Ο Μενέλαος Λουντέμης τού ταίριαξε σε μια ηλικία που (μπορεί να αισθάνεται, αλλά) δεν είναι παιδί. Μικρός, ο Γερμανός (νυν τεχνικός της ελληνικής Εθνικής ποδοσφαίρου) Οτο Ρεχάγκελ δεν μετρούσε τα άστρα, όχι επειδή δεν ήθελε, αλλά επειδή δεν τα έβλεπε. Ο δικός του ουρανός ήταν ή κρυμμένος στα ανθρακωρυχεία «Helene» του Αλντενεσεν γύρω από τα οποία μεγάλωσε και άρχισε να κλοτσάει την μπάλα ή συννεφιασμένος και γεμάτος από θάνατο…
Ο πατέρας του πέρασε σχεδόν όλη του τη ζωή στα ορυχεία και έμαθε στην οικογένεια του ότι η ζωή είναι μια καθημερινή μάχη. Μόλις τρεις μήνες μετά τη γέννηση του Οτο (9.8.1938), το Εσεν έζησε την περιβόητη – για την κτηνωδία των SS – «νύχτα των κρυστάλλων» και στην τρυφερή ηλικία των πέντε ετών, τον Μάρτιο του 1943, βαλάντωνε στο κλάμα, μέσα στην αγκαλιά της μάνας του, ακούγοντας 122.000 εκρηκτικές βόμβες και άλλες 17.000 εμπρηστικές να λυσσομανούν πάνω από την πρωτεύουσα του Ρουρ. Ο άνθρωπος αυτός δεν έγινε, γεννήθηκε σκληρός…
Χαρισματική προσωπικότητα
Τα ποδοσφαιρικά πρωτόλειά του ούτως ή άλλως δεν μαρτυρούσαν έναν καλλιτέχνη της μπάλας. Για να επιβιώσει, έπρεπε να επιστρατεύσει άλλα χαρίσματα, που ούτως ή άλλως του περίσσευαν. Αν επιβίωσε στο γερμανικό πρωτάθλημα, το πέτυχε χάρη στη δύναμη, στην αποφασιστικότητα και στη μαχητικότητά του. Κλασική περίπτωση Γερμανού: έπεφτε πάνω στην μπάλα σαν να ήταν το τελευταίο τάκλιν της ζωής του! Οι φήμες ότι μέσα στα σορτσάκι του κρατούσε και ένα κλαδευτήρι δεν απέχουν από την πραγματικότητα στον βαθμό που για χάρη τους κυκλοφορεί το εξής ανέκδοτο: «Αν δείτε κάποιον εξηνταπεντάρη να κουτσαίνει στους δρόμους του Εσεν, είναι σίγουρα παλαίμαχος επιθετικός και κάποτε προσπάθησε να ντριμπλάρει τον Ρεχάγκελ»!
Ο δικός μας Οτο και ο δικός τους Ρεχακλής, ένα και το αυτό πρόσωπο. Μια ξεχωριστή, χαρισματική προσωπικότητα των ποδοσφαιρικών πάγκων. Πρεσβεύει σε υπερθετικό βαθμό την αξία της δικής του άποψης και την ανάγκη της πειθούς του, όπως ακριβώς διατύπωσε αυτή τη θεωρία ο αμερικανός προπονητής του μπάσκετ Πατ Ράιλι, απευθυνόμενος προς τους εκάστοτε παίκτες του. «There are always, two ways. My way and the highway». Σε απλά ελληνικά: υπάρχουν πάντοτε δύο δρόμοι, ο δικός μου και η λεωφόρος, με τη διευκρίνιση ότι ο δεύτερος δρόμος, αν και πλατύτερος, οδηγεί στην αποβολή από την ομάδα. Καθαροί λογαριασμοί, παστρικές δουλειές…
Κατακτητής με χαμόγελο
Το παιδί του «καπνισμένου τσουκαλιού» του Εσεν αρνήθηκε να συμβιβαστεί με την πραγματικότητα της πόλης που είναι γεμάτη μαύρες γάτες, έστω και αν αυτές γεννήθηκαν άσπρες σαν το γάλα! Μισό αιώνα αργότερα, ο έφηβος που άνοιγε καβγά για ψύλλου πήδημα και εν συνεχεία διακόμιζε τα θύματά του με το ποδήλατο στα πλησιέστερα νοσοκομεία, αποτελεί έναν καθώς πρέπει μεσήλικα, ο οποίος υπήρξε ανέκαθεν οπαδός του «vivere peri colosamente» και ακριβώς αυτές τις ριψοκίνδυνες επιλογές του εξαργύρωσε στις 4 Ιουλίου 2004, όταν αναγορεύθηκε ως o πλέον γοητευτικός και συνάμα… εξωτικός «Fuehrer» στην ιστορία του παγκοσμίου ποδοσφαίρου.
Ο Ρεχάγκελ άλλαξε χώρα, αλλά όχι και απόψεις. Ερχόμενος στην Ελλάδα, το καλοκαίρι του 2001, εξακολουθούσε να πρεσβεύει τα παλιά δόγματά του, που συνοψίζονται στην έννοια του απόλυτου αφεντικού μέσα στα αποδυτήρια. Το λουδοβίκειο «l’etat c’est moi» εκφράζεται ως «ο καθένας μπορεί να λέει ό,τι θέλω»! H απάντησή του στη μάστιγα του αθλητισμού είναι επίσης σαφής: «Ντόπινγκ; Τι να το κάνουν οι ομάδες μου, αφού έχουν εμένα;». Ο ρεαλισμός του φθάνει πάντοτε στα όρια του κυνισμού: «Σε αυτή τη δουλειά υπάρχει μόνο μία αλήθεια: η μπάλα πρέπει να μπει στο τέρμα». Οπαδός τού δωρικού στυλ ποδοσφαίρου, πρέσβευε πάντοτε ότι «υπάρχουν διάφορα ενδιαφέροντα σκορ, αλλά το καλύτερο όλων είναι το 1-0», άλλωστε αυτό το ένα και μοναδικό γκολ οδηγούσε σχεδόν κάθε βράδυ την εθνική ομάδα στον δρόμο προς τον ποδοσφαιρικό παράδεισο.
Παραδοσιακός νικητής
Ακόμη και αν θεωρείται προπονητής με ξεπερασμένες ιδέες, ο Ρεχάγκελ δεν παύει να κρύβει μέσα του μια ιδιοφυΐα, που του επέτρεψε να βγάζει από τη μύγα ξίγκι και να μετατρέπει τα ασχημόπαπα σε κύκνους. Οι επιτυχίες του με τη Βέρντερ Βρέμης και την Καϊζερσλάουτερν αποδεικνύουν του λόγου το αληθές. H αποτυχία του στην Μπάγερν, επίσης! Οπαδός της άποψης ότι αρχή του παντός αποτελεί η γνώση του αντιπάλου, ο 66χρονος μέγας μάγιστρος του Euro 2004 συμπυκνώνει τη φιλοσοφία του σε μια πολύ γλαφυρά διατυπωμένη ιδέα: «Πρέπει να γνωρίζω για κάθε παίκτη στην Ευρώπη τα πάντα, ακόμη και τι άρωμα φοράει». Με αυτή τη λογική, ακόμη και αν δεν ήξερε τι κολόνια προτιμούν ο Ζαγοράκης, ο Τσιάρτας και ο Νικοπολίδης, ο άνθρωπος που είδε χιλιάδες φορές το όνομά του να αποτελεί αντικείμενο ανορθογραφίας (καθώς επί χρόνια τον έγραφαν Rehagel, αντί για Rehhagel, που αποτελεί σύνθεση των λέξεων ελάφι και χαλάζι), φρόντισε όχι μονάχα να τη μάθει, αλλά και να την αποστάξει ο ίδιος!
Μια μέρα ρώτησε στα αποδυτήρια της Εθνικής αν ξέρουν τον Βραζιλιάνο Αϊλτον. «Ναι» του είπαν όλοι με ένα στόμα. «Είναι εκείνος που βάζει πολλά γκολ με τη Σάλκε». Τους ρώτησε τότε γιατί σκοράρει με τέτοια ευκολία, «και επειδή δεν περίμενα απάντηση, συνέχισα μόνος μου: Διότι δεν τον μαρκάρει κανείς. Αν ποτέ παίξουμε αντίπαλοι, θα του κάνω τη ζωή δύσκολη».
Τάδε έφη Ρεχάγκελ, λοιπόν. Αλλά και τάδε έπραξε Ρεχάγκελ. Μεταμόρφωσε την ελληνική ομάδα από ένα συνονθύλευμα παικτών, που δεν έδιναν δεκάρα τσακιστή για τη φανέλα με το εθνόσημο, σε ένα σύνολο περιωπής, που καθ’ οδόν προς την Πορτογαλία έμεινε επί 15 αγώνες αήττητο και ανήγαγε σε επιστήμη την αμυντική συνοχή, τους διακριτούς ρόλους, την αλληλεγγύη, την επικοινωνία και τη συνεργασία. Στην άποψη ότι το μαν του μαν είναι πλέον ντεμοντέ ως αμυντική φιλοσοφία, ο χερ Οτο απαντά «προτιμώ να νικήσω συντηρητικά, παρά να χάσω μοντέρνα» και επικαλείται το παράδειγμα ενός προπονητή της Κολονίας, ο οποίος «αν και προανήγγειλε ότι θα παίξει μοντέρνο ποδόσφαιρο, δεν νίκησε ούτε σε έναν μοντέρνο αγώνα, υποβιβάστηκε μοντέρνα και απολύθηκε μοντέρνα».
Στην Ελλάδα από επιλογή
Λίγες ημέρες μετά το ελληνικό έπος στην Πορτογαλία, η Μαρλένε Ντίτριχ του γερμανικού ποδοσφαίρου (όπως ο ίδιος έχει αποκαλέσει τον Φραντς Μπεκενμπάουερ, υπό την έννοια ότι «είναι ένας παλιός σταρ και πρέπει πάντοτε να τον θαυμάζουμε») του ζήτησε να αναλάβει εν λευκώ την εθνική ομάδα της πατρίδας του εν όψει του Μουντιάλ του 2006. Εφαγε πόρτα όμως! Ακόμη και αν στη συγκεκριμένη περίπτωση ο Ρεχάγκελ κράτησε κάποια μυστικά, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τη διάθεση και τις δυνατότητές του να επανασυναρμολογήσει τη γερμανική μηχανή (την οποία, σύμφωνα με μια παλαιότερη δήλωσή του, «κινούν οι στρατηγοί, διότι λείπουν οι στρατιώτες») υπήρξε απολύτως ειλικρινής στους δεσμούς του με την ελληνική ομάδα: «Τρία χρόνια παρακινώ τα παιδιά να παίζουν με ανοιχτά χαρτιά και να σέβονται ο ένας τον άλλον. Πώς λοιπόν θα τους εγκατέλειπα;».
Με δεδομένη την παραδοχή ότι η εθνική ομάδα σημείωσε έναν θρίαμβο που δεν άξιζε στο ελληνικό ποδόσφαιρο ο Ρεχάγκελ καλείται να συνεχίσει το γαϊτανάκι των υπερβάσεων. Υπακούοντας στα κελεύσματα ενός λαού που τον λατρεύει και ασμένως (δι’ υπουργικών χειλέων) του πρόσφερε την υπηκοότητά του, αλλά και μιας συζύγου-κέρβερου, της περιβόητης Μπεάτε, η οποία του κανόνισε τη δουλειά, ο Ρεχάγκελ έμεινε στην Ελλάδα και θα συνεχίσει το ίδιο βιολί. Θα επιμένει στις δοκιμασμένες λύσεις, θα παίρνει αποφάσεις που μερικές φορές δεν έχουν σχέση με τη λογική, θα ζητεί μετά μανίας από τους παίκτες του να επιδίδονται στο αγαπημένο του «Οτονάτσιο» (ελεγχόμενη επίθεση), θα πολεμάει κάθε στιγμή για την ομάδα του και τα παιδιά του και θα γνωρίζει ότι σε αυτή τη χώρα ισχύει άποψη του συναδέλφου του Χορστ Φραντς: «Τα αγάλματα των προπονητών τα φτιάχνουν από χαρτόνι, για να μπορούν να τα κάψουν γρήγορα».
Και να τον κάψουν όμως, το ίδιο του κάνει. Το πολύ πολύ να ξαναγυρίσει στη μαυρίλα του Εσεν. Ο καμένος τη φωτιά δεν τη φοβάται…
