Παρακολουθώντας τις προεκλογικές ομιλίες, συνεντεύξεις και το ντιμπέιτ ανάμεσα στον Αλέξη Τσίπρα και στον Βαγγέλη Μεϊμαράκη, διαπιστώνει κανείς ότι η μόνη ρεαλιστική διαφορά ανάμεσα στους δύο μονομάχους του μπόνους των 50 εδρών βρίσκεται στον τρόπο διακυβέρνησης της χώρας. Ο μεν κ. Μεϊμαράκης τάσσεται υπέρ μιας ευρείας συνεργασίας των πολιτικών κομμάτων για να μπορέσει να βελτιωθεί και να εφαρμοστεί το τρίτο Μνημόνιο, ο δε κ. Τσίπρας, όπως είπε στο ντιμπέιτ, αναζητεί τις δύο αυτές έδρες που του έλειψαν στις εκλογές της 25ης Ιανουαρίου για να κυβερνήσει αυτοδύναμα. Αυτή είναι η μόνη ουσιαστική διαφορά ανάμεσά τους, διότι τα υπόλοιπα που λέει ο κ. Τσίπρας για περισσότερη «σκληρή διαπραγμάτευση», εφαρμογή παράλληλου προγράμματος και περί παλιού και νέου θυμίζουν εκείνα που έλεγε πριν γίνει κυβέρνηση για την κατάργηση του Μνημονίου, της λιτότητας, του χρέους κ.λπ.
Το ερώτημα λοιπόν που τίθεται είναι ποιος θα εμπιστευθεί τη χώρα με κυβέρνηση που στηρίζεται σε 151 ή 152, όπως επιθυμεί να κυβερνήσει ο κ. Τσίπρας. Ακόμη όμως και αν υποθέσουμε ότι ο κ. Τσίπρας το λέει για να το πει και πως ούτε ο ίδιος πιστεύει τα περί αυτοδυναμίας, και τότε τα περιθώρια για μετεκλογικές συνεργασίες είναι πολύ στενά, με δεδομένη την άρνηση μελών του κόμματός του, όπως ο Ευκλείδης Τσακαλώτος (μέλος των «53»), να συνεργαστούν με το «παλιό» σύστημα.
Αρα, και πάλι μιλάμε για μια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ (αν μπουν στη Βουλή) ή ΣΥΡΙΖΑ – Ποτάμι που δεν θα στηρίζεται σε ευρεία πλειοψηφία και με κάποιους από τους βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ ενδεχομένως να μην ψηφίζουν νομοσχέδια και να στηρίζονται στις πλάτες άλλων, π.χ. του Ποταμιού. Η χώρα θα είναι και πάλι διχασμένη ανάμεσα σε αυτό που ο ΣΥΡΙΖΑ ονομάζει «παλιό και νέο». Ποιος λοιπόν θα την εμπιστευθεί; Πολιτικά, οι εταίροι θέλουν μια κυβέρνηση ευρείας συνεργασίας για να διαπραγματευτεί τις εκκρεμότητες του τρίτου Μνημονίου και του χρέους. Και θα πιέσουν για αυτό. Ας μην αυταπατάται και πάλι ο κ. Τσίπρας. Και ο μεγαλύτερος μοχλός πίεσης θα είναι και πάλι το τραπεζικό σύστημα και η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών. Πρώτον, εκκρεμεί το πόσα χρήματα θα χρειαστούν. Θα είναι 10-12 ή 15-17 δισ. ευρώ; Ο τελικός λογαριασμός θα είναι πολιτική απόφαση.
Επιπλέον, οι εταίροι μπορεί να κωλυσιεργήσουν με την ανακεφαλαιοποίηση, η οποία ήδη κινείται σε εξαιρετικά ασφυκτικό πλαίσιο εξαιτίας των εκλογών, στέλνοντας το μήνυμα ότι, αν δεν υπάρξει ισχυρή κυβέρνηση, η ανακεφαλαιοποίηση θα γίνει με το νέο καθεστώς που θα ισχύσει από 1.1.2016 και προβλέπει «κούρεμα» καταθέσεων.
Αλλά και οι αγορές, στις οποίες ο κ. Τσίπρας φιλοδοξεί να επιστρέψει η χώρα το 2016-17, πώς θα εμπιστευθούν μια κυβέρνηση που στηρίζεται σε έναν ή δύο βουλευτές ή σε μια σαθρή κυβερνητική πλειοψηφία; Στο πρόσφατο Roadshow του Χρηματιστηρίου Αθηνών στο Λονδίνο, το μήνυμα των επενδυτών ήταν σαφές: θα βάλουμε λεφτά στις τράπεζες, θα βάλουμε λεφτά στην Ελλάδα, όμως προϋπόθεση είναι μια ισχυρή κυβέρνηση που να στηρίζεται σε ισχυρή πλειοψηφία στη Βουλή. Και αυτό είναι το διακύβευμα των εκλογών. Γιατί τα πράγματα είναι ξεκάθαρα και δεδομένα. Δεν μπορεί μετά ο κ. Τσίπρας να ξαναεμφανιστεί αφελής και να πει ότι δεν ήξερε, πλήρωσε και έμαθε.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ
