Εμβρόντητος ο τραπεζικός υπάλληλος άκουγε τις προάλλες το αίτημα του πελάτη που κατέφθασε στο γκισέ για προσωπικό δάνειο ύψους 50.000 ευρώ! Ηταν λίγες ημέρες μετά την κατάργηση των περιορισμών των 3.000 ευρώ και οι εφημερίδες φιλοξενούσαν πηχυαίους τίτλους όπως «Δάνεια χωρίς όρια». Εκτοτε τα αιτήματα των πελατών έχουν εκλογικευτεί, όπως μαρτυρούν οι τραπεζίτες. Οι ίδιοι όμως λένε ότι η απελευθέρωση της καταναλωτικής πίστης έφερε στα τραπεζικά καταστήματα «καλύτερους» πελάτες, υψηλότερων εισοδημάτων, που ζητούν μεγάλα προσωπικά δάνεια, πελατεία την οποία κρατούσε μακριά το όριο των 3.000 ευρώ, που ικανοποιούσε ελάχιστες ανάγκες. H αύξηση των ορίων και η προσέλκυση πελατών υψηλότερων εισοδημάτων μπορεί να βελτιώνουν την εικόνα των τραπεζών όσον αφορά το ρίσκο που αναλαμβάνουν στην καταναλωτική πίστη. H μη λειτουργία όμως της «λευκής λίστας» του Τειρεσία αυξάνει τους κινδύνους για τράπεζες και ιδιώτες, οι οποίοι ούτως ή άλλως δεν είναι από τους συνεπέστερους Ευρωπαίους στις πληρωμές τους. Το γεγονός αυτό κάνει την Τράπεζα της Ελλάδος να σκέπτεται σοβαρά το ενδεχόμενο να παρέχει η ίδια την απαραίτητη πληροφόρηση.
Από την απελευθέρωση τον περασμένο Ιούνιο ως σήμερα ο μέσος όρος των προσωπικών δανείων έχει υπερτριπλασιαστεί. Σύμφωνα με τους τραπεζίτες, από 2.500 ευρώ έχει φθάσει σε περίπου 8.000 ευρώ. H ποσοτική αυτή αύξηση συνοδεύεται και από «ποιοτικές» αλλαγές. «Τα δάνεια των 3.000 ευρώ» αναφέρεται «απευθύνονταν κατά κύριο λόγο σε όσους είχαν τρομερή οικονομική ανάγκη και δεν είχαν άλλον τρόπο να εξασφαλίσουν το ποσό αυτό. Οσοι ήθελαν περισσότερα χρήματα έπρεπε να απευθυνθούν σε πολλές τράπεζες και με ψευδείς δηλώσεις να πάρουν περισσότερα του ενός δάνεια. Ετσι λίγοι από όσους είχαν τις προϋποθέσεις για υψηλό δανεισμό κατέφευγαν στις τράπεζες. Με την κατάργηση των περιορισμών όμως πελάτες με υψηλότερα εισοδήματα πέρασαν το κατώφλι των τραπεζών».
* Ζητούν και οι πλούσιοι
Σύμφωνα με τα στοιχεία μεγάλης τράπεζας που κυριαρχεί στον χώρο, πριν από την απελευθέρωση στα προσωπικά δάνεια είχαν σαφή υπεροχή τα χαμηλότερα εισοδήματα, δηλαδή ως 5.000-6.000 ευρώ ετησίως. Στην ίδια τράπεζα σήμερα έρχονται πελάτες με μεσαία και υψηλά εισοδήματα της τάξεως των 30.000-70.000 ευρώ. Υπολογίζεται ότι δύο στα δέκα προσωπικά δάνεια που χορηγούνται σήμερα είναι πάνω από 10.000 ευρώ και χορηγούνται σε πελάτες με ετήσιο εισόδημα πάνω από 25.000 ευρώ, δυο-τρία στα δέκα προσωπικά είναι μεσαία δάνεια περί τα 8.000-10.000 ευρώ και χορηγούνται σε πελάτες με εισόδημα από 15.000 ως 25.000 ευρώ και πέντε-έξι στα δέκα δάνεια είναι της τάξεως των 5.000-6.000 ευρώ και χορηγούνται σε πελάτες χαμηλών εισοδημάτων.
* Ανύπαρκτα στοιχεία
Αλλαγές στο κοινωνικο-οικονομικό προφίλ των δανειοληπτών υπάρχουν και στο τομέα των επαγγελμάτων. «Σήμερα βλέπουμε περισσότερους ελεύθερους επαγγελματίες και εμπόρους για την ίδια κατηγορία δανείων που στο παρελθόν κυριαρχούσαν οι μισθωτοί» αναφέρουν οι τραπεζίτες. Επίσης αυξάνεται το ποσοστό των γυναικών που δανειοδοτούνται, εξέλιξη όμως που δεν συνδέεται απαραίτητα με την απελευθέρωση. H σχέση υπολογίζεται 55: 45 υπέρ των ανδρών, όπως όμως επισημαίνεται η τάση είναι να εξισωθεί η ζήτηση μεταξύ των δύο φύλων. Οσον αφορά την ηλικία δεν υπάρχουν διαφοροποιήσεις. Αυτοί που ζητούν προσωπικά και καταναλωτικά δάνεια δύσκολα ξεπερνούν τα 55 έτη. Δυναμικότερες είναι οι ηλικίες στην περίοδο που αρχίζει μια επαγγελματική καριέρα ή μια οικογένεια και κοντά στα πενήντα όταν οι οικογενειακές ανάγκες αυξάνονται από ένα δεύτερο ξεκίνημα (σπουδές, γάμος κτλ.).
Με την απελευθέρωση της καταναλωτικής πίστης γίνεται εντονότερη η ανάγκη λειτουργίας της «λευκής λίστας» του Τειρεσία για την προστασία τόσο των τραπεζών όσο και των νοικοκυριών και ιδιωτών. Χαρακτηριστικό των κινδύνων υπερδανεισμού είναι το γεγονός ότι από τα στοιχεία των δύο μεγαλύτερων τραπεζών στην αγορά της καταναλωτικής πίστης (EFG Eurobank Ergasias και Εθνική) προκύπτει πως η βασικότερη αιτία απόρριψης μιας αίτησης είναι η συναλλακτική συμπεριφορά τού εν δυνάμει δανειολήπτη. Οι δύο αυτές τράπεζες διαθέτουν μεγάλο πελατολόγιο και είναι πολύ πιθανόν να έχουν δανειοδοτήσει στο παρελθόν τον υποψήφιο πελάτη. Ετσι γνωρίζουν πόσο συνεπής στις υποχρεώσεις του είναι. Ο πελάτης που απορρίπτουν όμως είναι πολύ πιθανόν να πάει σε άλλη τράπεζα, που δεν διαθέτει ανάλογη πληροφόρηση, και να πάρει το δάνειο το οποίο ζητάει. Υπολογίζεται ότι οι δύο αυτές τράπεζες απορρίπτουν περίπου μία στις τρεις αιτήσεις που δέχονται.
Γίνεται λοιπόν αντιληπτό ότι σε μια απελευθερωμένη αγορά η λειτουργία της «λευκής λίστας» του Τειρεσία, στην οποία καταχωρίζονται πληροφορίες για τη συναλλακτική συμπεριφορά των δανειοληπτών, είναι απαραίτητη για την προστασία όλων: τόσο του τραπεζικού συστήματος όσο και των ιδιωτών. «Πολλοί θα τα είχαν καταφέρει μια χαρά και χωρίς δάνειο. Ανοίχθηκαν όμως με πρόσθετο δανεισμό και στο τέλος έχουν πρόβλημα και οι ίδιοι και οι τράπεζες» αναφέρουν τραπεζικά στελέχη που είναι σε θέση να γνωρίζουν λεπτομέρειες για τα οικονομικά νοικοκυριών τα οποία κατέφυγαν στην τράπεζα για αναχρηματοδότηση των χρεών τους.
Βασικός λόγος της μη λειτουργίας του «λευκού» Τειρεσία θεωρείται η θέση της Αρχής Διαχείρισης Προσωπικών Δεδομένων, η οποία απαιτεί τη συγκατάθεση των δανειοληπτών για την καταχώριση των στοιχείων των δανείων τους στο αρχείο του Τειρεσία. Αυτό έχει αποτέλεσμα: πρώτον, να μην μπορούν να καταχωρηθούν δεδομένα που αφορούν παλαιότερα δάνεια και, δεύτερον, η πληροφόρηση που παρέχεται από τα νέα δάνεια να είναι ελλιπής.
* H Τράπεζα της Ελλάδος
Θεωρείται λοιπόν ότι για την προστασία ιδιωτών και τραπεζών η Τράπεζα της Ελλάδος ως εποπτεύουσα Αρχή του τραπεζικού συστήματος θα πρέπει να πάρει πρωτοβουλία και να αναλάβει η ίδια τον ρόλο της παροχής πληροφοριών στα πιστωτικά ιδρύματα για τη συναλλακτική συμπεριφορά των πελατών τους.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της κεντρικής τράπεζας, οι Ελληνες δεν είναι από τους συνεπέστερους δανειολήπτες την Ευρώπη. Το ποσοστό των δανείων σε καθυστέρηση από τρεις ως 12 μήνες είναι περί το 8%, ποσοστό αρκετά υψηλό για τα διεθνή δεδομένα. H τάση βεβαίως είναι το ποσοστό αυτό να μειωθεί και να πλησιάσει στο υψηλότερο αποδεκτό όριο του 6% καθώς τα μεγάλα προσωπικά δάνεια που χορηγούνται με ή χωρίς εξασφάλιση σε πελάτες με υψηλά εισοδήματα διορθώνουν την εικόνα, χωρίς όμως να λύνουν το πρόβλημα. Οι καθυστερήσεις είναι υψηλότερες στα προσωπικά δάνεια και στις κάρτες (4%-11%) και μικρότερες στα αυτοκίνητα δάνεια (0,5%-3%).
