Gerhard Richter

εικαστικά Gerhard Richter Μεταμοντερνισμός και αθωότητα Εξονυχιστική λεπτομέρεια και αυθάδης αφαίρεση από τον μεγάλο γερμανό ζωγράφο στην αναδρομική έκθεσή του στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης Ο ΓΚΕΡΧΑΡΝΤ ΡΙΧΤΕΡ γεννήθηκε στη Δρέσδη το 1932. * Τελείωσε το σχολείο το 1948 και ξεκίνησε να μαθητεύει ως βαφέας σκηνικών στο Τζίταου. * Το 1950 έκανε αίτηση εισαγωγής στην Ακαδημία Καλών Τεχνών

Gerhard Richter

Μεταμοντερνισμός και αθωότητα





Ο ΓΚΕΡΧΑΡΝΤ ΡΙΧΤΕΡ γεννήθηκε στη Δρέσδη το 1932.


* Τελείωσε το σχολείο το 1948 και ξεκίνησε να μαθητεύει ως βαφέας σκηνικών στο Τζίταου. * Το 1950 έκανε αίτηση εισαγωγής στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Δρέσδης αλλά δεν έγινε δεκτός. * Το 1951 ζωγράφισε πολιτικά πανό. * Εκανε ξανά αίτηση στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Δρέσδης το 1952 και αυτή τη φορά τον δέχθηκαν. Σπούδασε εκεί για τα επόμενα τέσσερα χρόνια. * Το 1957 παντρεύτηκε τη Μαριάν Οϊφίνγκερ. * Το 1961 διέφυγαν στο Δυτικό Βερολίνο λίγους μήνες προτού ανεγερθεί το Τείχος. * Το 1962 ο Ρίχτερ εξέθεσε έργα του για πρώτη φορά στη Δυτική Γερμανία, στην γκαλερί Junge Kunst. * Το 1964 έκανε την πρώτη του ατομική έκθεση στην γκαλερί Schmela του Ντύσελντορφ. * Το 1970 επισκέφθηκε τη Νέα Υόρκη. * Το 1971 έγινε καθηγητής στην Ακαδημία Καλών Τεχνών του Ντύσελντορφ. * Στην Μπιενάλε της Βενετίας του 1972 εξέθεσε τις «48 προσωπογραφίες». * Το 1983 μετακόμισε στην Κολονία. * Το 1988 ζωγράφισε τη σειρά «18 Οκτωβρίου 1977» για τους τρομοκράτες Μπάαντερ – Μάινχοφ. * Το 1993 η αναδρομική έκθεση του Ρίχτερ περιόδευσε στο Παρίσι, στη Βόννη, στη Στοκχόλμη και στη Μαδρίτη. * Το 1997 απονεμήθηκε στον Ρίχτερ ο Χρυσούς Λέων της Μπιενάλε της Βενετίας.


ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ, ΜΑΡΤΙΟΣ.


Το «αθώο» βλέμμα έχει χαθεί για πάντα. Τουλάχιστον αυτή ήταν ίσως η βασικότερη, η πιο οριστική διακήρυξη της νέας ιστορίας της τέχνης. Δεν μπορούμε πια να βλέπουμε τα πράγματα όπως είναι, γι’ αυτό που είναι και μόνο, αποποιούμενοι τις επιπτώσεις που έχουν σε άλλα πράγματα. Ο πλουραλισμός, ο πολυπολιτισμός, η σύγχρονη τεχνολογία και πάνω από όλα η σύγχρονη – new age – πολιτική έχουν καταστήσει την «αθωότητα» ένα μη-ον, καταδικασμένο να ανήκει στο παρελθόν. Τον 17ο αιώνα ένα γυμνό μπορούσε να είναι απλώς ένα γυμνό. Δεξιοτεχνικό ή αδέξιο, ανάλογα με το αν ήταν του Τισιανού ή κάποιου μιμητή. Ταλαιπωρημένο ή φρέσκο και δροσερό, ανάλογα με το αν απεικόνιζε τη Μαγδαληνή ή την Αφροδίτη. Σήμερα ένα γυμνό είναι ένα σχόλιο πάνω στη θέση της γυναίκας, πάνω στην ομοφυλοφιλία ή πάνω στην ιστορία του γυμνού ως ζωγραφικής σύμβασης. Ποιος εκτίθεται; Ποιος κοιτάζει; Ποιος είναι «ο άλλος»; Πρόκειται για πορνογραφία; Για καταδίκη της πορνογραφίας; Περί τίνος πρόκειται, τέλος πάντων;


Κανένας δεν γλιτώνει από το «περί τίνος πρόκειται;». Είναι η κατάρα της εποχής. (Μου θυμίζει αυτό που είχε γράψει ο Τομ Γουλφ σε εκείνο το ξεκαρδιστικό βιβλίο «The Painted Word»: «Σήμερα δεν μπορώ ούτε καν να δω έναν πίνακα χωρίς μια θεωρία να τον συνοδεύει!..»). Μπορούμε να επιλέξουμε να δούμε κάτι ιστορικά ή μπορούμε να επιλέξουμε να το δούμε δομικά, δεν μπορούμε όμως να επιλέξουμε απλώς να το δούμε.


Αμφιβάλλω αν υπάρχει άλλος ζωγράφος που να έχει σαρκάσει τόσο πολύ το «περί τίνος πρόκειται;» όσο ο Γκέρχαρντ Ρίχτερ. Εξονυχιστική λεπτομέρεια και αυθάδης αφαίρεση, γλυκές νεκρές φύσεις και αυστηρές προσωπογραφίες, βαριά, ανεικονικά, γκρίζα impasti, τρυφερά χιονισμένα τοπία, όλα μαζί, φαινομενικά χωρίς συνέπεια στην πρόθεση, στη μορφή ή στο ύφος. Τη μια ζωγραφίζει τον «Θείο Ρούντι» με τη ναζιστική στολή, την άλλη μια θαλασσογραφία γεμάτη λυρισμό· τη μια τον Φραντς Κάφκα ασπρόμαυρο, σαν φωτογραφία ταυτότητας, την άλλη έναν εκρηκτικό, πολύχρωμο, αφηρημένο πίνακα που θα τον ζήλευε και ο Χανς Χόφμαν (ο τόσο «συμπαθητικός» δάσκαλος των αμερικανών αφηρημένων).


Ο μεταμοντερνισμός αγάπησε πολύ τον Γκέρχαρντ Ρίχτερ. Μολονότι σχεδόν άγνωστος στη χώρα μας, ο Ρίχτερ τροφοδότησε τη μεταμοντερνιστική κριτική θεωρία και παρέσχε έδαφος για πληθώρα διακηρύξεων, όπως το ξακουστό άρθρο του κριτικού Ντάγκλας Κριμπ «Το τέλος της ζωγραφικής». Σε αυτό το άρθρο ο Κριμπ διεκήρυττε ότι το μόνο που δύναται πλέον να κάνει ένας ζωγράφος είναι να μιμείται τις «κινήσεις» της ζωγραφικής έτσι ώστε να την «εμπλέξει κριτικά» και να αποδείξει τη ματαιότητά της. Αυτή η ιδέα ταλάνισε τα κριτικά πράγματα για πολλά χρόνια. Νομίζω ότι στη διάρκεια της δεκαετίας του 1990 η φράση που άκουγε κανείς πιο συχνά ήταν «η ζωγραφική είναι νεκρή». Η ζωγραφική δεν ήταν πια της μόδας και η εννοιοκρατία φάνταζε ο μόνος δρόμος ακόμη και για όσους επέμεναν στις μπογιές και στα πινέλα. Τελικά ήταν αποδεκτό να ζωγραφίζει κανείς, αρκεί να μην το έκανε «αθώα»· αρκεί να στοιχειοθετούσε κάποιο εννοιακό σχόλιο, κατά προτίμηση κοινωνιολογικής φύσεως. Εκτοτε όλοι ξαγρυπνούμε πάνω από το νεκροκρέβατο της ζωγραφικής περιμένοντάς την να ξεψυχήσει.




«Αυτό είναι υποθετικό και αλαζονικό» λέει ο Ρίχτερ σε μια συνέντευξή του στον κριτικό Ρόμπερτ Στορ. «Από αυτή την άποψη τίποτε δεν έχει νόημα. Το να πας για ψώνια είναι ηλιθιότητα. Ακόμη και το να ταΐσεις τα παιδιά σου είναι ηλιθιότητα. Δεν έχει σημασία αν πρόκειται για ζωγραφική ή για μερεμέτια στην αυλή σου, τα περισσότερα πράγματα είναι τόσο ασήμαντα που δεν μπορείς καν να τα αντικρίσεις. Πρέπει να πιστεύεις ότι κάτι έχει νόημα για να το κάνεις. (…) Συχνά έχω σκεφθεί: “Αυτό είναι το τέλος μου”. Σε κάθε κρίση σκέφτομαι: “Τελείωσε για εμένα, αλλά όλα τα άλλα θα συνεχίσουν”. Ποτέ δεν γενίκευσα λέγοντας: “Αυτό είναι το τέλος της ζωγραφικής”. Μολονότι συνειδητοποιούσα ότι η ζωγραφική δεν τα πήγαινε και τόσο καλά κάποιες περιόδους, αντιλαμβανόμουν αυτές τις περιόδους ως διαλείμματα».


Ας μου επιτραπεί λοιπόν και εμένα – έστω και αν αμέσως βρεθεί κάποιος να μου υποδείξει το ουτοπικό της σκέψης μου – να υποστηρίξω την «αθωότητα». Η έκθεση στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης είναι αριστούργημα! Από την πρώτη στιγμή που ανεβαίνει κανείς στον δεύτερο όροφο και βρίσκεται αντιμέτωπος με τον «Θείο Ρούντι», η διεισδυτική ευαισθησία του γερμανού ζωγράφου τον εντυπωσιάζει, τον γοητεύει, τον τρομάζει και τον ηρεμεί. Οι μεταπτώσεις είναι συνταρακτικές. Τη μια στιγμή βλέπεις τα συμμαχικά αεροπλάνα να βομβαρδίζουν, την άλλη χάνεσαι στην προσωπογραφία μιας γυναίκας με το παιδί της (δεν νομίζω ότι υπάρχουν πολλοί σύγχρονοι ζωγράφοι που να έχουν καταπιαστεί με μια εικονογραφία που να θυμίζει τόσο πρόδηλα «Παναγία και Θείο Βρέφος»). Στη μια αίθουσα υπάρχουν οι πίνακες της σειράς «18 Οκτωβρίου 1977», η οποία αναφέρεται στους ύποπτους θανάτους των τρομοκρατών Μπάαντερ – Μάινχοφ. Και στην άλλη υπάρχουν αφηρημένοι πίνακες τόσο πλούσιοι, τόσο «επίπεδοι», τόσο «ζωγραφικοί»… Και πάνω από όλα υπάρχει το «Διαβάζοντας»· αυτό το σαγηνευτικό φως στο σβέρκο της κοπέλας, αυτός ο απόλυτος έλεγχος του υλικού (είπε κανείς «Βερμέερ»;) που ταξιδεύει στην επιφάνεια από άκρη σε άκρη και αναδίδει μια αίσθηση σχεδόν ερωτική.


Ο Γκέρχαρντ Ρίχτερ είναι μεγάλος ζωγράφος. (Ναι, σαν εκείνους, τους άλλους, τους παλιούς…) Μόνο που πρέπει να τον δει κανείς «αθώα». Ισως όσο «αθώα» βλέπει ο ίδιος τον εαυτό του: «Πολλοί λένε: “Ο Ρίχτερ έχει να κάνει με το φως”. Ποτέ δεν κατάλαβα για ποιο πράγμα μιλάνε. Ποτέ δεν με ενδιέφερε το φως. Το φως είναι εδώ και το ανάβεις ή το σβήνεις. Δεν ξέρω ποια είναι “η προβληματική του φωτός”. Βεβαίως υπάρχει φως εδώ. Χωρίς φως δεν θα βλέπαμε ο ένας τον άλλον».


Η αναδρομική έκθεση «Gerhard Richter: Forty Years of Painting» στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης (11 West 53rd Street, μεταξύ των Fifth και Sixth Avenues, τηλ. 001 212 7089.400) θα διαρκέσει ως τις 21 Μαΐου.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.
Exit mobile version