«Συγκατοίκηση µε το παρόν» είναι ο απρόβλεπτος τίτλος στην τελευταία ποιητική συλλογή του Τίτου Πατρίκιου, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΚΕ∆ΡΟΣ, αφιερωµένη στην αλησµόνητη για δικούς και φίλους Ρένα. Πρόκειται για την πιο ώριµη προσφορά ενός γόνιµου ποιητή, που σηµάδεψε, όσο λίγοι, την ποίηση της πρώτης µεταπολεµικής γενιάς και των διαδόχων της, ανοίγοντας συνεχώς τον πολιτικό, ανθρωπολογικό και ερωτικό της ορίζοντα. Στη συγκεκριµένη περίπτωση τα τριάντα συν ένα έντιτλα ποιήµατα της συλλογής έχουν µια σπάνια στις µέρες µας αρετή: είναι χωνεµένα και διαθέσιµα. Που πάει να πει: ωφέλιµα σε όσους αγαπούν πράγµατι την ποίηση, γιατί όντως τη χρειάζονται στη δύσκολη ζωή τους. Καταπώς το οµολογεί ο ποιητής στο επόµενο τετράστιχο: Oπως κι αν έρθουνε τα πράγµατα / όσο αντίξοες κι αν είναι οι συνθήκες / πάντα µπορεί κανείς να ερωτεύεται. / Το δύσκολο είναι ν’ αγαπάς. Εντέλει η συλλογή του αυτή, µε τον συγκρατηµένο πόνο της, γίνεται καθ’ οδόν αποχαιρετισµός της δύσκολης αγάπης.

Καθυστερώ λίγο ακόµη στον αποκαλυπτικό τίτλο. Οπου συµβάλλονται ο χώρος και ο χρόνος, όταν κάποτε ερηµώνονται από το παρελθόν τους. Οπότε το ακατοίκητο παρόν προσφέρεται, µε το ζόρι έστω, σε συγκατοίκηση. Μια λέξη που την έζησα και τη θυµάµαι καλά από τα χρόνια (σαράντα ένα – σαράντα δύο) της πείνας και της κατοχής στην πάνω πόλη της Θεσσαλονίκης. Oπου µας πήγε η µάνα µου να µείνουµε µαζί µε τον σκληρό αδελφό της, που µόλις είχε χάσει τη γυναίκα του, τουρκόσπιτο στο βάθος αδιέξοδου στενού, που κολλούσε στο µισογκρεµισµένο θεοδοσιανό τείχος (Γοργούς 11 η ακριβής διεύθυνση).

Για ανάλογη εξάλλου συγκατοίκηση, στα ίδια πάνω κάτω χρόνια, µιλά και ο Τίτος Πατρίκιος στο ΙΙΙ µέρος από το εξάτευχο οικογράφηµά του που επιγράφεται «Το σπίτι». Στηµένο στην αρχή της συλλογής σαν αγκωνάρι, για ν’ ακουµπήσουν πάνω του τα τριάντα ποιήµατα ενός καιρού που όσο πάει και λιγοστεύει, καθώς ολισθαίνει στη «∆ιπλή σκάλα». Αντιγράφω: Ενα ένα κατεβαίνω / τα σκαλοπάτια του καιρού / που µε πηγαίνουν / προς το τέλος. / Μου δίνουν κουράγιο καθώς βλέπω / πως η σκάλα είναι διπλή / πως τόσοι ανεβαίνουν από τη διπλανή της.

Μετρώ τις αυτόνοµες συλλογές που προηγήθηκαν. Στην αρχή οι τρεις της έµµεσης γνωριµίας, διαδοχικά δηµοσιευµένες το 1954, το 1963 και το 1975: Χωµατόδροµος, Μαθητεία, Προαιρετική στάση. Βρέθηκαν στα χέρια µου διδάσκοντας µεταπολεµική ποίηση στα πρώτα χρόνια της µεταπολίτευσης στη Φιλοσοφική Θεσσαλονίκης, όταν άνοιγα τον κύκλο της Ποιητικής και πολιτικής ηθικής, που δηµοσιεύτηκε τµηµατικά στο «Βήµα», προτού συγκροτηθεί σε βιβλιάριο. Ακολούθησαν, εξ επαφής, οι άλλες συλλογές: Θάλασσα επαγγελίας, Αντιδικίες, Αντικρινοί καθρέφτες, Παραµορφώσεις, Η ηδονή των παρατάσεων, Η αντίσταση των γεγονότων, Η πύλη των λεόντων, Η νέα χάραξη, Λυσιµελής πόθος – παραλείπονται οι τέσσερις συγκεντρωτικοί τόµοι των ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ και η Μαθητεία ξανά. Νοµίζω κάτι έχω γράψει για καθεµιά. Τώρα συνέπεσε δέκατη τρίτη στη σειρά η Συγκατοίκηση µε το παρόν. Σκέφτοµαι πως µαζεµένοι οι τίτλοι αυτοί µιας ποιητικής δοκιµασίας που συνεχίζεται πενήντα έξι χρόνια, φτιάχνουν ένα γενναίο ποίηµα, κάτι σαν γέφυρα ανάµεσα στον έµπιστο ποιητή και στον πιστό αναγνώστη.

Η συλλογή µοιράζεται σε αυτοτελή ποιήµατα που περιβάλλονται από συνθέσεις. Είκοσι οκτώ τα πρώτα – τα δύο µε παραθέµατα: το ένα από τον Πίνδαρο, το άλλο από τον Εζρα Πάουντ. Αλλα ολιγόστιχα, κι άλλα πολύστιχα. Συµπληρώνεται καθένα µε τον, παραβατικό συνήθως, τίτλο του, όπως: Το χαµένο αφεντικό, Το ξόρκι, Ο υδράργυρος, Οι γυµνοί και οι ντυµένοι, Ο ίλιγγος του ύψους, Κουβεντιάζοντας µε τον Αρχίλοχο.

Οι τρεις συνθέσεις υποστυλώνουν τη συλλογή στην έναρξή της και στο τέρµα της. Η πρώτη επιγράφεται «Στα δάση» και εξελίσσεται σε τρία ισόστιχα µέρη –δώδεκα στίχοι το καθένα. Η ενδιάµεση επιγράφεται «Τρία ποιήµατα για τη Ρένα», µιλώντας αµίλητα. Η τρίτη, και τελευταία, αναπτύσσεται σε επτά µέρη, φέρει τον τίτλο «Υµνώ το σώµα» και υποστηρίζεται από τον ανεπανάληπτο στίχο του Αγγελου Σικελιανού: Ω µυστικά κατορθωµένο σώµα.

Αυτοτελή ποιήµατα και συνθέσεις συγκρίνονται και συνάµα διακρίνονται µεταξύ τους, προσφέροντας συµπαθητική συµµαχία στο υποκείµενο πάθος και πένθος. Ο χώρος δεν µε παίρνει για άλλη εξήγηση, που δεν είναι στην προκειµένη περίπτωση απαραίτητη, όπου φτάνει και περισσεύει η αδιαµεσολάβητη ανάγνωση. Προσθέτω µόνο, ένα, αινιγµατικό ίσως, σχόλιο για τη διπλή σύνταξη της συλλογής αυτής: τα αυτοτελή ποιήµατα είναι µε τον τρόπο τους µετακλητά, ενώ οι συνθέσεις αναδείχνονται αµετάκλητες.

‘Η µε τα λόγια του ποιητή και της ποίησης: έµαθα να ξεχωρίζω στα ξεραµένα φύλλα / τον ήχο από το αλλιώτικο βήµα του ανθρώπου.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ