Υψηλότερες μελλοντικές αποδόσεις για όσους επενδύουν με μεγαλύτερο χρονικό ορίζοντα από τις συνηθισμένες τοποθετήσεις
Μπορεί η πρόσφατη κρίση να μην επηρέασε πρακτικά τα ομολογιακά αμοιβαία κεφάλαια εσωτερικού, η άνοδος όμως των βραχυχρόνιων επιτοκίων που σημειώθηκε κατά την κρίση μεταβάλλει τον χρονικό ορίζοντα για τον οποίο η συγκεκριμένη μορφή επένδυσης γίνεται αποδοτική. Κάποιος λοιπόν που επενδύει σε ομολογιακά αμοιβαία με χρονικό ορίζοντα μικρότερο του έτους, ή ακόμη και των δύο ετών, το πιθανότερο είναι η απόδοση που θα επιτύχει σε αυτό το χρονικό διάστημα να είναι μικρότερη αυτής που προσφέρουν άλλες μορφές επενδύσεων ανάλογου επενδυτικού κινδύνου. Απαιτείται δηλαδή μεγαλύτερος χρονικός ορίζοντας για να είναι συμφέρουσες οι επενδύσεις σε ομολογιακά αμοιβαία.
Ο λόγος που συμβαίνει αυτό έχει να κάνει με το γεγονός ότι σήμερα τα επιτόκια για περιόδους ως δύο έτη είναι σαφώς υψηλότερα από αυτά για μεγαλύτερα χρονικά διαστήματα. Και τα χαρτοφυλάκια των ομολογιακών αμοιβαίων αποτελούνται ως επί το πλείστον από μακροχρόνια ομόλογα με χαμηλότερο επιτόκιο από αυτό που προσφέρουν τα διάφορα βραχυχρόνια προϊόντα. Για παράδειγμα, το επιτόκιο των 10ετών ομολόγων της τελευταίας έκδοσης είναι 8,60% έναντι 11% που είναι το επιτόκιο της τελευταίας σειράς ετήσιων εντόκων γραμματίων και 12,55% των αντίστοιχων τίτλων τρίμηνης διάρκειας. Ετσι οι αποδόσεις τους για χρονικό ορίζοντα ως ένα ή δύο έτη είναι δύσκολο να ανταγωνισθούν αυτές των άλλων εναλλακτικών επιλογών ίδιας χρονικής διάρκειας.
Για παράδειγμα, κάποιος που θέλει να επενδύσει με αυτόν τον χρονικό ορίζοντα έχει να επιλέξει, π.χ., ανάμεσα στα έντοκα γραμμάτια του Δημοσίου, τα οποία επί ένα έτος προσφέρουν επιτόκιο 11% ή 9,9% μετά την αφαίρεση του φόρου επί των τόκων, σε διετή αποταμιευτικά ομόλογα, τα οποία προσφέρουν αφορολόγητη απόδοση 10,75%, σταθερή επί δύο χρόνια για όποιον κρατήσει τους τίτλους ως τη λήξη τους, ή να αναζητήσει από τη δευτερογενή αγορά πρόσφατες εκδόσεις τίτλων διάρκειας ως έξι μήνες, που έχουν ικανοποιητικές αποδόσεις, όπως π.χ. το έντοκο τρίμηνης διάρκειας με επιτόκιο 12,55% ή 11,3% μετά την αφαίρεση των τόκων που κυκλοφόρησε στις 16 Οκτωβρίου. Εκτός των κρατικών τίτλων, αποδόσεις της τάξεως του 10%, σε ετήσια βάση, για διάστημα ως τρεις μήνες, μπορεί κάποιος να εξασφαλίσει σε αμοιβαία διαχείρισης διαθεσίμων και σε προθεσμιακές καταθέσεις.
Ωστόσο, για κάποιον που επενδύει με μεγαλύτερο χρονικό ορίζοντα τα ομολογιακά αμοιβαία είναι σε θέση να του αποφέρουν υψηλότερες αποδόσεις στο μέλλον. Και αυτό διότι ενώ ύστερα από ένα χρόνο και τα επόμενα χρόνια, καλώς εχόντων των πραγμάτων και σύμφωνα με αυτά που προβλέπονται στο πρόγραμμα σύγκλισης, τα βραχυχρόνια επιτόκια θα έχουν μειωθεί, το ομόλογο με σταθερό επιτόκιο 8,6% που διαθέτει στο χαρτοφυλάκιό του το ομολογιακό αμοιβαίο θα εξακολουθεί να πληρώνει τόκο με το επιτόκιο αυτό ως τη λήξη του.
Τα αμοιβαία κεφάλαια σταθερού εισοδήματος, τα ομολογιακά, σύμφωνα με τη νέα κατηγοριοποίηση, στοχεύουν στην εξασφάλιση μιας υψηλής ετήσιας απόδοσης, αντίστοιχης ή και μεγαλύτερης των υψηλότερων επιτοκίων της αγοράς. Τα αμοιβαία κεφάλαια αυτού του τύπου επενδύουν σχεδόν αποκλειστικά σε ομόλογα, ομολογίες και άλλους τίτλους σταθερής απόδοσης και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο θεωρούνται τα αμοιβαία κεφάλαια με τον μικρότερο επενδυτικό κίνδυνο, απευθύνονται δηλαδή στον πλέον συντηρητικό επενδυτή.
Είναι προφανές ότι τόσο τα αμοιβαία κεφάλαια σταθερού εισοδήματος όσο και τα αμοιβαία κεφάλαια διαχείρισης διαθεσίμων απευθύνονται σε επενδυτές που δεν είναι διατεθειμένοι να αναλάβουν μεγάλο κίνδυνο, αλλά και που την ίδια στιγμή επιθυμούν μια καλή και σταθερή απόδοση. Είναι πρόδηλο ότι, αν ο επενδυτής δεν επιθυμεί να αναλάβει καθόλου επενδυτικό κίνδυνο, προσανατολίζεται στα ομολογιακά αμοιβαία κεφάλαια, που θα του διασφαλίσουν μια σχεδόν βέβαιη αλλά και την ίδια στιγμή περιορισμένη απόδοση.
Υψηλές αποδόσεις από βραχυχρόνιες τοποθετήσεις
Τα αμοιβαία διαχείρισης διαθεσίμων είναι σε θέση να εκμεταλλεύονται τα υψηλότερα βραχυχρόνια δραχμικά επιτόκια
Τα αμοιβαία κεφάλαια διαχείρισης διαθεσίμων επενδύουν κυρίως σε προϊόντα της χρηματαγοράς και δευτερευόντως σε τίτλους σταθερού εισοδήματος και όχι πάνω από 10% σε μετοχές εταιρειών. Περίπου το 50% του χαρτοφυλακίου τους είναι συνήθως τοποθετημένο σε ομόλογα ελληνικού Δημοσίου και το υπόλοιπο αφορά τοποθετήσεις σε τραπεζικά προϊόντα.
Τα αμοιβαία αυτά απευθύνονται σε επενδυτές με βραχυπρόθεσμο χρονικό ορίζοντα. Ως εκ τούτου είναι σε θέση να εκμεταλλεύονται σήμερα τα υψηλότερα βραχυχρόνια δραχμικά επιτόκια και να αποδίδουν ικανοποιητικές αποδόσεις, γεγονός που τα έχει καταστήσει ιδιαίτερα δημοφιλή. Το 65% περίπου των κεφαλαίων που έχουν τοποθετηθεί σε αμοιβαία κεφάλαια έχουν επενδυθεί σε μερίδια της κατηγορίας αυτής.
Οι εταιρείες διαχείρισης αμοιβαίων κεφαλαίων, σε συνεργασία με τα dealing rooms των τραπεζών, είναι σε θέση μέσω της καθημερινής παρακολούθησης της διατραπεζικής αγοράς να δίνουν κάποιες εκτιμώμενες αποδόσεις, σε καθορισμένα χρονικά διαστήματα, οι οποίες συνήθως ταυτίζονται με τις πραγματικές. Ετσι, όταν οι ενδιαφερόμενοι αγοράζουν μερίδια αμοιβαίων διαχείρισης διαθεσίμων, γνωρίζουν εκ των προτέρων την απόδοσή τους, η οποία ωστόσο δεν είναι σε καμία περίπτωση εγγυημένη.
