου Εξωτερικών με τον βρετανό υπουργό Εξωτερικών Μπόρις Τζόνσον σχετικά με τον ρόλο της πρώην αποικιοκρατικής δύναμης στην επίβλεψη της ρύθμισης «μία χώρα, δύο συστήματα», υπό την οποία κυβερνάται, στα χαρτιά, το Χονγκ Κονγκ.
Ο Τζόνσον ζήτησε από την Κίνα να εισαγάγει περισσότερη δημοκρατία στο Χονγκ Κονγκ και να τηρήσει την υπόσχεσή της να επιτρέψει στην περιοχή «υψηλό βαθμό αυτονομίας», μετά από «έναν αυξανόμενο αριθμό παραβιάσεων αυτής της δέσμευσης», όπως είπε σε αυστηρό τόνο.
Εκπρόσωπος του κινεζικού υπουργείου Εξωτερικών απάντησε κοφτά ότι «οι ρυθμίσεις για τη μεταβατική περίοδο που προβλέπονται στην κοινή δήλωση της Κίνας και της Βρετανίας ανήκουν πλέον στην Ιστορία και δεν έχουν καμία πρακτική σημασία».
Και σαν να μην έφτανε αυτό, άλλη μια «εγκάθετη» του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας, η Κάρι Λαμ, ορίστηκε επικεφαλής της κυβέρνησης του Χονγκ Κονγκ από μια εκλογική επιτροπή, τα περισσότερα μέλη της οποίας ελέγχονται από την Κίνα.
Ηταν μια ψηφοφορία-απάτη σύμφωνα με το στρατόπεδο των Δημοκρατικών, το οποίο απαιτούσε καθολική ψηφοφορία για την εκλογή κυβερνήτη και καταγγέλλει σταθερά την περιστολή της ελευθερίας στο Χονγκ Κονγκ των 7,5 εκατ. κατοίκων.
Ο διορισμός της Λαμ είναι ο πρώτος μετά τη λεγόμενη «εξέγερση της ομπρέλας» του 2014, ενός κινήματος κατά τη διάρκεια του οποίου δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι είχαν κατέβει στους δρόμους ζητώντας πραγματική και καθολική ψηφοφορία για την εκλογή αυτή.
Το ημιαυτόνομο έδαφος του Χονγκ Κονγκ απολαμβάνει θεωρητικά μέχρι το 2047 ελευθερίες που είναι άγνωστες στην ηπειρωτική Κίνα, βάσει της αρχής «μία χώρα, δύο συστήματα» που είχε επικρατήσει κατά τη μεταβίβαση της κυριαρχίας του από τη Βρετανία στην Κίνα το 1997.
Αλλά μετά 20 έτη, αντί να δίνει περισσότερες εξουσίες στο Χονγκ Κονγκ το Πεκίνο αυξάνει την επιρροή του σε κρίσιμους τομείς, όπως η πολιτική, τα μέσα ενημέρωσης και η εκπαίδευση. Η Λαμ έγινε η πρώτη γυναίκα στην ηγεσία μιας κυβέρνησης στο Χονγκ Κονγκ, αλλά επικρίνεται ήδη από τους δημοκράτες καθώς είχε υποστηρίξει το σχέδιο των πολιτικών μεταρρυθμίσεων του Πεκίνου, αυτό ακριβώς που πυροδότησε το κίνημα διαμαρτυρίας του 2014.

HeliosPlus

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.