Αγχωμένοι και ανασφαλείς οι δικαστές

* Τι αποκαλύπτει έρευνα που πραγματοποίησε το Πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ για τους έλληνες λειτουργούς της Δικαιοσύνης Αγχωμένοι και ανασφαλείς οι δικαστές Τους «τρελαίνουν» ο φόρτος και οι συνθήκες εργασίας, η πολυνομία και η συχνή αλλαγή των διατάξεων ΙΩΑΝΝΑ ΜΑΝΔΡΟΥ Μοιάζουν απρόσιτοι, φαίνεται να έχουν την αυτοπεποίθηση που χρειάζονται και την απόσταση για να κρίνουν τους άλλους. Οι δικαστές και

Αγχωμένοι και ανασφαλείς οι δικαστές

Μοιάζουν απρόσιτοι, φαίνεται να έχουν την αυτοπεποίθηση που χρειάζονται και την απόσταση για να κρίνουν τους άλλους. Οι δικαστές και οι εισαγγελείς, εκείνοι που δικάζουν τα λάθη μας και αποφαίνονται για τις πράξεις και τις παραλείψεις μας, αυτοί τους οποίους εμείς οι πολίτες βλέπουμε με δέος ­ και καμιά φορά με φόβο ­, στην πραγματικότητα δεν διαφέρουν σε τίποτε από τους επαγγελματίες υψηλών απαιτήσεων. Πνιγμένοι στα άγχη και στις ανασφάλειές τους, στις αγωνίες τους και στην προσπάθειά τους να ισορροπήσουν ανάμεσα στον ρόλο του δικαστή και στην καθημερινότητα του επαγγέλματός τους, καταλαμβάνουν μία από τις πρώτες θέσεις στον μακρό κατάλογο του εργασιακού στρες και των συνεπειών του.



Η πρώτη ψυχολογική, πρωτοποριακή πραγματικά, έρευνα στους δικαστές και στους εισαγγελείς, η οποία πραγματοποιήθηκε από το Πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ, έφερε στο φως αποκαλυπτικά στοιχεία για το δικαστικό σώμα. Φώτισε πλευρές των λειτουργών της δικαιοσύνης που ούτε οι ίδιοι υποψιάζονται, καταρρίπτοντας μύθους και παραδοχές αλλά και ανακαλύπτοντας πραγματικότητες άγνωστες και πολλές φορές απογοητευτικές για τη λειτουργία αυτής της εξουσίας στη χώρα μας.


* Η ακτινογραφία του Σώματος


Η έρευνα που πραγματοποιήθηκε με τη μέθοδο των ανώνυμων ερωτηματολογίων σε όλους τους κλάδους της δικαιοσύνης (τους διοικητικούς και πολιτικούς δικαστές και τους εισαγγελείς) λειτούργησε σαν μια καλή ακτινογραφία του δικαστικού σώματος και μας έδωσε τη δυνατότητα να δούμε αυτά που δεν φαίνονται «διά γυμνού οφθαλμού» και να πληροφορηθούμε κρίσιμα και ενδιαφέροντα στοιχεία που ασκούν επιρροή στον τρόπο που απονέμεται η δικαιοσύνη. Γιατί μας ενδιαφέρει αν οι δικαστές αισθάνονται ότι πιέζονται στην άσκηση των καθηκόντων τους, αν αισθάνονται ελεύθεροι και ανεξάρτητοι, αν είναι ή όχι ικανοποιημένοι από τη δουλειά τους, αν συνήθως «ξεπετούν» τις υποθέσεις ή τις προσεγγίζουν με κριτήρια επιστημονικά, αν λειτουργούν ως δημόσιοι υπάλληλοι και όχι ως δικαστές, αν, τέλος πάντων, αυτό που κάνουν το κάνουν με κέφι ή σαν αγγαρεία.


Σε όλα αυτά η έρευνα δίδει απαντήσεις και ο κ. Στ. Αντωνίου, υπεύθυνος για τη διενέργειά της από το βρετανικό πανεπιστήμιο (Σχολή της Εργασιακής Ψυχολογίας), καταθέτει τις εκτιμήσεις του και αναλύει τα συμπεράσματά της.


* Το προφίλ των λειτουργών


Ξεκινώντας με το προφίλ του μέσου δικαστή, έτσι όπως από την έρευνα προκύπτει, θα λέγαμε πώς οι έλληνες δικαστές είναι πιεσμένοι, έχουν πολύ άγχος και ανασφάλεια. Τους «τρελαίνει» ο φόρτος της δουλειάς, οι συνθήκες κάτω από τις οποίες είναι αναγκασμένοι να εργαστούν, η πολυνομία και η συχνή αλλαγή των νόμων και των διατάξεων. Νόμοι του σήμερα που δεν ισχύουν αύριο και διατάξεις του χθες που σήμερα έχουν αλλάξει τους προκαλούν τόσο άγχος και τόση ανασφάλεια, που οι περισσότεροι δηλώνουν ότι δυσκολεύονται να ανταποκριθούν στα καθήκοντά τους.


Αλλά και οι ελλείψεις στην υποδομή (τα δικαστήρια δεν έχουν βιβλιοθήκες ούτε δικαστήρια και μηχανοργάνωση) που τους οδηγεί να παίρνουν την πολλή δουλειά στο σπίτι και να διαβάζουν δικογραφίες μαζί με τα παιδιά ή δίπλα σε ενήλικους συγγενείς και φίλους, αυξάνουν το άγχος τους και επηρεάζουν τον τρόπο που μας δικάζουν και κρίνουν τις πράξεις μας.


* Πιέσεις και απειλές


Οι ίδιοι άλλωστε, στο πλαίσιο αυτής της έρευνας, κατατάσσουν πολύ ψηλά στις αγωνίες τους το γεγονός ότι τελικά η καθημερινότητά τους τους αναγκάζει να «επιλέγουν το διεκπεραιωτικό πνεύμα αντιμετώπισης των υποθέσεων» για να μπορέσουν να ανταποκριθούν στην πίεση του όγκου της δουλειάς αλλά κυρίως στην απαίτηση της υπηρεσίας να δικαστούν σύντομα (όσο γίνεται) οι εκατοντάδες υποθέσεις.


Διεκπεραίωση και λιγότερο επιστημονική προσέγγιση ­ ομολογούν οι ίδιοι οι δικαστές ­ επιλέγουν για τις υποθέσεις που χειρίζονται, με αποτέλεσμα να αισθάνονται (αυτό λένε οι περισσότεροι) αγωνία ότι τελικά ο κίνδυνος της δημοσιοϋπαλληλικής νοοτροπίας αποτελεί πραγματική απειλή γι’ αυτούς και το ζητούμενο της απόδοσης ουσιαστικής δικαιοσύνης μοιάζει με μακρινό όνειρο. Παραδέχονται ότι εκείνο που καθορίζει τη δουλειά τους είναι πόσες υποθέσεις θα βγάλουν και ότι η σχέση ανάμεσα στην ποιότητα και στην ποσότητα είναι αντιστρόφως ανάλογη.


Εκείνο ωστόσο που επιπρόσθετα απασχολεί και προσθέτει επιπλέον άγχος στους δικαστές μας, εκτός από τον φόρτο της δουλειάς και ό,τι συνεπάγεται, είναι ο χειρισμός «λεπτών» και ευαίσθητων υποθέσεων και οι πιέσεις που δέχονται ­ γιατί πιέσεις δέχονται και το λένε στην έρευνα, πιέσεις που φθάνουν καμιά φορά ως και την απειλή για τη ζωή των ίδιων και της οικογενείας τους. Και ακόμη οι δικαστές μας πιέζονται και όταν χειρίζονται υποθέσεις που φωτίζονται από τη δημοσιότητα και όταν οι εμπλεκόμενοι είναι επώνυμοι και βέβαια οικονομικά ισχυροί.


* Ο φόβος του λάθους


Το άγχος τους όμως αυξάνεται κατακόρυφα όταν οι συνέπειες πιθανών λαθών είναι για τους δικαζόμενους εξοντωτικές και μη αναστρέψιμες. Γι’ αυτό το ζητούμενο της ανεπηρέαστης κρίσης και της ανεξάρτητης δραστηριότητας προβάλλει για το σύνολο σχεδόν των δικαστών και των εισαγγελέων, ως πρώτιστη ανάγκη για να μπορούν να αισθάνονται ασφαλείς και να ανταποκρίνονται στα καθήκοντά τους.


Αυτή η ασφάλεια και ή άποψη ότι πρέπει η κρίση τους, κατά το δυνατόν, να μένει ανεπηρέαστη από πρόσωπα και καταστάσεις τούς οδηγεί ­ και το ομολογούν και οι ίδιοι στην έρευνα κατατάσσοντας μάλιστα το γεγονός στους παράγοντες δημιουργίας άγχους ­ σε ένα μοντέλο ζωής μοναχικής και με στοιχεία αντικοινωνικότητας.


* Η μοναξιά του «διαιτητή»


«Ο δικαστής» λέγει ο κ. Αντωνίου «κάνει μια μοναχική εργασία. Συνήθως κλεισμένος στο σπίτι του, μόνος του διαβάζει τη δικογραφία, μόνος του κρίνει, μόνος του αποφασίζει. Αυτή η μοναξιά είναι που προκαλεί αγωνία και άγχος, είναι που εκτινάσσει στα ύψη το εργασιακό στρες».


* Οι δυσκολίες των γυναικών


Οι συνθήκες όμως και οι κοινωνικές αντιλήψεις, αλλά και οι απαιτήσεις όλων μας για τους δικαστές και των ιδίων για τον εαυτό τους δεν τους επιτρέπουν ούτε τις συναναστροφές ούτε τις κοινωνικές συμβατικότητες.


Κυρίως στην επαρχία, ακόμη και σήμερα, οι δικαστές αισθάνονται ασφυκτικά τα πλαίσια των απαγορεύσεων που τους αναγκάζουν να κλείνονται σε έναν στενό κύκλο επαφών που περιορίζει τον ορίζοντά τους.


Ακόμη και η οικογενειακή ζωή τους προσαρμόζεται σε αυτό το μοντέλο, με αποτέλεσμα, όπως παραδέχονται οι ίδιοι οι δικαστές, να αντιμετωπίζουν προβλήματα, και μάλιστα έντονα, στην προσπάθειά τους να ανταποκριθούν στους ρόλους τού (της) συζύγου και του δικαστικού λειτουργού.


Για τις γυναίκες μάλιστα τα πράγματα είναι πολύ χειρότερα. Δύσκολα βρίσκουν σύντροφο και με δυσκολία εξασφαλίζουν μια στοιχειώδη ερωτική ζωή. Οι επιφυλάξεις γιατί με πλησιάζει ο άλλος και τι θέλει από μένα καταπνίγουν τον αυθορμητισμό τους και τις οδηγούν σε μοναχικές πορείες. Και όλα αυτά βέβαια με συνέπειες. Συνέπειες που αποτυπώνονται στις απαντήσεις των δικαστών για το αν είναι ικανοποιημένοι και πόσο από την εργασία τους. Οι περισσότεροι δεν είναι και αυτό έχει τη σημασία του, και γι’ αυτούς αλλά κυρίως για τους πολίτες και για τη λειτουργία της δικαιοσύνης.


Δεν είναι τυχαίο άλλωστε που σπάνια οι δικαστές θέλουν τα παιδιά τους να γίνουν δικαστές και σπανιότερα τα προτρέπουν για κάτι τέτοιο.


Και δυο λόγια, τέλος, για την αξιοποίηση της έρευνας. Τα συμπεράσματά της θα συγκριθούν με τα αντίστοιχα ερευνών που έγιναν σε άγγλους και αμερικανούς δικαστές και θα αξιοποιηθούν στο επιστημονικό πεδίο, ενώ οι δικαστικές ενώσεις θα έχουν τη δυνατότητα να διεκδικήσουν βελτίωση σε ορισμένους επαγγελματικούς δείκτες με «όπλο» αυτά τα συμπεράσματα.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.
Exit mobile version