Μια ερωτική ιστορία στη «ζούγκλα του Καλαί»

Είναι από αυτές τις απίθανες, τις αναπάντεχες ερωτικές ιστορίες που γίνονται συναρπαστικά μυθιστορήματα γιατί τις

Είναι από αυτές τις απίθανες, τις αναπάντεχες ερωτικές ιστορίες που γίνονται συναρπαστικά μυθιστορήματα γιατί τις έχει γράψει πρώτα η ζωή. Στο «Calais Mon Amour» μια 45χρονη Γαλλίδα, μέλος του ακροδεξιού Εθνικού Μετώπου πριν από λίγα χρόνια, και χήρα αστυνομικού διηγείται πώς ερωτεύθηκε έναν ιρανό μετανάστη από τη λεγόμενη «ζούγκλα του Καλαί», τον μεγαλύτερο καταυλισμό προσφύγων και μεταναστών στις ακτές της Μάγχης, και πώς τον βοήθησε να το σκάσει λαθραία στη Βρετανία.

Η Μπεατρίς Ιρέ στέκεται σε μια παραλία της βόρειας γαλλικής ακτής πριν από την αυγή, βλέποντας τον εραστή της να κατευθύνεται απέναντι προς την Αγγλία διασχίζοντας τη Μάγχη μέσα σε ένα καραβάκι. Θα τον δει ξανά; Θα ζήσει, θα της γράψει, θα συναντηθούν πάλι κάποια μέρα, ή θα πνιγεί στον δρόμο; Ή θα την ξεχάσει μόλις βρεθεί απέναντι;
Καθώς το σκάφος εξαφανίζεται στον σκοτεινό ορίζοντα, η Μπεατρίς γυρίζει στο αυτοκίνητό της, γεμάτη ελπίδα αλλά και αμφιβολίες. Είναι μια από τις σκηνές που περιγράφει στο βιβλίο της «Καλαί, αγάπη μου» η Γαλλίδα που πριν από μόλις δύο χρόνια ήταν μέλος του ακροδεξιού Εθνικού Μετώπου (FN) της Μαρίν Λεπέν και χήρα ενός αστυνομικού που η ίδια λέει πως ήταν «ρατσιστής».

Τώρα είναι ερωτευμένη με τον Μοχτάρ, ιρανό μετανάστη τον οποίο γνώρισε στη ζούγκλα του Καλαί και βοήθησε να περάσει απέναντι στη Βρετανία. Γράφει πώς άλλαξε η ζωή της την ημέρα που σταμάτησε για να πάρει στο αυτοκίνητό της έναν έφηβο μετανάστη από το Σουδάν που έκανε ότο στοπ. Αν και έμενε κοντά, εκείνη ήταν η πρώτη φορά που πάτησε το πόδι της στη ζούγκλα.

Η Μπεατρίς λέει ότι πριν από τον θάνατό του από καρκίνο το 2010, ο άντρας της ήταν ένας από τους χιλιάδες αστυνομικούς οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στο Καλαί για να σταματήσουν τους μετανάστες που ορμούσαν στον τερματικό σταθμό της σήραγγας της Μάγχης ή στο λιμάνι των πορθμείων, στην προσπάθειά τους να περάσουν απέναντι στο Ηνωμένο Βασίλειο.

Εκείνος ήταν αστυνομικός και δεν του επιτρεπόταν να συμμετάσχει σε πολιτικό κόμμα, έτσι έπεισε τη γυναίκα του να γραφτεί στο FN της Λεπέν, που την πλήρωνε μάλιστα για τη διανομή φυλλαδίων.
Λέει ότι, αντίθετα με τον άντρα της, εκείνη δεν ήταν πραγματικά ρατσίστρια. Αλλά παραδέχεται ότι ανησυχούσε και φοβόταν «όλους αυτούς τους ξένους που φαίνονταν τόσο διαφορετικοί και έμπαιναν κατά κύματα παράνομα στη Γαλλία».



Τόσο κοντά, τόσο μακριά

Η Μπεατρίς ζούσε με τον έφηβο γιο της και τη μητέρα της περίπου 20 χλμ. μακριά από τη ζούγκλα αλλά δεν είχε πατήσει ποτέ το πόδι της εκεί, στα χέρσα χωράφια και στους αμμόλοφους όπου στοιβάζονταν σε σκηνές χιλιάδες πρόσφυγες και μετανάστες, στα περίχωρα του Καλαί.

Στον δρόμο για το σπίτι από τη δουλειά μια πολύ κρύα μέρα το 2015 λυπήθηκε ένα αγόρι από το Σουδάν που έκανε ότο στοπ. Τον πήρε στο αυτοκίνητο και συμφώνησε να τον αφήσει στη ζούγκλα η οποία πέρυσι, πριν από τη μεγάλη επιχείρηση εκκένωσης, είχε 10.000 κατοίκους, οι περισσότεροι από τους οποίους είχαν αφήσει πίσω τον πόλεμο ή τη φτώχεια στην Αφρική, στη Μέση Ανατολή ή στο Αφγανιστάν.

Και τότε, για πρώτη φορά, είδε με τα μάτια της ποιες ήταν οι συνθήκες. «Ενιωσα σαν να ήμουν σε μια ζώνη πολέμου, ήταν σαν ένα στρατόπεδο πολέμου, ένα προσφυγικό στρατόπεδο και κάτι έκανε «κλικ» και είπα στον εαυτό μου ότι απλώς έπρεπε να βοηθήσω» λέει στο βιβλίο της.

Ξαφνικά οι μετανάστες δεν ήταν μια λέξη, μια αφαίρεση, που προκαλούσε φόβο στο μυαλό της. Η Μπεατρίς, που εργάζεται σε κέντρο όπου νέοι εκπαιδεύονται για να γίνουν φροντιστές, άρχισε να φέρνει φαγητό και ρούχα σε ανθρώπους στη ζούγκλα. Σιγά-σιγά γνώρισε το στρατόπεδο και τους ανθρώπους του, «από βοσκούς μέχρι δικηγόρους και χειρουργούς».



«Ερωτας με την πρώτη ματιά»

Και μετά, πέρυσι τον Φεβρουάριο, γνώρισε τον Μοχτάρ, έναν 34χρονο πρώην δάσκαλο που είχε εγκαταλείψει την πατρίδα του, το Ιράν, όπου αντιμετώπισε διωγμούς και εξοστρακίστηκε από την οικογένειά του επειδή προσηλυτίστηκε στον χριστιανισμό.

Τον συνάντησε τη στιγμή που φωτογραφίες του και πολλών από τους συμπατριώτες του δημοσιεύονταν σε εφημερίδες ανά τον κόσμο επειδή είχαν ράψει τα χείλη τους σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τις άθλιες συνθήκες της ζωής στη ζούγκλα.
«Καθίσαμε και μετά ήρθε και πολύ γλυκά με ρώτησε αν ήθελα ένα φλιτζάνι τσάι και στη συνέχεια πήγε και μου έφτιαξε ένα τσάι. Ηταν έρωτας με την πρώτη ματιά» γράφει η Μπεατρίς.
Αλλά η επικοινωνία ήταν εμπόδιο καθώς ο Μοχτάρ δεν μιλούσε γαλλικά και η ίδια, αντίθετα από εκείνον, δεν ξέρει αγγλικά. Η λύση; Χρησιμοποιούσαν το Google Translate.
Η Μπεατρίς πρότεινε να φιλοξενήσει τον Μοχτάρ και μερικούς από τους φίλους του στο σπίτι της, αγνοώντας συμβουλές φίλων της ότι έκανε ένα μεγάλο λάθος.
Ηταν πολύ ερωτευμένη αλλά δεν είχε ψευδαισθήσεις για τον στόχο του εραστή της. Ο Mοχτάρ είχε ήδη προσπαθήσει να φτάσει στην Αγγλία κρυμμένος σε καρότσες φορτηγών και τώρα ήταν έτοιμος να δοκιμάσει να φύγει αλλιώς. Μαζί με δύο φίλους του έδωσαν στην Μπεατρίς 1.000 ευρώ και την έπεισαν να αγοράσει ένα μικρό σκάφος γι’ αυτούς.


Σε μια βάρκα που έμπαζε νερά
Στις 11 Ιουνίου του 2016, στις 4 τα ξημερώματα, η Μπεατρίς τούς αποχαιρέτησε σε μια παραλία κοντά στη Δουνκέρκη. «Τους ντύσαμε ώστε να φαίνονται σαν ψαράδες, με καλάμια» λέει. Αυτή ήταν η στιγμή που θα μπορούσαν να έχουν τελειώσει όλα, όταν η Μπεατρίς ήλπιζε για το καλύτερο αλλά ανησυχούσε ότι ο Μοχτάρ και οι φίλοι του θα μπορούσαν ακόμη και να πνιγούν.
Αυτό σχεδόν συνέβη όταν η βάρκα άρχισε να μπάζει νερά γύρω στις 06.30 καθώς πλησίαζε στην αγγλική ακτή. Ηταν τρομακτικό αλλά εκ των υστέρων υπήρχε κάτι κωμικό σε αυτό.
«Ο νεότερος έκανε εμετό από τον φόβο, ο πιο σκληρός κάπνιζε τσιγάρα και έλεγε «Λοιπόν, αν είναι γραμμένο να πεθάνεις, θα πεθάνεις, έτσι είναι η ζωή», και ήταν και ο Μοχτάρ που έβγαζε το νερό με το ένα χέρι και τηλεφωνούσε στις υπηρεσίες έκτακτης ανάγκης με το άλλο. Η βρετανική ακτοφυλακή έστειλε ένα ελικόπτερο, το οποίο τελικά τους εντόπισε και έστειλε μια βάρκα που τους έσωσε» γράφει η Μπεατρίς.
Οι τρεις μετανάστες ανακρίθηκαν αργότερα και μετά από μερικές ημέρες ο Μοχτάρ στάλθηκε σε κέντρο για αίτηση ασύλου από όπου μπόρεσε τελικά να έρθει σε επαφή με την αγαπημένη του, η οποία περίμενε με αγωνία στην άλλη πλευρά της Μάγχης.
Από τότε η Μπεατρίς παίρνει ένα πλοίο κάθε δεύτερη εβδομάδα και πηγαίνει να δει τον εραστή της ο οποίος βρίσκεται τώρα σε έναν προσφυγικό ξενώνα στο Σέφιλντ και έχει υποβάλει αίτηση για άσυλο στο Ηνωμένο Βασίλειο. Διατηρούν επαφή μέσω webcam σχεδόν κάθε βράδυ.

«Η πιο όμορφη ιστορία της ζωής μου»

Το ζευγάρι δεν έχει σχέδια για το μέλλον. «Πονάει όταν κάνεις σχέδια και δεν πραγματοποιούνται. Αν η σχέση μας τελειώσει τότε θα τελειώσει [αλλά] χρωστάω στον Mοχτάρ μια όμορφη ιστορία αγάπης, την πιο όμορφη της ζωής μου» λέει η Μπεατρίς.
Η ιστορία δεν έχει εντελώς ευτυχισμένο τέλος. Τον περασμένο Αύγουστο η Μπεατρίς συνελήφθη και κατηγορήθηκε για παράνομο λαθρεμπόριο. Γελάει όταν μιλάει για την κατηγορία –η ιδέα ότι τα έκανε αυτά για τα λεφτά τής φαίνεται γελοία.
Την πήγαν στο ίδιο αστυνομικό τμήμα όπου δούλευε ο μακαρίτης σύζυγός της. Αφέθηκε ελεύθερη με εγγύηση, τέθηκε υπό δικαστική επίβλεψη και πρέπει να παρουσιάζεται στην αστυνομία μία φορά την εβδομάδα καθώς περιμένει να ξεκινήσει η δίκη της αργότερα αυτόν τον μήνα.
Εάν κριθεί ένοχη θα μπορούσε θεωρητικά να καταδικαστεί σε 10 χρόνια φυλάκισης και πρόστιμο 750.000 ευρώ, αν και στην περίπτωσή της η ποινή θα είναι πιθανώς λιγότερο βαριά.
Η Μπεατρίς έχει επίσης βρεθεί στον κατάλογο με τους ανθρώπους που θεωρούνται πιθανή απειλή για την ασφάλεια του κράτους. Οι περισσότεροι σε αυτόν τον κατάλογο είναι ακραίοι ισλαμιστές, κάτι που την κάνει επίσης να γελάει. Αξιζε τον κόπο; «Ναι» γράφει χωρίς δισταγμό. «Το έκανα γι’ αυτόν, κάνεις τα πάντα για την αγάπη».

HeliosPlus

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.