Η ιδεολογική απαξίωση της αριστείας

Μια και ο λόγος περί «ρετσινιάς», είναι διδακτικό να θυμηθούμε μια, ελληνικής μάλλον μοναδικότητας, ρετσινιά που διακινείται ευρέως στο πλαίσιο της σχολικής μας πραγματικότητας.

Μια και ο λόγος περί «ρετσινιάς», είναι διδακτικό να θυμηθούμε μια, ελληνικής μάλλον μοναδικότητας, ρετσινιά που διακινείται ευρέως στο πλαίσιο της σχολικής μας πραγματικότητας. Δεν είμαι βέβαιος αν η, πάντα ευρηματική, μαθητιώσα αργκό χρησιμοποιεί σήμερα κάποιον όρο «υψηλότερης τεχνολογίας», αλλά υποθέτω ότι είναι γνωστή η συνομοταξία μαθητών ή φοιτητών που ονοματίζεται «φυτά» (και σε μεγέθυνση «φυτούκλες») ή «σπασίκλες» (και σε σμίκρυνση «σπασικλάκια»). Ακουγα συχνά τους δυο γιους μου, στα χρόνια που φοιτούσαν στο γυμνάσιο και το λύκειο, να χρησιμοποιούν αυτόν τον ταξινομητικό όρο, και σύντομα διαπίστωσα ότι η πλειονότητα των συμμαθητών τους αποτελούσε αρραγές μέτωπο απέναντι στη «φυτική» μειονότητα. Ηταν άραγε φθόνος για τις κατά κανόνα άριστες επιδόσεις της τελευταίας; Οχι, επέμεναν να μου διευκρινίζουν με την εφηβική τους ζέση, δεν ήταν φθόνος, παρά απλώς και μόνο η πραγματικότητα ενός συστήματος όπου η αρίστευση σπανίως σήμαινε κάτι περισσότερο από την ηρωική, μαρτυρική ή ψυχαναγκαστική δεξιότητα της αποστήθισης.
Αν ο νέος υπουργός της Παιδείας είχε φροντίσει να προβάλει σε αυτό το φόντο τις απόψεις του περί αριστείας, θα είχε θέσει τον δάκτυλον επί τον τύπον ενός γνωστού και πραγματικού προβλήματος και σίγουρα δεν θα είχε πυροδοτήσει τόση έκπληξη, απορία και δυσφορία. Και μάλιστα, αν είχε σκεφτεί να συνδέσει το όλο ζήτημα με τον φροντιστηριακό τσελεμεντέ που μαγειρεύει συχνά (ασφαλώς όχι πάντα) τις αριστείες των πανελλαδικών εξετάσεων, θα είχε εκπέμψει ένα ευκρινές σήμα εγρήγορσης σχετικά με ένα άλλο, όχι τόσο προφανές αλλά πάντως πραγματικό, ζήτημα της σχολικής και εκπαιδευτικής μας πραγματικότητας. Και τότε, προσωπικά θα συμφωνούσα μαζί του ότι ένα τόσο επίζηλο εύσημο, όπως είναι η αριστεία, ελάχιστο νόημα αποδίδει όταν απονέμεται κυρίως σε πειθαρχημένες και φιλόπονες μετριότητες που, έξω από την τροχιοδεικτική ασφάλεια του τσελεμεντέ, μπορεί να παραπαίουν από ασυνταξία σε ασυνταξία και από ακυρολεξία σε ακυρολεξία χωρίς να καταφέρνουν να αρθρώσουν ούτε έναν συγκροτημένο συλλογισμό που να είναι γνήσια δικός τους. Πράγματι, τέτοια αριστεία, χωρίς να χρειάζεται να είναι αναγκαστικά ρετσινιά, είναι σίγουρα πολύ κοντά στο να είναι κενή ή «στρεβλή φιλοδοξία».
Πλην, η ετυμηγορία του υπουργού δεν αφορμάται από τη διαπίστωση αυτής της κίβδηλης αριστείας. Η άρνησή του, αντίθετα, είναι αξιωματική, προγραμματική και ιδεολογική και, από αυτήν την άποψη, τα όσα «φιλάνθρωπα» είπε για το βλαπτικό άγχος της επιτυχίας και για τα τραυματικά παρεπόμενα της αποτυχίας δεν ανήκουν στο βασικό σκεπτικό του. Δεν είναι δύσκολο να υποθέσει κανείς ότι η εκ μέρους του απαξίωση της αριστείας καθ’ εαυτήν και χωρίς προϋποθέσεις αποτελεί επιμέρους εκδήλωση εκείνης της περιεκτικότερης φιλοδοξίας που συχνά κωδικοποιείται ως «δημοκρατικό σχολείο». Σαν τις αλησμόνητες «λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις» του πολιτικού μας ανεκδοτολογίου, αυτό το «δημοκρατικό σχολείο» δύσκολα καταδέχεται πραγματολογικές διευκρινίσεις, αλλά σχετικά εύκολα προδίδει δύο τουλάχιστον έμμονες φοβίες: τη φοβία για το ενδεχόμενο ταξικό πλεονέκτημα και τη φοβία της αξιολόγησης. Δεδομένου δε ότι ο υπουργός Παιδείας είναι λιγότερο ασταθής μαρξιστής από τον υπουργό Οικονομικών, το ταξικό μορμολύκειο μοιάζει να λουφάζει πολύ κοντά στην επιφάνεια των λεγομένων του.
Η δήλωση του υπουργού περί αριστείας, έτσι όπως έγινε, αστόλιστη, χωρίς διαβαθμίσεις και αποχρώσεις, έχει κάτι από την «πολεμική» σπουδή που χαρακτήριζε τις δηλώσεις και άλλων κυβερνητικών στελεχών πάνω στο «τσακίρ κέφι» των πρώτων μετεκλογικών ημερών ή και ωρών. Ωστόσο άλλο ο φετφάς που αναγγέλλει τον ξαφνικό θάνατο των ιδιωτικοποιήσεων (που στο κάτω-κάτω και προεκλογική δέσμευση ήταν και συζήτηση επιδέχεται) και άλλο το αδόκητο θέσφατο που τοποθετεί την αριστεία σε ιδεολογικό και ηθικό στόχαστρο. Ο υπουργός ποδοβολεί εκεί που άγγελοι φοβούνται να ακροπατήσουν. Δεν ενθαρρύνει την υπεύθυνη και ουσιαστική συζήτηση για τα γνήσια διαπιστευτήρια του «αριστεύειν». Δεν εγγράφει το ζήτημα της αριστείας στην ευρύτερη προοπτική των προβλημάτων που αναστέλλουν τον εκσυγχρονισμό των εκπαιδευτικών μας θεσμών και πρακτικών. Υποθάλπει προφανείς και υφέρπουσες αδράνειες οι οποίες, χρόνια τώρα, δεν αφήνουν δασκάλους και μαθητές, σε σχολεία και πανεπιστήμια, να νιώσουν την «οικείαν ηδονήν» μιας γνωστικής άμιλλας που δεν ντρέπεται να πει το όνομά της, που εξελίσσεται εκείθεν του πολιτισμικού επαρχιωτισμού μας και που δεν έχει καμιά σχέση με «άγχη» και «τραύματα». Πιάνει το ραβδί από τη λάθος άκρη γιατί, αντί στην «επίσημη πρώτη» του να απευθυνθεί στις δομικές παθολογίες των εκπαιδευτικών μας πραγμάτων, προτίμησε, με την κατά το μάλλον ή ήττον περιφερειακή αφορμή της αριστείας, μιαν αυτόχρημα ιδεολογική ουβερτούρα που προκαλεί, φαντάζομαι, αμηχανία και ερωτήματα σε όλο το φάσμα που εκτείνεται δεξιότερα του σταθερού μαρξισμού.
Και, βέβαια, ο κύριος υπουργός δεν φαίνεται να προσφέρει τις καλύτερες υπηρεσίες προκειμένου οι αριστεύουσες «φυτούκλες» και τα πρωτεύσαντα «σπασικλάκια» του κοινού σπουδαστικού δικαίου να παύσουν να κάνουν το οικοσύστημα της εκπαίδευσής μας τόσο μοναδικό.
O κ. Θεόδωρος Δ. Παπαγγελής είναι ακαδημαϊκός, καθηγητής του Τμήματος Φιλολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.