Μπορεί η πιστωτική κάρτα σας να χρεωθεί με κάποιο χρηματικό ποσό εν αγνοία σας; Μη βιαστείτε να πείτε όχι, γιατί αυτό συνέβη και μάλιστα η υπόθεση έφθασε στα δικαστήρια. Μια «πονηριά» από τους υπευθύνους ιδιωτικής επιχείρησης έφθανε για να φέρει και πάλι στο φως τα «κενά» στο σύστημα ασφαλείας των πιστωτικών καρτών και να θέσει υπό αμφισβήτηση τη «θωράκιση» των λεγόμενων νέων υπηρεσιών του «πλαστικού χρήματος». Κομπίνα ή όχι, τραπεζικοί γίγαντες της χώρας μας σύρθηκαν στα δικαστήρια, «άκουσαν τα εξ αμάξης» από τους δικαστές, οι οποίοι τους «τράβηξαν τα αφτιά», χρησιμοποιώντας σκληρές εκφράσεις για «διασάλευση της εμπιστοσύνης του καταναλωτικού κοινού» και κινδύνους «ευρύτερης κοινωνικής αναστάτωσης και αναταραχής». Και φυσικά επακολούθησε καταδικαστική απόφαση και επιβολή προστίμων. Η απόφαση καθαρογράφηκε την περασμένη εβδομάδα και το σκεπτικό των δικαστών είναι καταπέλτης.
Η υπόθεση που έφθασε στα δικαστήρια με συλλογική αγωγή της Ενωσης Καταναλωτών «Η Ποιότητα Ζωής» (ΕΚΠΟΙΖΩ) άρχισε πέρυσι. Οι υπεύθυνοι μιας εταιρείας «πωλήσεων εξ αποστάσεως», με την επωνυμία Mail Order Services (MOS), βρήκαν μια νέα μέθοδο παράνομη όμως όπως αποδείχθηκε στη συνέχεια για να αυξήσουν τα κέρδη τους αλλά και να προωθήσουν τα προϊόντα τους. Η εταιρεία διέθετε ένα πλούσιο πελατολόγιο, στο οποίο περιλαμβάνονταν και οι αριθμοί των πιστωτικών καρτών όσων είχαν στο παρελθόν εμπορικές σχέσεις μαζί της (δεν διευκρινίστηκε αν είχε στη διάθεσή της και αριθμούς καρτών άλλων καταναλωτών). Αποφάσισε λοιπόν να εκδώσει ένα περιοδικό, το «Εν Οίκω», πιστεύοντας ότι είχε πλέον εξασφαλισμένη πελατεία. Το σχέδιο των υπευθύνων της εταιρείας ήταν απλό αλλά παράλληλα αποδοτικό και ασφαλές.
Προκειμένου να εξασφαλίσει συνδρομητές στο περιοδικό, η εταιρεία πληροφορούσε τους… υποψήφιους πελάτες, μέσω σχετικής επιστολής, ότι τους αποστέλλει τέσσερα τεύχη του περιοδικού «χωρίς να χρειασθεί να κάνουν την παραμικρή κίνηση με μια απλή χρέωση μόνο των 1.800 δραχμών στην κάρτα σας, που αντιστοιχεί στο μισό της συνδρομής». Η συνέχεια έχει σημασία: η εταιρεία σημείωνε στην επιστολή της ότι σε περίπτωση που ο καταναλωτής για οποιονδήποτε λόγο δεν επιθυμούσε να λάβει το περιοδικό, θα έπρεπε να αποστείλει ειδοποίηση τηλεφωνική ή ταχυδρομική εντός ορισμένης προθεσμίας. Σε αντίθετη περίπτωση εθεωρείτο ως συνδρομητής και η εταιρεία χωρίς άλλη «ενόχληση» εισέπραττε από την πιστωτική κάρτα του το ποσό που είχε καθορίσει.
* Η αποκάλυψη της απάτης
Είναι δεδομένο ότι μεγάλο μέρος των καταναλωτών ούτε καν διαβάζουν τα διαφημιστικά φυλλάδια και άλλοι τα αγνοούν πλήρως. Ορισμένοι δε ασχολούνται και πολύ λίγο με τα μικροποσά που αναγράφονται στους τραπεζικούς λογαριασμούς τους. Κάποιοι καταναλωτές με έκπληξη διαπίστωσαν όμως όταν έλαβαν τα εκκαθαριστικά για τις πιστωτικές κάρτες τους από τέσσερις μεγάλες τράπεζες («Το Βήμα» έχει στη διάθεσή του τα πλήρη στοιχεία, καθώς τρεις από αυτές είναι κρατικές), ότι είχαν χρεωθεί με 1.800 δραχμές, χωρίς να το γνωρίζουν. Οι άνθρωποι εξοργίστηκαν. Απευθύνθηκαν στις αρμόδιες υπηρεσίες των τραπεζών και έμαθαν ότι τα χρήματά τους βρίσκονταν ήδη στο χρηματοκιβώτιο της εταιρείας MOS. Στις αρχικές διαμαρτυρίες τους δεν «βρήκαν άκρη» και έτσι κατέφυγαν στην ΕΚΠΟΙΖΩ και στους νομικούς της. Ακόμη και η δικηγόρος κυρία Ανδρομάχη Δεληκωστοπούλου που ανέλαβε την υπόθεση έμεινε έκπληκτη από την «εφευρετικότητα» της εν λόγω εταιρείας.
Ετσι, η υπόθεση έφθασε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκπληκτοι και οι δικαστές παρακολουθούν τις καταγγελίες της πολιτικής αγωγής, που χαρακτηρίζει παράνομη την ενέργεια της MOS: «Χωρίς ουσιαστικά να ερωτηθεί ο καταναλωτής και χωρίς ο ίδιος να έχει εκδηλώσει ενδιαφέρον σχετικό, βρίσκεται να έχει γίνει συνδρομητής στο περιοδικό με το “έτσι θέλω”». Από την εξέταση των στοιχείων προκύπτει όμως και άλλη μια «λαδιά», που αναφέρει η δικηγόρος στο δικαστήριο: «Οι ως άνω επιστολές φθάνουν στους καταναλωτές μετά την παρέλευση της προθεσμίας, που η πρώτη εναγομένη, η MOS, μονομερώς και με τρόπο αυθαίρετο θέτει σε αυτούς προκειμένου να δηλώσουν την τυχόν άρνησή τους στη συνδρομή. (…) Και προβαίνει στη χρέωση της πιστωτικής κάρτας του καταναλωτή». Μεγαλοφυές!
Και τώρα η σειρά των τεσσάρων τραπεζών. Σύμφωνα λοιπόν με την πολιτική αγωγή, «οι εκδότριες της πιστωτικής κάρτας τράπεζες με τη σειρά τους προβαίνουν στη χρέωση της συναλλαγής αυτής στον λογαριασμό του πελάτου – καταναλωτή ζητώντας από αυτόν την καταβολή του αντίστοιχου ποσού. Ο δε καταναλωτής βρίσκεται υποχρεωμένος ουσιαστικά να καταβάλει το ως άνω ποσό, άλλως η τράπεζα θα τον χρεώσει με τα αντίστοιχα ποσά για την καθυστέρηση ή την άρνηση να πληρώσει την οφειλή. (…) Ετσι, καταλήγει ο καταναλωτής να πληρώνει τις χρεώσεις αυτές χωρίς να το επιθυμεί, χωρίς να έχει προβεί στις αντίστοιχες συναλλαγές, αλλά και χωρίς ουσιαστικώς να το συνειδητοποιεί»!!! Ετσι υποστήριξε η δικηγόρος της ΕΚΠΟΙΖΩ με αυτόν τον τρόπο γίνονται και οι τράπεζες «συνεργάτες στις παράνομες ενέργειες» της MOS, καθώς «σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 8 του Ν. 2251/1994, ο παρέχων υπηρεσίες ευθύνεται για κάθε ζημία που προκάλεσε υπαιτίως κατά την παροχή των υπηρεσιών». Παράλληλα, με της ενέργειες της MOS, αλλά και των συγκεκριμένων τραπεζών «παραβιάζεται κατάφωρα η αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων, καθόσον οι καταναλωτές υποχρεώνονται να συναλλαχθούν με μια εταιρεία και να καταβάλουν ένα χρηματικό ποσό εν αγνοία τους και αντίθετα με τις επιθυμίες τους».
Τι υποστήριξαν οι τράπεζες στο δικαστήριο; Ολες είπαν περίπου τα ίδια, αναγνωρίζοντας ότι υπάρχει πρόβλημα, αλλά χωρίς να φταίνε οι ίδιες. Ας αναφέρουμε τους ισχυρισμούς ενός από τους δικηγόρους μεγάλης κρατικής τράπεζας. «Η τράπεζα δεν έχει τρόπο να πληροφορηθεί εκ των προτέρων μια παράνομη συναλλαγή για να την αποτρέψει. Οταν, μάλιστα, η συναλλαγή – παραγγελία γίνεται ταχυδρομικά ή τηλεφωνικά, τότε τα πράγματα δυσκολεύουν περισσότερο. Επομένως η τράπεζα το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να εξασφαλίζει τον πελάτη της από κάθε περίπτωση αυθαίρετης χρέωσης και εφόσον βεβαίως ο τελευταίος φροντίσει να την ενημερώσει σχετικά με το αυθαίρετο της χρέωσης. Η τράπεζά μας ανταποκρίθηκε με το παραπάνω στις συμβατικές της υποχρεώσεις και ενήργησε άμεσα έτσι ώστε οι γενόμενες αυθαίρετες χρεώσεις του ποσού των 1.800 δραχμών να αντιλογισθούν άμεσα».
* Οι «καμπάνες» του δικαστηρίου
Τι λέει όμως το δικαστήριο; Οι δικαστές του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ήταν καταπέλτες. Οι ενέργειες της MOS να χρεώνει τους καταναλωτές είναι παράνομες. «Η παράλειψη απάντησης δεν ισοδυναμεί σε καμία περίπτωση με συναίνεση από πλευράς του καταναλωτή». Και όσον αφορά τις τράπεζες, «στους ουσιώδεις όρους των συμβάσεων προβλέπεται ότι η χρέωση των πιστωτικών καρτών των πελατών τους θα γίνεται βάσει των απαραιτήτων και αναγκαίων παραστατικών που θα πιστοποιούν την ύπαρξη συναλλαγής μεταξύ των πελατών τους και τρίτων επιχειρήσεων». Και το δικαστήριο συνεχίζει: «Στην προκειμένη περίπτωση ελλείπουν τα αναγκαία και απαραίτητα παραστατικά (απόδειξη πώλησης), αφού δεν πραγματοποιήθηκε καμία συναλλαγή μεταξύ των ανωτέρω κατόχων των πιστωτικών καρτών και της πρώτης εναγομένης». Ετσι, το δικαστήριο καταδίκασε όλους τους εναγομένους, τους επέβαλε πρόστιμο 10 εκατομμυρίων δραχμών και φυσικά απαγόρευσε την «άσκηση» παρόμοιων «επιχειρηματικών δράσεων».
Για την ιστορία τώρα… Ουδείς είναι σε θέση αυτή τη στιγμή να εκτιμήσει πόσοι καταναλωτές «παγιδεύτηκαν» στην «προσφορά» του περιοδικού. Ισως αργότερα να μάθουμε όλα τα στοιχεία. Και μια λεπτομέρεια: για τη συγκεκριμένη εταιρεία προκύπτει ότι πρόλαβε τους δικαστές: έχει ήδη καταχωρήσει απόφαση πτώχευσης τον Νοέμβριο του 1997 (αριθμ. 3107/1997) και φέρεται να οφείλει σε πιστωτές της 657 εκατομμύρια δραχμές. Πάντως οι τράπεζες αμφισβητούν την απόφαση και ετοιμάζονται να ασκήσουν έφεση μέσα στο επόμενο 15ήμερο. Τα παραλειπόμενα της δίκης
Στη συγκεκριμένη δίκη δεν τέθηκε μια πολύ σημαντική παράμετρος του ζητήματος. Μήπως ορισμένοι «επιτήδειοι» θα μπορούσαν να «βάλουν χέρι» σε καταλόγους με αριθμούς πιστωτικών καρτών καταναλωτών και να «προωθήσουν την επιχειρηματική τους δράση»; Ασφαλώς στο ερώτημα δεν θα απαντήσουν δημοσίως οι αρμόδιοι των τραπεζών. Οι γνωρίζοντες δεν αποκλείουν όμως κάτι τέτοιο. Στην περίπτωση αυτή προκύπτει σαφώς ένας μεγάλος κίνδυνος για τους κατόχους πιστωτικών καρτών, οι οποίοι πρέπει να «αμυνθούν» ελέγχοντας και τον παραμικρό λογαριασμό, ώστε να μην παγιδευτούν στις «τρύπες» του συστήματος των νέων υπηρεσιών. Ισως και οι τράπεζες πρέπει να προβληματισθούν για να μην «πληρώνουν τα σπασμένα» από τις ενέργειες των «πονηρών».
