Σύμφωνα με δημοσιεύματα του διεθνούς Τύπου, εν όψει του πολέμου στο Ιράκ η Βαγδάτη ζούσε για μήνες μια πρωτοφανή άνθηση της αγοράς ακινήτων. Οι προσδοκίες για ευνοϊκότερες συνθήκες ανάπτυξης μετά τον πόλεμο υποτίθεται ότι ήταν η αιτία αυτού του επενδυτικού πυρετού. Ο ενημερωμένος έλληνας αναγνώστης τέτοιων ειδήσεων δεν μπορεί ενδεχομένως να αποφύγει κάποιους μελαγχολικούς συνειρμούς. Μήνες μόνο πριν από την Καταστροφή της Σμύρνης, τον Αύγουστο του 1922, δημοσιεύοταν σε ελληνικές εφημερίδες αγγελίες που διαφήμιζαν μεγάλες ευκαιρίες τοποθέτησης χρημάτων σε ακίνητα της μικρασιατικής πόλης. Μετά την πυρκαγιά και τον εξανδραποδισμό που ακολούθησε, τα ακίνητα για τα οποία γινόταν λόγος δεν ξαναϋπήρξαν στον χάρτη ποτέ. Υπάρχει τελικά μετά θάνατον ζωή για τις πόλεις ύστερα από μια καταστροφή, και αν ναι, τι είδους είναι αυτή;
Το βιβλίο Out of Ground Zero. Case studies in Urban Reinvention ασχολείται με αυτά τα ζητήματα. Μετά την τραγωδία των Δίδυμων Πύργων στη Νέα Υόρκη, το Temple Hoyne Buell Center for the Study of American Architecture, Columbia University διοργάνωσε έναν κύκλο διαλέξεων με θέμα την ανάδραση διαφόρων μεγαλουπόλεων σε «συμφορές» και το πέρασμά τους από την καταστροφή στην αναζωογόνηση και στην ανάπτυξη. Το βιβλίο Out of Ground Zero είναι μια συλλογή δοκιμίων που συμπεριλαμβάνει το σύνολο των σχετικών διαλέξεων. Οι αναφορές είναι ευρύτατες: οι πόλεις που εξετάζονται αφορούν τις περισσότερες ηπείρους και τις πιο χαρακτηριστικές φάσεις της εποχής της νεωτερικότητας.
Ιστορίες αισιοδοξίας
Η περίπτωση του σεισμού των 9 ρίχτερ στη Λισαβόνα – όπως παρουσιάζεται από τον Kenneth Maxwell – αφορά μια από τις μεγαλύτερες φυσικές καταστροφές της πρόσφατης ευρωπαϊκής ιστορίας (1755). Η Λισαβόνα πάντως όχι μόνο δεν έσβησε από τον χάρτη αλλά χτίστηκε από την αρχή με βάση τη λογική του Διαφωτισμού, οπότε η πορτογαλική πρωτεύουσα μεταμορφώθηκε από καθυστερημένη και μεσαιωνική σε μια σύγχρονη αστική και εμπορική πόλη. Στην περίπτωση του Σικάγου – όπως περιγράφεται από τον Ross Miller – η καταστροφή οφείλεται στη Μεγάλη Πυρκαγιά (1871): 1.800 οικοδομικά τετράγωνα κάηκαν και 90.000 άνθρωποι έμειναν άστεγοι. Το Σικάγο ήταν στο επίκεντρο του ραγδαία αναπτυσσόμενου αμερικανικού καπιταλισμού, οπότε τον χορό της ανοικοδόμησης έσυραν οι δυνάμεις της «ιδιωτικής πρωτοβουλίας». Η περιοχή της πόλης θεωρήθηκε ως «tabula rasa» και ακολούθησε μια φρενίτιδα ανέγερσης νέων – αλλά χαμηλής ποιότητας – κτιρίων, στη διάρκεια της οποίας «φτιάχτηκαν μεγάλες περιουσίες». Στη δεύτερη και ωριμότερη φάση της ανοικοδόμησης, οπότε οι φθηνοκατασκευές είχαν δείξει τα όριά τους, έκαναν την εμφάνισή τους οι περίφημοι ουρανοξύστες του Σικάγου, απαστράπτοντα σύμβολα μιας νέας εποχής.
Ο κύκλος των «ιστοριών αισιοδοξίας» ολοκληρώνεται με την εξιστόρηση από τον Han Meyer και τον Alan Powers της ανοικοδόμησης του ολλανδικού Ρότερνταμ και του αγγλικού Πλίμουθ αντιστοίχως που καταστράφηκαν από τους γερμανικούς βομβαρδισμούς κατά τη διάρκεια του Β´ Παγκοσμίου Πολέμου. Στην περίπτωση αυτών των πόλεων, η ανοικοδόμησή τους δεν αφορούσε μόνο τις ίδιες, αλλά την αντιμετώπιση μιας καταστροφής σε πανεθνική κλίμακα – ιδίως στη Βρετανία. Ο «γκρίζος μοντερνισμός», που έδωσε τον τόνο στις μεταπολεμικές βρετανικές πόλεις, μπορεί να σχετίζεται και με το ζήτημα των διαθέσιμων πόρων για τη διαχείριση μιας τόσο εκτεταμένης επιχείρησης. Κατά τα άλλα, επειδή ο άξονας του βιβλίου περιστρέφεται γύρω από «ιστορίες αισιοδοξίας», η αμηχανία περισσεύει στα υπόλοιπα κείμενα που πραγματεύονται τις «τελματωμένες» πόλεις της πρώην Γιουγκοσλαβίας (Milan Prodanovic), τη Χιροσίμα (Carola Hein), αλλά και την Ιερουσαλήμ (Kanan Makiya) και τη Νέα Υόρκη (Max Page).
Το βιβλίο έχει αναμφίβολα αδυναμίες, αφού δεν ασχολείται με κάποια κρίσιμα ζητήματα. Ποιοι είναι, για παράδειγμα, κάθε φορά οι πόροι της ανοικοδόμησης; Ποιο το σύστημα παραγωγής των κατασκευών και η τεχνολογία με την οποία συναρτάται; Ποια είναι η κοινωνία που συγκροτεί την πόλη και ποια η δυναμική των μεταβολών της σε σχέση με τη διαδικασία της ανοικοδόμησης; Και ακόμη, ποια είναι τα χαρακτηριστικά των πόλεων που έχουν τις προϋποθέσεις να αναγεννηθούν «ως φοίνικες από την τέφρα τους»;
Παρά τις αδυναμίες του – κοινές άλλωστε σε μεγάλο μέρος της σχετικής διεθνούς βιβλιογραφίας – το Out of Ground Zero είναι εκ των πραγμάτων ένα πανόραμα περιπτώσεων ανοικοδόμησης μεγάλης κλίμακας και αυτό είναι οπωσδήποτε ενδιαφέρον. Το Out of Ground Zero όμως μπορεί να διαβαστεί και ανάποδα, δηλαδή ως «πανόραμα καταστροφών πόλεων». Το βιβλίο δεν αφορά τη βία που εκδηλώνεται ή υφέρπει με διάφορους τρόπους σε ειρηνικές περιόδους (ο αμερικανός διανοητής Mike Davis κάνει λόγο για «εν δυνάμει εμφύλιο πόλεμο» εξαιτίας της ύπαρξης των γκέτο των μαύρων σε αμερικανικές μεγαλουπόλεις), αλλά την «καταστροφή» – από φυσικές ή ανθρωπογενείς αιτίες (κυρίως τον πόλεμο). Η παράμετρος της «πιθανότητας καταστροφής» ήταν ως τώρα παραμελημένη στη θεωρητική συζήτηση για τις πόλεις. Εμποτισμένα στη θεμελιακή για τη νεωτερικότητα ιδεολογία της συνεχούς και αδιάλειπτης «προόδου», πολλά σχετικά βιβλία ή θεωρίες πραγματεύονται κυρίως τα «κατορθώματα» των πόλεων (τα βήματα που έχουν γίνει προς τα μπρος) ή, έστω, τις δυσκολίες και τα προβλήματα σε σχέση με τα επιθυμητά «οράματα». Η «καταστροφή» όμως – όπως επισημαίνει ο γάλλος διανοητής Paul Virilio, ο οποίος κατ’ εξοχήν εισήγαγε αυτή την έννοια στον σύγχρονο θεωρητικό λόγο – είναι μεταξύ των δομικών χαρακτηριστικών της «ανάπτυξης». Ο Virilio επισημαίνει χαρακτηριστικά: «Η καινοτομία του πλοίου εισάγει και την καινοτομία του ναυαγίου… Κάθε νέα τεχνολογική εξέλιξη, με το σύστημα των οργάνων και των μηχανών της, εμπεριέχει και την πιθανότητα εμφάνισης νέου τύπου κινδύνων – συναφών με αυτή τη νέα εξέλιξη». («Α Landscape of Events», Συλλογή δοκιμίων, The ΜΙΤ Press). Με αυτή την έννοια, η «καταστροφή» μπορεί να προκληθεί – εκτός από τον πόλεμο – και από τη «σκοτεινή ή πίσω όψη» των μέσων παραγωγής.
Η κρισιμότητα του προβλήματος αφορά το τεράστιο μέγεθος της εν δυνάμει καταστρεπτικότητας στη σημερινή εποχή. Το μέγεθος είναι τεράστιο εξαιτίας τόσο της υψηλής έντασης της τεχνολογίας όσο και του τρόπου οργάνωσης των σύγχρονων πόλεων (υπερσυγκέντρωση πληθυσμού, η φύση των υποδομών κτλ.). Μάλιστα το μέγεθος της καταστρεπτικότητας είναι διαρκώς – πολλαπλασιαστικά – αυξανόμενο. Αρκεί να συγκρίνουμε τις περιπτώσεις της Λισαβόνας (1755) και της Χιροσίμα (1945), όπως περιγράφονται στο Out of Ground Zero, και στη συνέχεια να αναλογιστούμε τις εξελίξεις στο πεδίο της καταστρεπτικότητας από το τέλος του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου ως σήμερα.
Η αναγνώριση της «καταστροφής» ως βαρύνουσας παραμέτρου των εξελίξεων στον σημερινό κόσμο δεν συνεπάγεται ασφαλώς την αποδοχή της «συμφοράς» ως αναπόφευκτης. Η συνειδητοποίηση ότι το άνυσμα της «ανάπτυξης» μπορεί να έχει και αρνητική φορά – εκτός από θετική – πρέπει να συνδυαστεί με την επίγνωση ότι η φορά του ανύσματος εξαρτάται από τη δράση των ανθρώπων. Με αυτή την έννοια, αποκτούν νόημα οι «ιστορίες αισιοδοξίας» του Out of Ground Zero – έστω και αν αυτές αφορούν τη θεραπεία από μια καταστροφή και όχι την αποτροπή της. Οπως και αν διαβαστεί, το βιβλίο μας ανοίγει δρόμους για ωριμότερους προβληματισμούς.
Ο κ. Γ. Μ. Χατζηστεργίου είναι πολιτικός μηχανικός.
