Εντυπωσιακά συνεπής, δίνει την αίσθηση απλού και προσιτού ανθρώπου. Η σχέση του με την τεχνολογία φαίνεται πως είναι ενεργή αν κρίνει κανείς από το γεγονός ότι απαντά ο ίδιος στην ηλεκτρονική αλληλογραφία του και δη με ταχύτητα που δείχνει πως παίρνει πραγματικά σοβαρά οτιδήποτε κάνει. Και γράφει πάντα με κεφαλαία… Μιλώντας για τον Κριστιάν Λακρουά η κάθε λεπτομέρεια μοιάζει να αποκτά ιδιαίτερη σημασία καθώς πρόκειται για έναν πραγματικό θρύλο, η φήμη του οποίου υπερβαίνει αισθητά τα όρια τόσο του κόσμου της μόδας όσο και αυτού της τέχνης. Αφορμή για τη συνέντευξη στάθηκε η «Σταχτοπούτα», το μπαλέτο του Γιόχαν Στράους υιού που παρουσιάζεται από την Εθνική Λυρική Σκηνή στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, σε σκηνικά και κοστούμια δικά του. Πρόκειται για παραγωγή του Μπαλέτου της Κρατικής Οπερας της Βιέννης που πρωτοανέβηκε εκεί το 1999 σε χορογραφία του Ρενάτο Τζανέλλα.
Λίγο προτού συμπληρώσει τα 64 χρόνια του ο Λακρουά κάνει μια «βουτιά» στη μνήμη και θυμάται πώς εργάστηκε για το συγκεκριμένο μπαλέτο. «Δουλέψαμε και με το παρελθόν και με το παρόν» λέει, για να εξηγήσει αμέσως μετά: «Ανατρέξαμε αφενός στην εποχή του Στράους καθώς πρόκειται για έργο του 1899, μια παραμονή Πρωτοχρονιάς στο κατώφλι του 20ού αιώνα που μοιάζει με παιδικό βιβλίο ειδικά σε ό,τι έχει να κάνει με το σκηνικό. Αφετέρου όμως προσπαθήσαμε να είμαστε σύγχρονοι, με την έννοια που είχε ο όρος προ 15ετίας: γεωμετρικές γραμμές, αφηρημένα σχέδια, μοντέρνα υλικά όπως το πλαστικό, το καουτσούκ… Κάτι σαν τα σημερινά παιδικά σχέδια…».
Παράλληλα με την καριέρα του στη μόδα, όπου συνεργάστηκε με εμβληματικούς οίκους όπως οι Hermes, Jean Patou και Christofle προτού εγκαινιάσει τον δικό του το 1987, ο Λακρουά διαθέτει μεγάλη εμπειρία και στην ενδυματολογία αφού έχει σχεδιάσει κοστούμια τόσο για το θέατρο όσο και για την όπερα και το μπαλέτο. «Φυσικά η Κάλλας» μου απαντά όταν τον ρωτώ αν υπάρχει κάποια προσωπικότητα από τον χώρο της τέχνης με την οποία θα ήθελε να έχει συνεργαστεί. «Αυτό που μου αρέσει στην όπερα είναι πως τα πάντα είναι μεγαλύτερα, δυνατότερα και πιο έντονα απ’ ό,τι στη ζωή» λέει και συνεχίζει: «Οταν ήμουν παιδί ο οποιοσδήποτε χώρος θεάματος –από τον ταπεινότερο κινηματογράφο ως το μεγαλύτερο λυρικό θέατρο –ήταν η είσοδός μου στην πραγματικότητα. Ανάμεσα σε δύο παραστάσεις όλα έμοιαζαν βαρετά και μάλλον όχι και τόσο φυσιολογικά. Αγαπώ την έμπνευση και την ενέργεια που προέρχονται όχι μόνο από το παρελθόν αλλά και από άλλους πολιτισμούς. Οτιδήποτε χαρίζει στον άνθρωπο γοητεία, υπερηφάνεια, γενναιοδωρία, ποιητική συμπεριφορά… Οταν ένα κοστούμι αντιπροσωπεύει λόγια, μουσική, χειρονομίες, βοηθά το ταλέντο να αναπτυχθεί και τον καλλιτέχνη να εκφράσει την ουσία του ρόλου με το που θα εμφανιστεί στη σκηνή, προτού καν αρχίσει να ερμηνεύει».
Μιλώντας για τον χορό λέει ότι βασικά η ενδυματολογία έχει να κάνει με το υλικό, την άνεση, το φως και την ελαστικότητα. «Τα κοστούμια πρέπει να πλένονται καθημερινά, κυρίως λόγω του ιδρώτα. Ο σχεδιαστής οφείλει να συνδράμει τη χορογραφία δίνοντας έμφαση στις χειρονομίες και αντιμετωπίζοντας διάφορα προβλήματα που έχουν να κάνουν με τον χρόνο: στον μοντέρνο χορό, δηλαδή, οφείλεις να αντεπεξέλθεις σε όλα τα παραπάνω ενώ στον κλασικό οφείλεις να λάβεις υπόψη σου και μερικά ακόμη πράγματα. Για παράδειγμα, πρέπει να αποφύγεις στη μέση των κοριτσιών οτιδήποτε διακοσμητικό θα μπορούσε να τραυματίσει τον παρτενέρ τους».
Η όπερα, λέει ο Λακρουά, δεν υπόκειται σε αυτού του είδους τις δεσμεύσεις αλλά έχει κοινά στοιχεία με την υψηλή ραπτική: κάθε κοστούμι πρέπει να είναι μοναδικό. «Δεν μπορώ να σχεδιάσω αν πρώτα δεν δω τον τραγουδιστή. Θέλω να ξέρω όχι μόνο τον σωματότυπό του αλλά και το τι έχει στον νου του ο σκηνοθέτης για τον κάθε χαρακτήρα. Θέλω να ξέρω πώς αναπνέει ο άλλος… Σε κάποιες τραγουδίστριες αρέσουν οι κορσέδες, κάποιες άλλες τους απεχθάνονται. Η δουλειά μου είναι να τους βοηθώ να αισθάνονται όσο το δυνατόν πιο καλά: όσο πιο όμορφες και ταλαντούχες μπορούν να νιώσουν».
Σχολιάζοντας τις συνεργασίες του στο λυρικό θέατρο ξεχωρίζει τη διάσημη αμερικανίδα υψίφωνο Ρενέ Φλέμινγκ. Δούλεψε μαζί της επανειλημμένως και λέει πως το κοστούμι είναι πραγματικά σημαντικό για εκείνη. «Αισθάνεται ότι τη βοηθά και της αρέσει να συνεργάζεται με τον σχεδιαστή» λέει συγκεκριμένα.
Ο Λακρουά δηλώνει ότι η πρώτη του αγάπη ήταν η τέχνη, το θέαμα. Ασχολήθηκε με τη μόδα γιατί είχε την ευκαιρία να το κάνει σε μια δεκαετία άκρως οπερατική όπως ήταν κατά τη γνώμη του τα 80ς. «Ηταν μια εποχή τόσο θορυβώδης, τόσο θεατρική, το θέαμα κυριαρχούσε στην καθημερινή ζωή, οι απλοί άνθρωποι συμπεριφέρονταν σαν περφόρμερ σε οτιδήποτε έκαναν. Ο ίδιος θεωρώ τον εαυτό μου περισσότερο ενδυματολόγο παρά σχεδιαστή. Για να είμαι ειλικρινής, έχω χαρεί πολύ περισσότερο τα βραβεία που έχω πάρει στον πρώτο τομέα παρά στον δεύτερο. Αν είχα γεννηθεί δέκα χρόνια αργότερα και είχα βγει στον επαγγελματικό στίβο τη δεκαετία 1990-2000, την εποχή του μινιμαλισμού και του κυβερνοχώρου, θα μου ήταν αδύνατον να γίνω σχεδιαστής μόδας».
«Δεν μπορείς να ξεφύγεις από τη μοίρα σου»
Ο Λακρουά μιλάει για την έκθεση «Lumieres» που παρουσιάζεται αυτόν τον καιρό στο Μουσείο Cognacq-Jay του Παρισιού –γνωστό για τη συλλογή αντικειμένων και έργων τέχνης του 17ου αιώνα –σε δική του επιμέλεια. Σχολιάζοντας τη «λευκή κάρτα» που του προσφέρθηκε για την επανέναρξη της λειτουργίας του Μουσείου ύστερα από μια περίοδο ανακαίνισης, ο Λακρουά μιλάει για την αγάπη που είχε για την τέχνη από παιδί, την οποία μάλιστα αποδίδει στην καταγωγή του από την Αρλ, μια ελληνο-γαλλο-ρωμαϊκή πόλη στον Νότο της Γαλλίας. «Δεν μπορείς να ξεφύγεις από τη μοίρα σου και από τα όνειρα των παιδικών σου χρόνων» λέει. «Πάντοτε με ενδιέφερε η μείξη διαφορετικών εποχών. Κάποτε, για να κάνω το χατίρι των γονιών μου που ήθελαν να έχω στα χέρια μου ένα πιο στέρεο επάγγελμα προτού κυνηγήσω τα όνειρά μου, θέλησα να γίνω επιμελητής εκθέσεων μουσείων. Ηθελα όμως κάτι πιο “ανοιχτό”. Δεν μου άρεσε ο γαλλικός κλασικισμός, ήμουν πιο κοντά στην αγγλική εκκεντρικότητα. Ετσι προτιμούσα να δείχνω τα σχέδιά μου σε ανθρώπους του θεάτρου και της μόδας. Παράλληλα είχα πάντα πάθος με την ιστορία των κοστουμιών και αυτό που ονειρευόμουν αρχικά ήταν μια καριέρα αντίστοιχη με του Πιέρο Τόζι,ο οποίος σχεδίασε για όλες τις ταινίες εποχής του Βισκόντι. Αυτό δεν έγινε, άρχισα να εργάζομαι στον Hermes το 1978, ώσπου κάποιοι σκηνοθέτες επισήμαναν το θεατρικό ύφος της δουλειάς μου και έτσι άρχισα να εργάζομαι στο θέατρο και στον χορό, που ομολογώ ότι τον είχα λιγότερο στο μυαλό μου απ’ ό,τι άλλα είδη τέχνης».
Ο Λακρουά μιλάει για την έκθεση «Lumieres» που παρουσιάζεται αυτόν τον καιρό στο Μουσείο Cognacq-Jay του Παρισιού –γνωστό για τη συλλογή αντικειμένων και έργων τέχνης του 17ου αιώνα –σε δική του επιμέλεια. Σχολιάζοντας τη «λευκή κάρτα» που του προσφέρθηκε για την επανέναρξη της λειτουργίας του Μουσείου ύστερα από μια περίοδο ανακαίνισης, ο Λακρουά μιλάει για την αγάπη που είχε για την τέχνη από παιδί, την οποία μάλιστα αποδίδει στην καταγωγή του από την Αρλ, μια ελληνο-γαλλο-ρωμαϊκή πόλη στον Νότο της Γαλλίας. «Δεν μπορείς να ξεφύγεις από τη μοίρα σου και από τα όνειρα των παιδικών σου χρόνων» λέει. «Πάντοτε με ενδιέφερε η μείξη διαφορετικών εποχών. Κάποτε, για να κάνω το χατίρι των γονιών μου που ήθελαν να έχω στα χέρια μου ένα πιο στέρεο επάγγελμα προτού κυνηγήσω τα όνειρά μου, θέλησα να γίνω επιμελητής εκθέσεων μουσείων. Ηθελα όμως κάτι πιο “ανοιχτό”. Δεν μου άρεσε ο γαλλικός κλασικισμός, ήμουν πιο κοντά στην αγγλική εκκεντρικότητα. Ετσι προτιμούσα να δείχνω τα σχέδιά μου σε ανθρώπους του θεάτρου και της μόδας. Παράλληλα είχα πάντα πάθος με την ιστορία των κοστουμιών και αυτό που ονειρευόμουν αρχικά ήταν μια καριέρα αντίστοιχη με του Πιέρο Τόζι,ο οποίος σχεδίασε για όλες τις ταινίες εποχής του Βισκόντι. Αυτό δεν έγινε, άρχισα να εργάζομαι στον Hermes το 1978, ώσπου κάποιοι σκηνοθέτες επισήμαναν το θεατρικό ύφος της δουλειάς μου και έτσι άρχισα να εργάζομαι στο θέατρο και στον χορό, που ομολογώ ότι τον είχα λιγότερο στο μυαλό μου απ’ ό,τι άλλα είδη τέχνης».
πότε & πού:
Η «Σταχτοπούτα» του Γιόχαν Στράους υιού σε χορογραφία – φωτισμούς Ρενάτο Τζανέλλα και σκηνικά – κοστούμια Κριστιάν Λακρουά θα παρουσιαστεί στις 24, 25, 26, 28, 29 και 30/4 στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών (Αίθουσα Αλεξάνδρα Τριάντη). Μουσική διεύθυνση: Ηλίας Βουδούρης. Συμμετέχουν η Ορχήστρα, οι Α’ Χορευτές, οι Σολίστ, οι Κορυφαίοι και το Corps de Ballet της ΕΛΣ
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ
