Η ίδρυση ενός νέου πανεπιστημιακού τμήματος, όταν μάλιστα αναμένεται ότι κάτι εξίσου νέο θα πρέπει να φέρει, είναι μια πολύ σοβαρή υπόθεση. Ιδιαιτέρως μάλιστα όταν το γνωστικό του αντικείμενο –από τον τρόπο που έχει διαμορφωθεί και συνεχώς εξελίσσεται –έχει ανάγκη από «εξωτερικές υποστηρίξεις». Μπορεί δηλαδή να είναι εκδήλως διακλαδικό και διεπιστημονικό, όπως είναι η Αρχιτεκτονική (διότι περί αυτής πρόκειται), και να εφάπτεται της Αισθητικής, της Κοινωνιολογίας, της Κοινωνικής και Πολιτισμικής Ανθρωπολογίας, της Τοπιογραφίας, της Υφολογίας, αλλά και… της Ιστορίας των Ιδεών.
Θα πρέπει λοιπόν να υποθέσουμε τα εξής:
α. Οτι αυτή η πολυδιάστατη και περικείμενη από όλα τα παραπάνω ανοιχτή ταυτότητά της έχει ληφθεί υπόψη.
β. Οτι το Πανεπιστήμιο στο οποίο θα στεγασθεί μπορεί να εξυπηρετήσει αυτές τις κλαδικές συνέργειες και ότι τα statuta του την προβλέπουν και διασφαλίζουν τη διεθνοποιημένη του λειτουργία.
γ. Οτι η τεχνικοοικονομική του κάλυψη είναι εγγυημένη. Οταν μάλιστα η Αρχιτεκτονική –πεδίο Τέχνης και Πολιτισμού –είναι ταυτόχρονα στοχαστική, «περιπατητική» και εργαστηριακή δραστηριότητα ώστε η κατάρτιση των φοιτητών με ανάλογα μέσα να διεξάγεται.
Φαντάζομαι λοιπόν ότι η νέα Σχολή προς όλα αυτά θα ανταποκρίνεται. Σε μια ιδιαιτέρως σοβαρή χώρα, όπως η δική μας, δεν δικαιούμαι το αντίθετο να υποθέτω. Και θεωρώ ότι ο νέος υπουργός της Παιδείας (πράγματι πανεπιστημιακός με ό,τι η λέξη απαιτεί), έχει ανάλογα συλλογιστεί.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ
