Το Βήμα, The Project Syndicate
Θα μπορούσε τελικά να συνιστά τύχη που μερικοί άνθρωποι στις ανεπτυγμένες χώρες – τέσσερις στις Ηνωμένες Πολιτείες και ένας στην Ισπανία – μολύνθηκαν με Έμπολα. Όσο τραγικό και να ήταν για τον Τόμας Ντάνκαν, τον μοναδικό από αυτούς τους ασθενείς που πέθανε, αν όλες οι 13000 περιπτώσεις και περίπου 5000 θάνατοι είχαν συμβεί στην Αφρική, ο Έμπολα δεν θα είχε τύχει τόσο μεγάλης προσοχής στις πλούσιες χώρες. Από αυτή την άποψη ο Έμπολα είναι – ή ήταν – ένα παράδειγμα του κανόνα 90/10: το 90% της ιατρικής έρευνας κατευθύνεται σε ασθένειες που συνιστούν μόλις το 10% του παγκόσμιου βάρους ασθενειών. Ο κόσμος γνώριζε για τη θανατηφόρα φύση του ιού Έμπολα από το 1976. Αλλά τα θύματα ήταν φτωχά, οι φαρμακευτικές εταιρείες δεν είχαν κίνητρο για να αναπτύξουν ένα εμβόλιο.
Πράγματι, οι φαρμακευτικές εταιρείες θα κέρδιζαν περισσότερα από την θεραπεία της ανδρικής τριχόπτωσης από τον Έμπολα. Οι κρατικές επιχορηγήσεις για την έρευνα επίσης διοχετεύονται δυσανάλογα σε ασθένειες που επηρεάζουν τους κατοίκους τους και όχι σε ασθένειες όπως η ελονοσία και η διάρροια που ευθύνονται για περισσότερους θανάτους. Αλλά ο πολύ μικρός αριθμός των κρουσμάτων Έμπολα στις πλούσιες χώρες – και ο πανικός που προκλήθηκε από τις ειδήσεις και τα μέτρα προστασίας – οδήγησαν τη συζήτηση στη φύση των μολυσματικών ασθενειών σε παγκόσμιο επίπεδο σήμερα. Οι μαζικές μετακινήσεις έχουν καταστήσει τον αποτελεσματικό περιορισμό των επιδημιών εξαιρετικά δύσκολο.
Η καλύτερη άμυνα έναντι των μολυσματικών ασθενειών είναι η αντιμετώπιση στην πηγή του και αυτό απαιτεί ικανές υπηρεσίες υγείας. Ο Έμπολα αντιμετωπίστηκε στη Νιγηρία επειδή η χώρα διαθέτει ένα νοσοκομείο που υποστηρίζεται από το ίδρυμα Γκέιτς με προσωπικό εκπαιδευμένο και εξοπλισμένο να ελέγχει τις μολυσματικές ασθένειες. Αν την περασμένη δεκαετία και παραπάνω, οι πλούσιες χώρες είχαν κάνει περισσότερα για να βοηθήσουν τη Λιβερία, τη Σιέρρα Λεόνε και τη Γουινέα, το ξέσπασμα του Έμπολα θα είχε περιοριστεί, αν όχι αποτραπεί. Αλλά τώρα είναι πολύ αργά για αυτό και οι επιστήμονες κάνουν αγώνα δρόμου για να βρουν τόσο ένα εμβόλιο όσο και μία αποτελεσματική θεραπεία για τον Έμπολα. Ποια είναι τα ηθικά ζητήματα που πρέπει να τους καθοδηγούν;
Ο τρόπος για να αποδειχθεί η αποτελεσματικότητα ενός εμβολίου είναι να διενεργηθούν δοκιμές, χωρίζοντας σε δύο ομάδες αυτούς που μπορούν να ωφεληθούν: η μία λαμβάνει το εμβόλιο και η άλλη μία ουσία χωρίς δραστικά συστατικά, ένα εικονικό φάρμακο. Ούτε αυτοί που χορήγησαν ούτε αυτοί που δέχθηκαν το εμβόλιο και το εικονικό φάρμακο γνωρίζουν ποιος έχει πάρει τι. Μόνο μία ανεξάρτητη ομάδα ειδικών που θα μελετήσουν τα στοιχεία έχει αυτές τις πληροφορίες. Χωρίς την κλινική δοκιμή, η αποτελεσματικότητα είναι αμφίβολη, επειδή και άλλοι παράγοντες μπορεί να οδηγήσουν σε χαμηλότερα ποσοστά μολύνσεων. Αλλά αν ένα υποσχόμενο εμβόλιο είναι διαθέσιμο και αν οι δοκιμές για την ασφάλειά του σε υγιείς εθελοντές που δεν διατρέχουν κίνδυνο μόλυνσης αποδείξουν ότι δεν είναι επιβλαβές, το να το αρνηθούμε σε εκείνους που φροντίζουν τους αρρώστους, θέτοντας σε κίνδυνο τη ζωή τους, είναι ανήθικο.
Όσον αφορά στη θεραπεία τα πράγματα διαφέρουν. Σε μία επιστολή που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Lancet τον περασμένο μήνα, γιατροί επιστήμονες και ειδικοί στη βιοηθική από πολλές χώρες – συμπεριλαμβανομένων της Γουινέας, της Γκάνα, της Νιγηρίας, της Σενεγάλης, όπως και της Βρετανίας, της Γαλλίας, του Χονγκ Κονγκ και των Ηνωμένων Πολιτειών – συμφώνησαν στο ότι η τυχαιοποιημένη κλινική δοκιμή δικαιολογείται μόνο όταν υπάρχει ισορροπία μεταξύ των δύο διαθέσιμων επιλογών. Αυτό συμβαίνει μόνο όταν οι γιατροί δεν γνωρίζουν αν η προτεινόμενη θεραπεία θα κάνει περισσότερο κακό από καλό ή όταν δεν είναι σίγουροι ως προς το ποιά θεραπεία πρέπει να εφαρμοστεί στον ασθενή. Αλλά όταν έχουμε να αντιμετωπίσουμε μία ασθένεια με ποσοστό θνησιμότητας 70% και δεν υπάρχει ακόμη θεραπεία, οι ασθενείς μπορεί να αρνηθούν να συμμετέχουν σε μία κλινική δοκιμή στην οποία μπορεί να λάβουν το εικονικό φάρμακο και όχι μία πειραματική θεραπεία που τους προσφέρει κάποια ελπίδα να γίνουν καλά.
*Ο Peter Singer είναι καθηγητής Βιοηθικής στο Πανεπιστήμιο του Πρίνστον, στις ΗΠΑ.
