Αναμφίβολα η απόφαση του ευρωπαίου κεντρικού τραπεζίτη Μάριο Ντράγκι να προχωρήσει σε μείωση των επιτοκίων του ευρώ στο ιστορικό χαμηλό επίπεδο 0,05% και σε αγορά καλυμμένων ομολογιών είναι προς τη σωστή κατεύθυνση για την τόνωση της ανάπτυξης στην ευρωζώνη. Το ερώτημα όμως που τίθεται είναι αν επαρκεί. Και η απάντηση, τουλάχιστον σύμφωνα με την πλειοψηφία των αναλυτών και οικονομολόγων, είναι πως δεν επαρκεί για να βγάλει την Ευρώπη από την ύφεση.
Οπως λένε, η ποσοτική επίδραση από την αγορά ιδιωτικών τίτλων θα είναι μικρή, καθώς πρόκειται για μια ρηχή αγορά. Υποστηρίζουν ότι πρέπει να επεκταθεί και στα κρατικά ομόλογα. Δηλαδή η ΕΚΤ να αγοράζει δημόσιο χρέος προσφέροντας κεφάλαια στις κυβερνήσεις για να χρηματοδοτήσουν δημόσιες επενδύσεις.
Οπως επισημαίνουν αναλυτές το πρόβλημα δεν είναι η υποχώρηση των εξαγωγών ή η πτώση της ζήτησης που καταγράφεται στην ευρωζώνη, αλλά το γεγονός ότι οι επιχειρηματίες εμφανίζονται απρόθυμοι να επενδύσουν. Οι επενδύσεις ως ποσοστό του ΑΕΠ στη Γερμανία, την ισχυρότερη οικονομία της ευρωζώνης, είναι χαμηλότερες απ’ ό,τι σε άλλες βιομηχανικές χώρες της Δύσης. Η απροθυμία των επιχειρηματιών να επενδύσουν αποδίδεται στην αβεβαιότητα που κυριαρχεί στο επιχειρηματικό περιβάλλον, η οποία ενισχύθηκε από τις εξελίξεις στην Ουκρανία. Και οι παράγοντες που τροφοδοτούν το αρνητικό επιχειρηματικό κλίμα είναι πολλοί.
Καταρχήν το ενδεχόμενο μιας νέας χρηματοπιστωτικής κρίσης, καθώς εξακολουθούν να υπάρχουν ερωτηματικά για την ευρωστία του τραπεζικού συστήματος. Η αύξηση του ενεργειακού κόστους είναι ένας ακόμα παράγοντας. Επιπλέον, υπάρχουν ανησυχίες για τις πολιτικές εξελίξεις σε Γαλλία και Ιταλία. Μάλιστα, ορισμένοι κύκλοι εκφράζουν προβληματισμό για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και το ενδεχόμενο να κινηθεί προς την αντίθετη κατεύθυνση.
Οσο λοιπόν κυριαρχούν οι παραπάνω αβεβαιότητες, οι ιδιώτες δύσκολα θα αναλάβουν νέα ρίσκα. Ως εκ τούτου θεωρείται ότι οι κυβερνήσεις θα πρέπει να πάρουν πρωτοβουλίες για να τονώσουν τις επενδύσεις, οι οποίες θα δημιουργήσουν θέσεις εργασίας, θα ενισχύσουν την παραγωγικότητα και θα αυξήσουν σε μόνιμη βάση τα οικογενειακά εισοδήματα. Στη συνέχεια θα ακολουθήσουν οι ιδιώτες.
Και η Γερμανία βρίσκεται σε θέση ισχύος. Ο ισοσκελισμένος προϋπολογισμός της και το χαμηλό χρέος ως προς το ΑΕΠ της δίνουν τη δυνατότητα να χρηματοδοτήσει ένα πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων, τη στιγμή μάλιστα που οι γερμανικές δημόσιες επενδύσεις, ιδιαίτερα στους τομείς των μεταφορών και της παιδείας, είναι για πολλά χρόνια οι χαμηλότερες στην Ευρώπη.
Η τόνωση των επενδύσεων λοιπόν αναδεικνύεται ως η μεγαλύτερη πρόκληση για την ευρωζώνη. Και το Βερολίνο θα πρέπει να αφυπνιστεί από τα τελευταία στοιχεία για την ανάπτυξη και την ανεργία στη Γερμανία και να αντιληφθεί ότι δεν μπορεί να τα καταφέρει χωρίς την Ευρώπη, η οποία απορροφά τα δύο τρίτα των εξαγωγών της. Υπό το πρίσμα αυτό η διεύρυνση του προγράμματος αγοράς ομολόγων της ΕΚΤ σε κρατικούς τίτλους είναι προς το συμφέρον της ευρωζώνης και όσο το δυνατόν ταχύτερα το κάνει ο Μάριο Ντράγκι τόσο το καλύτερο.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ
