Από την αρχή φαινόταν ότι ανήκε στα πρόσωπα που θα ξεχώριζαν στο τελευταίο Φεστιβάλ Βενετίας: Ο Μάικλ Φασμπέντερ, γερμανοϊρλανδός ηθοποιός με αρκετές ταινίες στη φιλμογραφία του («Αδωξοι μπάσταρδη», «X-Men: Η νέα γενιά», «Hunger»), αλλά όχι και τόσο γνωστός στη χώρα μας. Με δύο ταινίες εντός συναγωνισμού στην 68η Μόστρα, πρωταγωνιστής και στις δύο, το ένιωθες από πριν ότι κάτι τρέχει με τον Μάικλ. Ωσπου παίχτηκε το «Shame» του Στιβ Μακ Κουίν. Οπότε, σιγούρευες το στοίχημά σου. Ο Φασμπέντερ είχε το βραβείο στο τσεπάκι. Και όντως έτσι έγινε. Και όταν σε λίγο καιρό δείτε την ταινία, θα διαπιστώσετε γιατί και θα με θυμηθείτε.
Τον συνάντησα στο Lancia Club του ξενοδοχείου Excelsior μία μέρα μετά την προβολή του «Shame» και ενώ είχαν περάσει αρκετές από τότε που προβλήθηκε η «Επικίνδυνη μέθοδος» του Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ, η άλλη ταινία του Φασμπέντερ στο διαγωνιστικό τμήμα. Εκεί όπου ο ηθοποιός υποδύεται τον Καρλ Γιουνγκ δίπλα στον Βίγκο Μόρτενσεν (Ζίγκμουντ Φρόιντ) και στην Κίρα Νάιτλι. Εξαιρετικός και εκεί, όμως η ταινία που φέρει εξ ολοκλήρου πάνω στις πλάτες του είναι το «Shame», η «Ντροπή», που έτυχε θερμότατης υποδοχής στην πρώτη προβολή της και υπήρξε η αφορμή της συνάντησής μας. Είναι το οδοιπορικό ενός άντρα που περνά την πιο κρίσιμη φάση της ζωής του. Αναζητεί το σεξ σε κάθε μορφή και δεν είναι ποτέ και από τίποτε ικανοποιημένος. Τον βλέπουμε στα μπαρ, με φίλους, με πόρνες, κολλημένο στο Ιnternet να χαζεύει πορνοσελίδες – το σεξ είναι μια εμμονή που έχει αδειάσει πλήρως την ψυχή του. Η κάμερα του Μακ Κουίν βρίσκεται διαρκώς επάνω στο πρόσωπο και στο (συχνά γυμνό) σώμα του Φασμπέντερ και εκείνος πετυχαίνει μια εσωτερική ερμηνεία που κυριολεκτικά συγκλονίζει.
Στην συνάντησή μας ο Μάικλ Φασμπέντερ (που είναι πιο κοντός απ’ όσο δείχνει στην οθόνη και αδύνατος σαν στέκα του μπιλιάρδου) θα πρέπει να ήταν χαρούμενος γιατί είχε μάθει για τη θετική υποδοχή της ταινίας. Ωστόσο, δεν το έδειχνε. Τα «ευχαριστώ» του στα καλά σχόλια έβγαιναν με κόπο. Ούτως ή άλλως, δεν μοιάζει τύπος που εκδηλώνεται εύκολα. «Εχω υπάρξει τυχερός» λέει και διακρίνω στη βαριά φωνή του μια ανεπαίσθητη ντροπαλότητα. «Εχω συνεργαστεί με σπουδαίους σκηνοθέτες, με ανθρώπους που έρχονται διαβασμένοι στα γυρίσματα, αλλά που συγχρόνως έχουν ανθρωπιά. Εχουν την ικανότητα της επικοινωνίας μαζί σου, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν διαφορές στις απόψεις μας. Στο τέλος της ημέρας, όμως, ξέρεις ότι έχεις κάνει κάτι που αξίζει τον κόπο».
Και τότε αρχίζει να πλέκει ένα φοβερό εγκώμιο για τον Στιβ Μακ Κουίν, τον σκηνοθέτη στον οποίο ο Φασμπέντερ οφείλει «ένα μεγάλο μέρος από αυτό που είμαι σήμερα», αφού η πρώτη μεγάλη καλλιτεχνική επιτυχία του ήταν το «Hunger» όπου ο ηθοποιός έπαιξε τον Ιρλανδό Μπόμπι Σαντς. «Ο Στιβ άλλαξε τη ζωή μου» λέει και στη συνέχεια μιλάει για την ελευθερία που του προσφέρει ο Μακ Κουίν, για τη χημεία που αναπτύσσεται κοιτάζοντας απλώς ο ένας τον άλλον. Μιλάει, όμως, με απέραντο θαυμασμό και για τον Ρίντλει Σκοτ, τον σκηνοθέτη του στον «Προμηθέα», που έχει μόλις τελειώσει. Δίνει και σε αυτήν την περίπτωση έμφαση στην αγάπη του Σκοτ προς τους ηθοποιούς, αλλά και στη μανία του με τις λεπτομέρειες, π.χ., η ποιότητα που θα πρέπει να έχει η σκόνη επάνω στο τραπέζι. «Αυτοί οι σκηνοθέτες σού επιτρέπουν να κινηθείς ελεύθερα», λέει ο Φασμπέντερ, «και επειδή ακριβώς εγώ είμαι άνθρωπος της πράξης και όχι της κουβέντας, βρίσκω την ευκαιρία να δείξω αυτό που θέλω να κάνω. Οταν κάτι δεν λειτουργεί, μου το λένε και δοκιμάζουμε κάτι διαφορετικό. Τόσο απλά». Γιατί ένας καλός σκηνοθέτης είναι κατ’ αρχάς καλός «μηχανορράφος», θεωρεί ο Φασμπέντερ που χρησιμοποιεί οριακά τη λέξη manipulator. «Σε παγιδεύουν χωρίς να το καταλαβαίνεις και δεν το κάνουν ποτέ κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων. Αντιθέτως, θα το κάνουν όταν, φέρ’ ειπείν, βγείτε για φαγητό. Θα σου πουν κάτι μέσα στην κουβέντα, αλλά αυτό το κάτι, στο οποίο αρχικώς μπορεί να μην είχες δώσει σημασία, αργότερα θα σου έρθει στο μυαλό, θα το σκεφτείς και θα το ακολουθήσεις. Πιστεύω πραγματικά ότι όλοι αυτοί οι άνθρωποι θα θύμωναν αν έπρεπε να κατευθύνουν άμεσα τους ηθοποιούς τους. Θέλουν να το βρεις μόνος σου και όχι να σου πουν “πήγαινε ως εκεί, σήκωσε το ποτήρι και έλα πίσω”».
Γεννημένος στις 2 Απριλίου του 1977 στη Χαϊδελβέργη από γερμανό πατέρα (που δούλευε σε εστιατόριο) και ιρλανδή μητέρα, ο Φασμπέντερ έφυγε από τη Γερμανία σε ηλικία δύο χρόνων και μεγάλωσε στην Ιρλανδία. Το βιογραφικό του αναφέρει ότι μιλάει άψογα γερμανικά, αλλά η αλήθεια είναι ότι δεν τα έμαθε ποτέ όσο καλά θα ήθελε, επειδή η μετακόμιση της οικογένειας στην Ιρλανδία τον ώθησε κυρίως στη «γλώσσα που μιλάει όλος ο κόσμος, τα αγγλικά. Μπορώ να παρακολουθήσω μια ταινία στα γερμανικά και να καταλάβω τα περισσότερα».
Ξαφνικά, επιστρέφει στο «Shame» σαν να ξέχασε κάτι. Θέλει να μιλήσει για τον Σον Μπόμπιτ, τον διευθυντή φωτογραφίας του «Shame». Μου κάνει εντύπωση αυτό, επειδή συνήθως οι ηθοποιοί αναφέρονται σε συναδέλφους τους ή στους σκηνοθέτες. Και όμως, ο Φασμπέντερ υπήρξε γενναιόδωρος για τον Σον Μπόμπιτ χωρίς κανείς να του το έχει ζητήσει. Διότι ήθελε να δείξει πόσο του αρέσει το πνεύμα συνεργασίας. «Είναι άλλο να πηγαίνεις σε ένα γύρισμα και να κάνεις τη δουλειά σου στεγνά και απρόσωπα και άλλο να σου λέει ο διευθυντής φωτογραφίας “ξάφνιασέ με!”, προκειμένου να κάνει και αυτός καλύτερα τη δική του δουλειά». Για τον Μάικλ Φασμπέντερ το σωστό γύρισμα είναι κάτι σαν χορός εκπλήξεων, επειδή μόνον έτσι θα βρεθεί και ο θεατής της ταινίας μπροστά σε μια έκπληξη. Κάτι που μου κάνει επίσης εντύπωση σε αυτόν είναι η ελευθερία που έχει ανάγκη ακόμη και στα διαλείμματα, ανάμεσα στα γυρίσματα. «Είναι απαραίτητο να διασκεδάζεις ανάμεσα στις λήψεις – όχι πάντα, αλλά κάποιες φορές – επειδή κατ’ αυτόν τον τρόπο πηγαίνεις στην επόμενη λήψη με φρεσκάδα» λέει και σκέφτομαι πόσο δίκιο θα πρέπει να έχει. Για τον Φασμπέντερ άλλωστε, οι πολλές λήψεις δεν είναι κάτι αρνητικό, γιατί μπορούν να βελτιώσουν την ερμηνεία. «Αλλιώς αντιλαμβάνεσαι τον περίγυρό σου χαλαρός και αλλιώς υπό πίεση». Και όλα αυτά από έναν πνευματώδη μεν, αλλά όχι ιδιαίτερα αναλυτικό άνθρωπο. Αν τον ρωτήσει κανείς για τη μέθοδο που ακολουθεί όταν παίζει, η απάντησή του είναι «το σενάριο. Δουλεύω πολύ με το σενάριο», λέει, «θα χρειαστεί να το διαβάσω περί τις 250 φορές για να νιώσω ότι πατώ σταθερά στα πόδια μου. Μόνον από το σενάριο μπορείς να πλάσεις τον ήρωά σου, να τον κάνεις κτήμα σου». Του αρέσει να παίζει με τους ήρωές του για να τους μαθαίνει καλύτερα. Φτιάχνει ερωτήσεις γύρω από τον κάθε ήρωα που αναλαμβάνει και κάνει λίστες με τα χαρακτηριστικά του. Στη συνέχεια κοιτάζει τη λίστα και προσπαθεί να δει σε τι υστερεί και τι κατέχει. Δουλεύει περισσότερο σε αυτά που υστερεί. «Είναι σαν να κατασκευάζω μια μικρή βιογραφία του» λέει. «Τι του αρέσει να τρώει για πρωινό; Τι δουλειά κάνουν οι γονείς του; Είχε κλίση προς τον αθλητισμό όταν ήταν μαθητής; Η πρόκληση είναι πάντα να μην προδώσεις τους ανθρώπους με τους οποίους συνεργάζεσαι και έχουν επενδύσει σε σένα. Και κυρίως να μην προδώσεις την ιστορία που έχεις κληθεί να πεις».
Το σενάριο της «Ντροπής», άλλωστε, ήταν αυτό που κατ’ αρχάς τον άγγιξε. Βρήκε κοινά σημεία με τον Μπράντον, θεώρησε ότι η ιστορία είχε κάτι ουσιαστικό να πει για την τεράστια σεξουαλική απελευθέρωση, μα και την αποξένωση των καιρών μας. Δίνει το παράδειγμα της εποχής της δικής του εφηβείας, όταν ως νεαρός πήγαινε να αγοράσει ένα ερωτικό περιοδικό και πρώτα «σκανάριζε» όλο το κατάστημα μη τυχόν και τον δει κανείς. «Μετά, πλησίαζα με ντροπή στο ταμείο. Σήμερα δεν τίθενται τέτοια θέματα, γιατί με το που μπαίνεις στο Ιnternet έχεις πρόσβαση σε ό,τι θες. Αυτή η ευκολία πρόσβασης που δεν έχει να κάνει μόνο με το σεξ, αλλά με τα πάντα στη ζωή μας, έχει διαμορφώσει τον χαρακτήρα μας. Ο βομβαρδισμός της πληροφόρησης από όλες τις πλευρές δημιουργεί άγχος, πρέπει να έχουμε ένα συγκεκριμένο ύφος, να είμαστε ντυμένοι με έναν συγκεκριμένο τρόπο, πρέπει ντε και καλά να αγοράζουμε αυτά τα αντικείμενα που μας δίνουν ευτυχία».
Χωρίς ποτέ αυτό να γίνεται με πορνογραφικό τρόπο, στην «Ντροπή» ο Στιβ Μακ Κουίν έχει κινηματογραφήσει τον Φασμπέντερ εντελώς γυμνό. Τον βλέπουμε να κυκλοφορεί γυμνός μέσα στο σπίτι, να πηγαίνει στην τουαλέτα, να κάνει σεξ. Αλλά το καθετί γίνεται με τόση φυσικότητα, που ποτέ δεν ενοχλεί. «Οι σκηνές γυμνού είναι πάντα δύσκολες», λέει ο ίδιος, «ντρέπεσαι μέσα σου και είναι φυσικό. Δεν τις συζήτησα όμως ποτέ με τον Στιβ, τον άφησα να κάνει αυτό που έπρεπε να κάνει και να το διαχειριστεί όπως εκείνος ήθελε. Το δυσκολότερο πράγμα για έναν ηθοποιό που μοιράζεται με συναδέλφους σκηνές σεξ είναι να δείξει ότι δεν θέλει να εκμεταλλευτεί την κατάσταση στην οποία βρίσκονται. Και πάλι, θα πρέπει να έχεις το μυαλό σου στραμμένο στο σενάριο και σε αυτό που απαιτείται από σένα».