Οι ομάδες των σφαγέων εισορμούσαν παντού, κατέσφαζαν τους πάντες, λεηλατούσαν τα σπίτια τους… Δεν σπλαχνίσθηκαν ούτε τις γυναίκες, ακόμα και τις έγκυες: με τα μαχαίρια τους, έσκιζαν τις κοιλιές τους, αποσπούσαν τα έμβρυα και τα εκσφενδόνιζαν στους τοίχους… Ολη τη νύχτα κράτησε η σφαγή… Αμέτρητα ήταν τα θύματα και, ανάμεσά τους, πολλοί που δεν είχαν καμιά σχέση με θρησκευτικές διενέξεις αλλά, μέσα στο χάος, οι εχθροί τους βρήκαν την ευκαιρία να τους εξοντώσουν…».
Θα νομίζετε πως πρόκειται για μιαν ακόμα περιγραφή της πρόσφατης (29.8) αποτρόπαιης σφαγής 300 χωρικών από φανατικούς μουσουλμάνους, στην επαρχία Ραΐς της Αλγερίας. Αλλά όχι. Η φονική μανία που διεκτραγωδεί το πιο πάνω κείμενο, είναι παλιότερη κατά 425 χρόνια. Επειτα, δεν εξαπολύθηκε στην «άγρια» Αλγερία, αλλά στην πολιτισμένη από τότε Γαλλία. Τέλος, τα θύματά της δεν περιορίστηκαν στον «πενιχρό» αριθμό των 300, αλλά έφτασαν τις 5.000 στο Παρίσι κι άλλες 30.000 στην επαρχία.
Γιατί τη θυμήθηκα, λοιπόν; Μα επειδή το αλγερινό και το γαλλικό δολοφονικό όργιο έχουν ένα κοινό παρονομαστή: τον θρησκευτικό φανατισμό, που κρύβει πολιτικά ελατήρια.
Οπως μαντέψατε, το κείμενο που παράθεσα, αναφέρεται στη φρικιαστική εκείνη «Νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου» (23 προς 24 Αυγούστου και τότε τού 1572), όπου οι καθολικοί κατακρεούργησαν τους διαμαρτυρόμενους-καλβινιστές, τους λεγόμενους Ουγενότους (Huguenots, από το Eygenet, γερμ. Eidgenossen, «ομοσπονδιακοί», επειδή προέρχονταν από την ομοσπονδιακή Γενεύη). Η αθρόα «εισαγωγή» τους στη Γαλλία ανησύχησε τους καθολικούς και προκάλεσε άγριους διωγμούς των «αιρετικών».
Φυσικά, αιτία των διώξεων αυτών και του θρησκευτικού πολέμου, δεν ήταν μόνο η θρησκευτική μισαλλοδοξία αλλά, προπάντων, η αντιμαχία για τη βασιλική και κάθε εξουσία.
Ηγερία και «στραταρχίνα» των καθολικών ήταν η φοβερή Αικατερίνη των Μεδίκων, που κυβερνούσε ουσιαστικά τη χώρα, μια και ο βασιλογιός της Κάρολος Θ’ ήταν ανήλικος ου μην αλλά και κουφιοκέφαλος (Οι «βασίλισσες μητέρες» και οι άνοες γιοι δεν είναι ελληνογερμανική εφεύρεση…) Σύμμαχοι και όργανα της βασιλομαμάς ήταν η συγγενική με τη βασιλεύουσα μεγάλη οικογένεια των Γκιζ. Συγγενείς, όμως, ήταν και οι επιφανέστεροι Ουγενότοι, οι Βουρβόνοι, που κι εκείνοι είχαν βλέψεις στον γαλλικό θρόνο.
Αποτέλεσμα, ανελέητος θρησκευτικός-δυναστικός πόλεμος ανάμεσα στους «ευγενείς αδελφούς», που κράτησε πάνω από 40 χρόνια (1562-1604). «Οικονομικότερος», ο ανάλογος «Πόλεμος των δύο ρόδων» στην Αγγλία του προηγούμενου αιώνα, είχε κρατήσει 30 χρόνια «μόνο» (1455-1487). Οι Γάλλοι ξεπέρασαν τους Αγγλους και σε φρικαλεότητες με τερατώδεις ομαδικές σφαγές, πυρπολήσεις εκκλησιών και χωριών, εξόντωση ολόκληρων συνοικιών, τόσο απ’ τους καθολικούς όσο και απ’ τους καλβινιστές: όποιος είχε, κάθε φορά, το πάνω χέρι, περνούσε τους αντιπάλους διά στόματος μαχαίρας. Και τούμπαλιν…
Η εξάντληση και των δυο πλευρών οδήγησε, το 1570, σε προσωρινή ειρήνη. Για να επισφραγισθεί, μάλιστα, η «συμφιλίωσή» τους, ο βασιλιάς Κάρολος έδωσε την αδερφή του Μαργαρίτα για γυναίκα στον Ερρίκο, βασιλιά της Ναβάρρας και αρχηγό των Ουγενότων. Χαράς ευαγγέλια, λοιπόν – και, για να γιορτάσουν τον γάμο και την ειρήνη, συγκεντρώθηκαν στο Παρίσι κάπου 12.000 «έγκριτοι» καλβινιστές. Και αυτή η μοναδική σύναξη έδωσε την ευκαιρία στη χαρίεσσα Αικατερίνη και τους συνεργούς της ν’ αποδυθούν στη μια κι έξω εξόντωση των έτοιμων προς σφαγήν αντιπάλων τους. Εφ’ ω και ο υμέναιος Ερρίκου-Μαργαρίτας ονομάστηκε «φονικοί γάμοι»…
Το πιο συγκινητικό σ’ εκείνη τη στυγερή τραγωδία ήταν η… ευσέβεια των σφαγέων.
Αμέσως μετά τη φρικαλέα νύχτα, ο Κάρολος έκοψε αναμνηστικό μετάλλιο μπας και ξεχαστεί το περίλαμπρο κατόρθωμά του! με την επιγραφή: «Θάρρος κατά των αποστατών» και «Η ευσέβεια εξήγειρε την δικαιοσύνην, 24.8.1572»)…
Η ίδια η αρχιμακελλάρισσα Αικατερίνη έγραψε στον (καθολικό, βέβαια) βασιλιά της Ισπανίας Φίλιππο Β’, τα κατανυκτικά τάδε, με τα πέτρινα γαλλικά της, που προσπαθήσαμε να τ’ αποδώσουμε έτσι:
«Κύριε Υιέ μου, Δεν έχω την ελαχίστην αμφιβολίαν ότι δεν θα αισθανθήτε όπως ημείς αυτοί την ευτυχή συγκυρίαν την οποίαν ο Θεός μας προσέφερε το μέσον εις τον Βασιλέα Κύριον υιόν μου να απαλλαγή των υπηκόων του ανταρτών κατά του Θεού και του ιδίου, και είχε την ευαρέσκειαν (ο Θεός) να τον διασώση και ημάς άπαντας εκ της αγριότητος των χειρών των διά το οποίον είμεθα βέβαιοι ότι ευλογείτε τον Θεόν όπως ημείς τόσον διά τα άτομά ημών όσον και διά το μέγα αγαθόν το οποίον θα αποκομίση απάσα η Χριστιανωσύνη και προς υπηρεσίαν και τιμήν και δόξαν του Θεού όπως ελπίζομεν θα γίνουν συντόμως αισθητοί οι καρποί του»1.
Κι έχουν να πουν πως ο παραλήπτης του γράμματος Φίλιππος «ο αγέλαστος», γέλασε για πρώτη φορά στη ζωή του όχι για τα γκραβαρίτικα γαλλικά της επιστολής, αλλ’ από χαρά για τον εξολοθρεμό των «αιρετικών»…
Ακόμα και τους «εστεμμένους», όμως, τους ξεπέρασε ο άρχων της καθολικής Εκκλησίας, ο πάπας Γρηγόριος ΙΓ’ ο θέσει κήρυκας της θρησκείας του «αγαπάτε αλλήλους». Ο οποίος Αγιος Πατήρ, μόλις έμαθε το βδελυρό έγκλημα, διάταξε να φωταγωγηθεί η Ρώμη, να σημάνουν όλες οι καμπάνες, να γίνουν λιτανείες, να ψαλούν δοξολογίες και να κοπεί αναμνηστικό νόμισμα (μανία με τα νομίσματα!). Και έδωσε στον γάλλο πρεσβευτή στην Αγία Εδρα εντολή να διαμηνύσει στον Κάρολο πως «το γεγονός τούτο τού ήτο εκατοντάκις ευχαριστότερον παρά πεντήκοντα νίκαι κατά των Τούρκων»!..
Ενάμιση αιώνα αργότερα, ο Βολταίρος θα γράψει σαρκαστικά στην Ερρικιάδα του: «Τα πάντα νομιμοποιούνται για την εκδίκηση της Εκκλησίας»2!..
Φυσικά, η «νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου» δεν ήταν το πρώτο ούτε το τελευταίο έγκλημα του θρησκευτικού φανατισμού, που περιβάλλει με ιερά άμφια πολιτικές και άλλες σκοπιμότητες. Αμέτρητοι είναι οι πρόγονοι και οι επίγονοί της, με θύματα αλλά και θύτες χριστιανούς και «άπιστους».
Από τα σχολικά κιόλας θρανία, ακούγαμε και ξανακούγαμε για τους διωγμούς των χριστιανών απ’ τους ρωμαίους αυτοκράτορες με αποκορύφωμα το φριχτό «θεατρικό μαρτύριο» της άλλης εκείνης στυγερής νύχτας της 1ης Αυγούστου πάλι του 64 μ.Χ. Τότε που ο Νέρωνας, «θέλοντας να εφαρμόσει τη θηριωδία στην αισθητική και να κάνει τέχνη τα βασανιστήρια»3, έριξε στους χριστιανούς την ευθύνη για τη μεγάλη πυρκαγιά της Ρώμης και οργάνωσε στον Ιππόδρομο ένα πελώριο θέαμα αίματος και φρίκης, όπου εκατόμβες «ενόχων» σταυρώνονταν, κατασπαράζονταν απ’ τα θηρία ή καίγονταν ζωντανοί, για να φωτίσουν την «παράσταση».
Πολύ λιγότερα (ή και τίποτα) μαθαίναμε, όμως, για τους διωγμούς των «εθνικών» απ’ τους χριστιανούς, όταν οι τελευταίοι ήλθον εν τη βασιλεία των, στο Βυζάντιο. Πάντα για την υπεράσπιση (και την εκδίκηση) της Εκκλησίας, οι χριστιανοί καταστρέφανε μανιακά και συστηματικά τους ναούς, τους βωμούς, τα αγάλματα των ειδωλολατρών… «θέουσιν εφ’ιερά, ξύλα φέροντες και λίθους και σίδηρον, οι δε και άνευ τούτων και χείρας και πόδας», όπως έγραφε ο «εθνικός» σοφιστής Λιβάνιος στον αυτοκράτορα Θεοδόσιο Α’4 τον ίδιο Θεοδόσιο, που στάθηκε ο άνωθεν πρωταθλητής των βανδαλισμών, και (γι’ αυτό) ονομάστηκε «μέγας»… Και λίγο αργότερα (419), η Σύνοδος της Καρθαγένης ζητάει από «τους θρησκευτικωτάτους βασιλείς, ώστε τα εγκαταλείμματα των ειδώλων… κελεύσαι (να διατάξουν) παντελώς αποκοπήναι» (να καταστραφούν ολότελα)… «ίνα τα λείψανα της ειδωλολατρείας… παντί τρόπω εξαλειφθώσιν» (Κανόνες η’ και πδ’). Και έτσι, ιερά και βασιλική βουλήσει, «εξαλείφθηκαν» άπειρα αριστουργήματα της ελληνικής και της ελληνιστικής τέχνης…
Αλλά και στον «πόλεμο κατά των αιρέσεων» (Δ’ αιώνας) και στον «πόλεμο των εικόνων», την εικονομαχία (Η’-Θ’ αιώνες), έμψυχα και άψυχα παραδόθηκαν στη φωτιά, στο μαχαίρι, στο τσεκούρι της ένθεης μανίας των ομόθρησκων…
Και οι αφανισμοί, οι σφαγές, οι βανδαλισμοί τελειωμό δεν βρήκαν ποτέ. Εθνικοί κατά χριστιανών, χριστιανοί κατά εθνικών, μωαμεθανοί κατά χριστιανών, χριστιανοί κατά χριστιανών (το ωραιότερο), όλοι στο όνομα του Θεού (τους), δεν βρίσκουν προσφορότερο τρόπο λατρείας παρά την εξαφάνιση των αλλόδοξων από προσώπου Γης. Υψώνουν όλοι μαζί ένα τεράστιο, τερατώδη βωμό, όπου σφαγιάζεται κάθε «άλλος», και όπου εξευτελίζεται, εκβορβορώνεται, αποκτείνεται και αποκτηνώνεται ό,τι πνευματικό και ηθικό έχει κάθε θρησκεία για ν’ αγιοποιηθούν σκοποί υλικότατοι και αρπακτικότατοι, εξουσίας, δύναμης, οφέλους…
1. Documents d’ Histoire Vivante, Editions Sociales 1968, Dossier ΙΙΙ, 42.- 2. La Henriade, 1723, 1728, άσμα V.- 3. Ε. Renan, L’ Antichrist, 1873, σελ. 168.- 4. Λόγος Προς τον Θεοδόσιον τον βασιλέα υπέρ των Ιερών (381), 8.
