Οι ελληνικές σειρές δεν βλέπονται

Ήταν μία καλή ευκαιρία για την ελληνική τηλεόραση και τα λιγοστά ελληνικά σίριαλ να καταπιαστούν με κάτι διαφορετικό, να ταρακουνήσουν τη βαθειά νυχτωμένη μυθοπλασία τους, να ανατρέψουν κλισέ και δεδομένα δεκαετιών. Όμως δεν το έκαναν. Για μία ακόμη φορά, η τιβι θυμίζει γυάλα που δεν την διαπερνά και δεν την ταράζει τίποτα κι έτσι συνεχίζει […]

Οι ελληνικές σειρές δεν βλέπονται
Ήταν μία καλή ευκαιρία για την ελληνική τηλεόραση και τα λιγοστά ελληνικά σίριαλ να καταπιαστούν με κάτι διαφορετικό, να ταρακουνήσουν τη βαθειά νυχτωμένη μυθοπλασία τους, να ανατρέψουν κλισέ και δεδομένα δεκαετιών. Όμως δεν το έκαναν. Για μία ακόμη φορά, η τιβι θυμίζει γυάλα που δεν την διαπερνά και δεν την ταράζει τίποτα κι έτσι συνεχίζει να αναμασάει με άνεση copy-paste τα κουρασμένα σενάρια όχι μόνο παλιών σίριαλ, αλλά και παμπάλαιων ελληνικών ταινιών. Σε μια Ελλάδα που έχει χάσει τ’ αυγά και τα πασχάλια, με τους νεόπλουτους να μην έχουν να πληρώσουν δάνεια και χαράτσια, τους φτωχούς να φτωχαίνουν ακόμα περισσότερο και κάπου στα μισά οι μεν και οι δε για πρώτη φορά να συναντιούνται, η πλοκή παραμένει εκνευριστικά ίδια και απαράλλακτη: τα φτωχαδάκια πιάνουν την καλή και μετακομίζουν δίπλα στους πλούσιους. Οι πλούσιοι κοιτάζουν τους παρακατιανούς με μισό μάτι, σοκάρονται με τους μπανάλ τρόπους ομιλίας, με το μπρουτάλ φέρσιμό τους, με την παντελή άγνοια των βασικών κανόνων του savoir vivre.

Κάν’ το όπως ο Κόκλας

Η απολαυστική γκάφα ήρθε πολύ νωρίς στην εφετινή σεζόν, διά στόματος Θέμη Γεωργαντά. Καλεσμένη της εκπομπής του Alpha «Μες στην καλή χαρά», η ηθοποιός Αλεξάνδρα Παλαιολόγου περιγράφει με ξέφρενο ενθουσιασμό το σενάριο του καθημερινού σίριαλ του Mega «Βασιλιάδες», στο οποίο πρωταγωνιστεί: «υποδύομαι μια ξιπασμένη νεόπλουτη τηλεπαρουσιάστρια, την Τιτίκα, ζω με τον άντρα μου σε μεζονέτα, ώσπου μετακομίζει δίπλα μου με την οικογένειά του ο Κώστας Κόκλας, που είναι πολύ λαϊκός και αρχίζει τρομερή κόντρα!». Κι ενώ οι υπόλοιποι παρουσιαστές άκουγαν την υπόθεση λες και ήταν ό,τι πιο πρωτότυπο έχει συλλάβει ανθρώπινος νους, μόνο ο Γεωργαντάς, είτε από αφελή, είτε από ζαβολιάρικη διάθεση, τόλμησε να πει ότι ο βασιλιάς, ή καλύτερα οι «Βασιλιάδες» είναι γυμνοί και προβλέψιμοι: «Καλά αυτό δεν είναι ίδιο με το “Λατρεμένοι μου γείτονες” που παιζόταν πριν από δύο χρόνια στο Mega και πάλι ο Κόκλας έκανε τον λαϊκό που μετακομίζει με την οικογένειά του δίπλα σε κάτι νεόπλουτους και τους κάνει άνω κάτω;» «Εεεε…ααα…δεν το ήξερα», ψέλλισε η Παλαιολόγου με ύφος ξεπεσμένης Μαρκησίας. Λίγο μετά έπεσαν διαφημίσεις. Το θέμα ξεχάστηκε τηλεοπτικά και έγινε ανάρπαστο ιντερνετικά.

Διπλή ταρίφα

Εντελώς στο ίδιο πνεύμα, βρίσκουμε και το «Ελεύθερος κι ωραίος» του ΑΝΤ1. Ο Γιώργος Πυρπασόπουλος υποδύεται έναν φτωχό πλην τίμιο ταξιτζή, ο οποίος γίνεται εν μία νυκτί ζάμπλουτος κερδίζοντας το λαχείο. Σε πόσες και πόσες ελληνικές ταινίες ο ξαφνικός πλούτος τρελαίνει τον εκατομμυριούχο, όλοι τον αγαπούν και του ζητούν δανεικά κι αγύριστα, ή το μαγικό χαρτάκι πλένεται κατά λάθος στο πλυντήριο ξεχασμένο σε μια τσέπη και τα λεφτά κάνουν φτερά μαζί με τους επίμονους λεκέδες; Κι εδώ ο ταξιτζής θα μεγαλοπιαστεί, θα αγοράσει οροφοδιαμέρισμα σε πολυκατοικία με ψηλομύτηδες που τον κοιτάζουν με μισό μάτι και ούτε το ταξί του δεν τον αφήνουν να πλένει στο πάρκινγκ. Εκείνος θα δει ότι πολύ γρήγορα τα λεφτά του κάνουν φτερά, μέσα σε ένα μήνα ξοδεύει και τα 500.000 ευρώ από δω κι από κεί και αναγκάζεται να δουλεύει το ταξί ασταμάτητα για να συντηρήσει το νεοαποκτηθέν παλάτι. Κι άλλο χάσμα με την πραγματικότητα: ενώ ο κλάδος των οδηγών ταξί έχει χτυπηθεί αλύπητα απ’ την κρίση και οι κίτρινες ουρές είναι τεράστιες σε κάθε πιάτσα της Αθήνας, ο ταξιτζής του ΑΝΤ1 έχει δουλίτσα. Παράλληλο σύμπαν, λες και οι σεναριογράφοι δεν βγαίνουν ποτέ από το σπίτι, έτσι εντατικά που κάθονται και γράφουν τα πονήματά τους.

Όλα για τον Ρέμο

Όσο για τις καθημερινές απογευματινές σειρές των δύο καναλιών, μια απ’ τα ίδια. Τα «Κλεμμένα όνειρα» (Mega), φλερτάροντας με το πολύπαθο «νεανικό κοινό» τοποθετούν την κεντρική δράση σε ένα κολλέγιο. Κι εδώ όμως η πάλη των τάξεων είναι αδυσώπητη, αφού εκτός από παιδιά μεσοαστικών οικογενειών καραδοκούν και εκείνα των αστικών, με ονόματα όπως «Μαλτέζος, Καρνέζης», κτλ. Στο «Είναι στιγμές» (ANT1) – ο τίτλος είναι εντελώς άσχετος και αμήχανος, έχει μπει για να στηρίξει το ομώνυμο τραγούδι του Αντώνη Ρέμου που ακούγεται στους τίτλους αρχής και κάθε τρεις και λίγο οι ηθοποιοί αναγκάζονται να τον υποστηρίξουν ακόμη πιο αμήχανα, καλούμενοι να πουν ατάκες του τύπου «είναι στιγμές που όλα καταρρέουν» / «είναι στιγμές που νιώθεις ότι δεν ελέγχεις τον εαυτό σου». Είναι στιγμές που θέλεις να κλείσεις την τηλεόραση. Δεν το κάνεις όμως, διότι θέλεις να δεις αν θα τα καταφέρει η χαμένη κόρη της Μπέσυ Μάλφα να ξεμπροστιάσει την πλούσια μητέρα της και να πάρει πίσω ό,τι δικαιωματικά της ανήκει.

Η επίθεση των γιγάντιων παπαρούνων

Η αισθητική των ελληνικών σίριαλ παραμένει εξίσου κολλημένη σε κλισέ. Σίγουρα δεν φταίνε τα ΙΚΕΑ που προμηθεύουν τους σκηνογράφους με φτηνές λύσεις, φταίνε οι ίδιοι που δεν μπορούν να τις αξιοποιήσουν πιο ευφάνταστα, με αποτέλεσμα, όπως και τα σενάρια, έτσι και τα σπίτια μέσα στα οποία διαδραματίζονται, να είναι τρομακτικά ίδια. Τα τηλεοπτικά πλατώ, όπως άλλωστε και οι θεατρικές σκηνές της Αθήνας που επίσης καταφεύγουν σε low budget αγορές, «θυμίζουν όλο και περισσότερο σουηδικά εξοχικά» όπως είχε πει σε ανύποπτο χρόνο ο σκηνοθέτης Γιάννης Καλαβριανός. Υπήρχε μία σεζόν, πριν από τρία χρόνια, που τα οκτώ στα δέκα ελληνικά σπίτια και σίριαλ είχαν τις ίδιες γιγάντιες αυτοκόλλητες παπαρούνες στον τοίχο.

Όταν το dvd ήταν βίντεο

Στην Ελλάδα του ’60 και του ’70 τα ζητούμενα ήταν άλλα. Ο Νίκος Ξανθόπουλος και η Μάρθα Βούρτση έκλαιγαν για την φτωχολογιά, ενώ ο Γιάννης Δαλιανίδης την έκανε μιούζικαλ, βάζοντας τη Λάσκαρη να βάλει τον Γεωργίτση να ξυρίσει ακόμη και το μουστάκι, τον Κώστα Βουτσά να παριστάνει τον γιο του μεγαλοβιομήχανου Ράμογλου «έχω και κότερο πάμε μια βόλτα;» κτλ, κτλ. Τη δεκαετία του ’80 η Ελλάδα φόρεσε ζιβάγκο, οι μισές ταινίες ενηλικιώθηκαν-ή γέρασαν πριν από την ώρα τους-κι οι άλλες μισές ήταν με τον Στάθη Ψάλτη. Όταν δεν πηγαίναμε σινεμά, νοικιάζαμε βιντεοταινίες καλωσορίζοντας στη ζωή μας το βίντεο, χωρίς να ξέρουμε ότι κάποτε θα γινόταν dvd player. Κι όταν ήρθε η ιδιωτική τηλεόραση, ήρθε μαζί της και ο νεοπλουτισμός, τα στεγαστικά, τα τζιπ, τα σόου και τα σίριαλ των εκατομμυρίων. Οι «Μεν και οι δεν» του Χάρη Ρώμα με τον μεγαλοδικηγόρο να μένει στο διπλανό διαμέρισμα με τον μποέμ Αντιπαριώτη Στέλιο Μάινα είχε ένα νόημα μέσα στα φουρτουνιασμένα ’90s. Όχι όμως και μέσα στο ανισόρροπο 2012. Τώρα οι ανάγκες είναι διαφορετικές, οι άνθρωποι έχουν ανάγκη περισσότερο από κάθε φορά να είναι πολυδιάστατοι και όχι καρικατούρες. Γιατί λοιπόν να μην μπορεί να εκφραστεί αυτό μέσα από μερικά εύστροφα σίριαλ; Αφού η καθημερινότητα κάθε φορά αποδεικνύεται πιο απρόβλεπτη από κάθε σενάριο, γιατί δεν της δίνουν περισσότερη σημασία οι ίδιοι οι σεναριογράφοι;

Πολύ περισσότερο πιστή στις τάσεις, τις ανάγκες και στο χιούμορ της εποχής είναι η διαφήμιση. Από την παρέα εργένηδων που αποπειράται να κάνει μπάτσελορ πάρτυ με 35 ευρώ και εμφανίζεται η ζουμπουρλούδικη γραφική στριπτιζέζ, ως τον δημοφιλέστατο ιδιοκτήτη καντίνας, τον Μανώλη Μαυροματάκη, αλλά και τον άτυχο ληστή τράπεζας, Παντελή Δεντάκη. Οι δύο αυτοί ηθοποιοί και σκηνοθέτες, ταλαντούχοι και με πολλές επιτυχίες στο θέατρο, ίσως να μην είναι τυχαίο που αντί να παίξουν σε ένα ξεθυμασμένο σίριαλ επέλεξαν ένα νευρώδες διαφημιστικό.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.
Exit mobile version