Η πολιτική Yγείας αποτελεί ίσως την πιο πληγείσα, από την οικονομική κρίση που διέρχεται η χώρα μας, περιοχή δημόσιας πολιτικής. Σε ένα τόσο πιεστικό οικονομικό περιβάλλον, η υλοποίηση μεταρρυθμίσεων, εύλογα, καθίσταται δυσχερής. Εν προκειμένω, η δημιουργία ενός ενιαίου ασφαλιστικού σχήματος (ΕΟΠΥΥ) για την κάλυψη των αναγκών Yγείας του πληθυσμού συνιστά μια τολμηρή επιλογή, χωρίς βέβαια ως σύλληψη να διεκδικεί δάφνες πρωτοτυπίας, δεδομένου ότι η πρόταση για «ενιαίο φορέα Yγείας» πρωταγωνιστεί επί σειρά ετών στον σχετικό διάλογο.
Ωστόσο οι συνθήκες και τα δεδομένα χρηματοδότησης ήδη προκαλούν σημαντικές δυσλειτουργίες στον νέο οργανισμό, ενώ, επιπλέον, συρρικνώνουν τη διαπραγματευτική δυνατότητά του, λόγω του ρευστού περιβάλλοντος ως προς την κάλυψη των παλαιών, συσσωρευμένων υποχρεώσεων των εντασσόμενων Ταμείων που ξεπερνούν – σε ό,τι αφορά τον ιδιωτικό τομέα – το ποσό των 1,7 δισ. ευρώ. Υπογραμμίζεται ότι η εκκρεμότητα αυτή προστίθεται σε μια ήδη επιβαρυμένη σχέση εσόδων – δαπανών, καθώς οι προβλεπόμενοι με βάση τον προϋπολογισμό του 2012 πόροι του ΕΟΠΥΥ είναι μειωμένοι σε σχέση με το 2011 κατά 2 δισ. ευρώ, ενώ οι πιέσεις στην αγορά εργασίας και η ύφεση (αύξηση ανεργίας, μείωση μισθών, περιορισμός φορολογικών εσόδων κ.ά.) θέτουν εν αμφιβόλω ακόμη και την επίτευξη του παραπάνω στόχου εσόδων.
Υπάρχει διέξοδος σε ένα τέτοιο περιβάλλον;
Κατ’ αρχάς είναι αναγκαία η ρύθμιση των συσσωρευμένων υποχρεώσεων του παρελθόντος η οποία θα αποκαταστήσει την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς, με αποτέλεσμα όχι μόνο την επίτευξη ακόμη ευνοϊκότερων όρων συνεργασίας για τον Οργανισμό (π.χ. περαιτέρω εκπτώσεις από τους παρόχους) αλλά και την ενδυνάμωση των εσόδων του από την εξομάλυνση της καταβολής ασφαλιστικών εισφορών και φόρων. Φυσικά, για τη ρύθμιση αυτή θα μπορούσε να αξιοποιηθεί η επιλογή του συμψηφισμού των οφειλομένων στους δικαιούχους με τις αντίστοιχες φορολογικές και ασφαλιστικές υποχρεώσεις τους, η οποία αφενός εξασφαλίζει τα παραπάνω, αφετέρου βελτιώνει την εικόνα του εισπρακτικού μηχανισμού της χώρας έναντι των δανειστών. Επιπλέον, είναι αναγκαίο να αποκατασταθεί το χρηματοδοτικό κενό που προκάλεσε η αιφνίδια μείωση της κρατικής χρηματοδότησης του ΕΟΠΥΥ (από 0,6% σε 0,4% του ΑΕΠ), καθώς και να επιταχυνθεί η ροή των πόρων από τα εντασσόμενα Ταμεία, ενδεχομένως και με άμεση καταβολή στον ΕΟΠΥΥ των εισφορών που προορίζονται για τον κλάδο Υγείας.
Επιπροσθέτως, κρίνεται σκόπιμη η επιτάχυνση της ροής των πόρων εντός του δημόσιου συστήματος ασφάλισης – Υγείας, με την προαγορά υπηρεσιών από το ΕΣΥ, στη βάση ενός κλειστού σφαιρικού προϋπολογισμού. Στην πράξη, με το ως σήμερα υπόδειγμα, το Δημόσιο αγοράζει υπηρεσίες από τον εαυτό του, μέσα από μια άκρως γραφειοκρατική διαδικασία, η οποία όμως λειτουργεί τελικά πληθωριστικά στο κόστος των υπηρεσιών Υγείας και προκαλεί διαρκώς ελλείμματα.
Τέλος, κατά μια πιο μακροοικονομική λογική, συνιστάται η αναδιαμόρφωση του πλαισίου συμμετοχής των ασφαλισμένων στο κόστος των υπηρεσιών Υγείας στη βάση του εισοδήματος. Αντιστοίχως, προκειμένου να ενδυναμωθεί η απασχόληση, θα μπορούσε να εξεταστεί ο περιορισμός της εισφοράς υπέρ του κλάδου Υγείας και η κάλυψη του χρηματοδοτικού κενού που θα προκληθεί από έναν ειδικό φόρο, που θα ενσωματωθεί σε προϊόντα των οποίων η κατανάλωση αποτελεί παράγοντα κινδύνου για την υγεία του πληθυσμού.
Ο κ. Κυριάκος Σουλιώτης είναι λέκτωρ της Σχολής Κοινωνικών Επιστημών Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, αντιπρόεδρος του ΕΟΠΥΥ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ