Μιλώ για την επιχειρηματική και ακαδημαϊκή κοινότητα της Ελλάδας στον χώρο της υγείας και της βιο-φαρμακευτικής, αν και υποθέτω ότι η παροιμία αυτή ισχύει και πιο γενικά.
Αν θα επιχειρούσα να περιγράψω την μέχρι τώρα σχέση αυτών των δύο κοινοτήτων της χώρας μας, με μερικές λαμπρές εξαιρέσεις, θα έλεγα οτι συνοψίζεται ως εξής: οι επιχειρήσεις λένε στους ακαδημαϊκους: ‘εμείς θέλουμε αυτά’. Οι δε ακαδημαϊκοί λένε στις επιχειρήσεις: «εμείς κάνουμε αυτά».
Η τομή των «αυτών» όπως όλοι γνωρίζουμε είναι πολύ μικρή και συνίσταται, στην μέγιστη πλειοψηφία της, σε συμπράξεις ή έργα στα πλαίσια Ευρωπαϊκών και Ελληνικών συγχρηματοδοτούμενων προγραμάτων. Από τα δε έργα αυτά, το τελικό κέρδος των συμβαλλομένων είναι κατά κύριο λόγο η χρηματοδότηση και όχι κάποια μόνιμη συνεργασία των μερών, που με το πέρας του έργου συνήθως τραβούν τους ξεχωριστούς τους δρόμους.
Και ποιός φταίει για αυτό; Οι επιχειρήσεις λένε ότι η ακαδημαϊκή έρευνα είναι πολύ ‘θεωριτική’ και το καθεστός της πνευματικής/βιομηχανικής ιδιοκτησίας θολό, οι δε ακαδημαϊκοί λένε οτι οι απαιτήσεις των επιχειρήσεων είναι μάλλον χαμηλού ερευνητικού περιεχομένου και άρα ενδιαφέροντος. Εκεί όμως που συμφωνούν οι δύο πλευρές είναι στο ότι η άλλη πλευρά έχει παράλογες οικονομικές απαιτήσεις όταν συζητούν πιθανή επιχειρηματική συνεργασία.
Ομως, όλα αυτά είναι λίγο πολύ γνωστά: γιατί τότε πρέπει να εξακολουθούν να μας απασχολούν στην παρούσα συγκυρία; Γιατί απλούστατα αυτή την εποχή καλούμαστε σαν κράτος να σχεδιάσουμε την πολιτική έρευνας και τεχνολογικής ανάπτυξης η οποία θα αυξήσει την εγχώρια παραγόμενη καινοτομία και θα συνδράμει την έξοδο της χώρας απο την κρίση. Και γιατί στην παρούσα συγκυρία τα περιθώρια λάθους είναι πολύ μικρά.
Ποιός λοιπόν τελικά φταίει για την απόσταση μεταξύ των δύο αυτών σημαντικών κοινοτήτων και πως μπορούμε να διορθώσουμε τα κακώς κείμενα; Η απλοϊκή απάντηση είναι ‘κανείς και όλοι’, όμως δεν νομίζω ότι βοηθάει στην εξεύρεση λύσης.
Είναι αλήθεια ότι η ακαδημαϊκή κοινότητα έχει να επιδείξει αξιόλογη ερευνητική ‘παραγωγἠ’ η οποία λίγο-πολύ αντανακλά τα προσωπικά ενδιαφέροντα των ερευνητών-καθηγητών. Ομως, όπως και η ελληνική βιομηχανία στους περισσότερους κλάδους, η παραγωγή αυτή είναι κατακερματισμένη καταλήγοντας σε κάποια δημοσίευση, κατάθεση πατέντας και στην καλύτερη περίπτωση ένα συνήθως μικρό χρηματικό ποσό απο κάποια εταιρεία του εξωτερικού. Το αποτέλεσμα είναι ότι η όποια προστιθέμενη αξία σπανιότατα μοχλοποιείται εντός Ελλάδας.
Αλλά και η ελληνική βιομηχανία είναι κατακερματισμένη και τουλάχιστον μέχρι πρόσφατα, απλούστατα δεν διαθέτει την ‘απορροφητική ικανότητα’ για να εκμεταλλευτεί την παραγόμενη αυτή αξία καθότι δεν έχει υπάρξει αρκούντος καινοτομική ώστε να δημιουργεί την απαιτούμενη ζήτηση. Ο κατακερματισμός, η σχετική εσωστρέφεια στα καθ᾽υμάς, το πελατιακό κράτος, η σχετικά μικρή προστιθέμενη αξία και η επιτακτική ανάγκη για επιβίωση στο δύσκολο εσωτερικό περιβάλλον, δεν έχουν επιτρέψει στις επιχειρήσεις να επενδύσουν σε έρευνα μεσο-μακροπρόθεσμου χαρακτήρα που θα ενδιέφερε και τους ακαδημαϊκούς.
Ομως αυτή η κατάσταση πρέπει να αλλάξει άμεσα: και οι επιχειρήσεις πρέπει πλέον να παράξουν μεγαλύτερη προστιθέμενη αξία αλλά και οι ακαδημαϊκοί πρέπει να αφιερώσουν ενα μέρος της έρευνάς τους σε προκλήσεις άμεσου παραγωγικού ενδιαφέροντος οι οποίες, ειρήσθω εν παρόδω, συχνά είναι και πιο δύσκολο να επιλυθούν. Είναι λοιπόν θέμα νοοτροπίας καταρχάς, σε ατομικό και σε εταιρικό επίπεδο.
Το ελπιδοφόρο είναι οτι η αντιμετώπιση του κατακερματισμού είναι ένας αρκούντος έγκυρος στόχος σε επίπεδο εθνικής πολιτικής, που μπορεί να επιτευχθεί αν για παράδειγμα ο κάθε εμπλεκόμενος (εταιρεία ή ακαδημαϊκή ομάδα) μιας αγοράς διευρύνει ή επαναπροσδιορίσει το πεδίο δράσης/ενδιαφέροντος του, δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για εξεύρεση κοινών τόπων με άλλους εμπλεκόμενους.
Ας φαντασθούμε ότι ο κάθε εμπλεκόμενος είναι απο ένα νησί του Αιγαίου. Αν η υφαλοκρηπίδα βρίσκεται στα 5 μίλια, τότε τα σημεία επικάλυψης είναι λίγα, τα κενά είναι πολλά και η περιοχή εκμετάλλευσης περιορίζεται. Αν όμως η υφαλοκρηπίδα αυξηθεί στα 15 μίλια, τότε τα σημεία επικάλυψης είναι πολύ περισσότερα, τα κενά πολύ λιγότερα και η εκμεταλλεύσιμη θαλάσσια περιοχή αυξάνεται σημαντικά.
Υπάρχουν όμως στην παρούσα κατάσταση κίνητρα και προϋποθέσεις για την αντιμετώπιση του κατακερματισμού; Φυσικά. Το κίνητρο είναι καταρχάς η επιβίωση και κατ᾽επέκταση η ανάπτυξη σε μια πολυ δύσκολη παγκοσμιοποιημένη αγορά που επιτυγχάνεται πλέον μόνο με εξειδίκευση και προστιθέμενη αξία.
Εδω δράσεις που προωθούν τις συνεργασίες πανεπιστημιακών με εξωστρεφείς επιχειρήσεις με σκοπό την εξυπηρέτηση αποδεδειγμένα διεθνών αναγκών της αγοράς είναι απολύτως απαραίτητες. Η ακαδημαϊκή κοινότητα, λαμβάνοντας υπόψιν τις παρούσες δυνατότητες της ελληνικής βιομηχανίας θα μπορούσε κάλλιστα να αναλάβει τον σημαντικό ρόλο της ανάδειξης τέτοιων αναγκών, τάσεων και ευκαιριών, καθοδηγώντας έτσι τις επιχειρήσεις, μεθοδικά και πρακτικά, προς την αυξημένη ανταγωνιστικότητα.
Επιπρόσθετα, ελλείψη κρίσιμης μάζας και δεδομένων των περιορισμένων προοπτικών επενδύσεων την παρούσα περίοδο, ένας σχετικά άμεσος μηχανισμός για να αντιμετωπιστεί ο κατακερματισμός είναι η προώθηση και υποστήριξη συνεργειών, τόσο μεταξύ ομοειδών επιχειρήσεων ενός χώρου, όσο και μεταξύ επιχειρήσεων απο διαφορετικούς χώρους όπως για παράδειγμα η υγεία και η πληροφορική.
Για όσους παρακολουθούν τα τεκταινόμενα στον χώρο της καινοτομίας, οι συνέργειες έχουν ήδη αναδειχθεί και διεθνώς σαν μια πολύ αποτελεσματική μέθοδος για την δημιουργία προστιθέμενης αξίας αλλά και νέων αλυσίδων αξίας για τις οποίες γίνεται πολύ συζήτηση τελευταία. Οι νέες αυτές αλυσίδες αξίας αποτελούν δε μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για την Ελλάδα, αφού οι ‘κανόνες του παιχνιδιού’ δημιουργούνται σε πραγματικό χρόνο και το μικρό μέγεθος των εταιρειών αλλά και η έλλειψη brand δεν αποτελούν αναγκαστικά ανταγωνισικό μειονέκτημα για τις ελληνικές επιχειρήσεις.
Η υποστήριξη λοιπόν δράσεων που προωθούν τις συνέργειες μπορεί να λειτουργήσει στην παρούσα συγκυρία σαν καταλύτης για την προσέγγιση των δυο αυτών κοινοτήτων. Καθότι δε λειτουργεί τόσο στο επίπεδο των αγορών όσο και στο εθνικό επίπεδο, πρέπει να στοχοθετηθεί στο επίπεδο της εθνικής πολιτικής και να αποτελέσει ενα ισχυρό κυβερνητικό εργαλείο προκειμένου οι εμπλεκόμενοι, εφόσον συμφωνούν με την αναγκαιότητα προσέγγισης τους, να ‘πειθαναγκασθούν’ μέσω κινήτρων να κατευθυνθούν προς την επίτευξη αυτού του στόχου.
Και ποιός ξέρει; στο μέλλον μπορεί στο λεξικό των αποφθεγμάτων του λαού να έχει προστεθεί και το ‘μαζί κάνουνε πολλά και χώρια λιγότερα’. Καλό ακούγεται!
Ο Δρ. Ανδρέας Περσίδης είναι CEO της Biovista και πρόεδρος της HBio
