Η μνήμη είναι ζώσα εκ προοιμίου καθώς αφήνε(τα)ι για τη λήθη ό,τι δεν της ανήκει. Ο,τι της ανήκει είναι οι αισθήσεις που της αναλογούν από ό,τι έχει μοιραστεί. Μου είναι δύσκολο να αναφερθώ στον Νίκο Παναγιωτόπουλο σε παρελθόντα χρόνο. Η τελευταία μας συνομιλία ήταν σε γύρισμα, δύο ημέρες προτού μας αφήσει με τη θλίψη της απώλειας της φυσικής του παρουσίας, γεγονός που ενέτεινε τη συναίσθηση της απέραντης ζεστασιάς του στη μνήμη.
Μια μνήμη όχι εκλεκτική αλλά γεμάτη από την εκλεκτή ευφορία του σε μια ανεξάντλητη προσφορά γενναιοδωρίας. Αυτή την προσφορά που εκφράζει και όλο του το έργο στην τέχνη, η οποία, όπως σημειώνει και ο Σαίξπηρ στον «Αμλετ», δεν είναι για πολλούς ή για λίγους αλλά για τον καθένα ξεχωριστά. Ο Νίκος Παναγιωτόπουλος είπε: «Εχω την εντύπωση πως κάνοντας ταινίες απλώς δείχνω μερικές φωτογραφίες δικές μου και μερικοί που τις βλέπουν αναγνωρίζουν κάτι δικό τους». Σταχυολογώντας στιγμές από το λεύκωμα της μνήμης παραθέτω μερικές σκέψεις με εφαλτήριο την προηγούμενη συνεργασία μας στην ταινία «Η κόρη του Ρέμπραντ» που βγήκε στις αίθουσες τον περασμένο μήνα.
Η ταινία ξεκινά με αφιέρωση στους αδερφούς Μαρξ, στον Μπουνιουέλ και στον Τσέχοφ, του οποίου η «γλυκόπικρη» τρυφερότητα μιας λεπταίσθητης ειρωνείας (στα έργα του που αποκαλούσε κωμωδίες) συμπνέει με την ευαισθησία (ευ + αίσθηση) του Νίκου Παναγιωτόπουλου. Οι προσκεκλημένοι καταφθάνουν στον χώρο της δεξίωσης ως σκόρπιες ψηφίδες στην πινακοθήκη των υποστάσεών τους. Ο οικοδεσπότης και ιδιοκτήτης της βίλας (Γιάννης Μπέζος) αναφέρει για τον πρόγονό του που διατεινόταν ότι η γενιά του κρατά από μια μεριά του Ναπολέοντα. Η προέλευση και η κοινωνική θέση των καλεσμένων ποικίλουν αρκούντως ώστε να διεθνοποιηθεί η εγχώρια ασυνεννοησία, που αν μη τι άλλο αποτελεί ένα ανθοφόρο είδος με πολυετή συμπτωματολογία σε εντόπια ήθη και παραδόσεις. Ο ιταλός τεχνοκρίτης (Λάκης Λαζόπουλος) εστιάζει στη γνησιότητα της πλαστογραφίας με ακολούθους δύο τυχοδιώκτες (Γιάννης Στάνκογλου, Νίκος Καρδώνης) και έναν επίδοξο καλλιτέχνη (Χρήστος Λούλης). Οι φιγούρες (παρα)τίθενται σαν σε (περι)φορά από πασαρέλα σωρείας επιθυμιών, σχεδόν ομοιόμορφων στην πολύμορφη αμορφία της κοινοτοπίας τους. Ανάμεσά τους, μια γυναίκα ενήμερη περί τέχνης (Δήμητρα Ματσούκα) και ένας καταλυτικός θυμόσοφος (Δημήτρης Καταλειφός). Για τη συμμετοχή μου στην ταινία γνώριζα ελάχιστα: ένας Τσεχοσλοβάκος που (ανα)φέρει κάτι σχετικά με τον καλό στρατιώτη Σβέικ και ένα συνοπτικό πλαίσιο μυθοπλασίας. Πέραν τούτου, αντίστοιχα επίσης κανείς από τους ηθοποιούς δεν είχε τίποτε περαιτέρω υπόψη του για το σενάριο. Για να λειτουργήσει η θεμελιώδης ανοιχτότητα του ηθοποιού όπως τη ζήτησε ο Νίκος Παναγιωτόπουλος στον τρόπο με τον οποίο η κάμερα συνθέτει τις πινελιές των (αντι)δράσεων: συνδαιτυμόνες μιας (καταπώς τους φαντάζει) σιγουριάς με μοναδική βεβαιότητα την ψευδεπίγραφη ιδιοσυστασία της στην αυθεντικότητα της άγνοιάς τους. Οι ηθοποιοί, έχοντας ο καθένας αντίστοιχα δεδομένα ως υλικό εργασίας, είχαν να (αντ)αποκριθούν στην έκπληξη της (εκάστοτε) στιγμής, σε καθετί απρόβλεπτο. Σε μια κλοουνερί ενός Θεάτρου του Παραλόγου, όπου το γέλιο παραμορφώνε(τα)ι (σ)τις εκφράσεις του γκροτέσκο.
Στο βιβλίο του «Από το καλάθι των αχρήστων» (εκδόσεις Πατάκη) ο Νίκος Παναγιωτόπουλος αναφέρει μεταξύ άλλων: «Με διασκεδάζει να μεταμορφώνω τους ηθοποιούς από ταινία σε ταινία». Στην περίπτωσή μου, αν μη τι άλλο, γνώριζε καλά τον τόπο που πιάνει αυτή του η διασκέδαση: από αγρότης καθ’ οδόν για «Αθήνα – Κωνσταντινούπολη», επιβάτης λεωφορείου περιδιαβαίνοντας «Τα οπωροφόρα της Αθήνας» και απρόσμενος πελάτης αντικερί στη «Λιμουζίνα» όπου μου είχε πει: «Δεν έχω ρόλο αλλά έλα, έτσι για το καλό» και μετά Τσεχοσλοβάκος στην έπαυλη που φιλοξενεί την «Κόρη του Ρέμπραντ», άστεγος στο μόλις προ ημερών γύρισμα και παραλίγο αξιωματικός του 1922 στην «Κοιλάδα των Ρόδων» που τελικά δεν γυρίστηκε, η διαδικασία της μεταμόρφωσης ερχόταν και ως μια φυσική συνέχεια και (κατά) συνέπεια των ανεκτίμητων συζητήσεών μας για την τέχνη και τον κινηματογράφο. Στο ίδιο βιβλίο γράφει επίσης: «Ο (Λάμπρος) Λιαρόπουλος ήταν, ίσως, ο πιο προικισμένος ανάμεσά μας, και ο πρόωρος θάνατός του στοίχισε στον ελληνικό κινηματογράφο ένα σπάνιο ταλέντο και σε εμένα μια αναντικατάστατη φιλία. Μετά τον θάνατό του, του αφιέρωσα την ταινία μου Βαριετέ, εντάσσοντας το αφιέρωμα μέσα στην ταινία, μια και, αμέσως μετά τους τίτλους, άρχιζε με μια σοφή και προφητική φράση του Λάμπρου: “Μου ζητάς να σου πω μια ιστορία με αρχή, μέση και τέλος. Αρχή γίνεται κάθε στιγμή και το τέλος δεν χωράει στην οθόνη που βλέπεις”».
Ο Νίκος Παναγιωτόπουλος συγκροτεί τις εκφάνσεις του «σουρεαλιστικού» χιούμορ με (οπτικά – ηχητικά) γκαγκς καταγωγής Buster Keaton και Pierre Ιtaix, ενορχηστρωμένα στον λυρισμό του Σταμάτη Κραουνάκη. Καθώς το θέατρο αντικατοπτρίζει την περιβάλλουσα φύση, το κοινό των μαριονετών ατενίζει το κουκλοθέατρο της κενοδοξίας του. Οι καλεσμένοι αδειάζουν τη φιλμική εικόνα από την παρουσία τους προχωρώντας στο πλαίσιο ενός κάδρου, όπου το μόνο που δεν φαίνεται είναι η κορνίζα του. Περπατούν στη νύχτα, έξω από την πισίνα, με μόνη τους γνώριμη την άγνοια, η οποία δεν διαφοροποιείται επ’ ουδενί είτε μιλούν είτε όχι, όπου και να βρίσκονται. Κάπου εκεί ακούγεται και ένας σκύλος. Τα αχόρταγα πρόσωπα έχουν πασαλειφθεί παστωμένα στην αμετροέπεια των απολαύσεων μιας απληστίας. Το πλάνο κλείνει ανοιχτό.
HeliosPlus