ΤΟ ΒΗΜΑ – ΤΗΕ NEW YORK TIMES

Ο γιος μας ζει κοντά στο τουρκικό τζαμί της οδού Κίνγκσλαντ Ρόουντ στο Χάκνι, εκεί όπου σημειώθηκαν μερικά από τα χειρότερα επεισόδια στο Λονδίνο. Όταν οι πλιατσικολόγοι έκαναν επιδρομή στο Χάκνι το περασμένο Σαββατοκύριακο, υπήρχαν ελάχιστοι αστυνομικοί για να τους σταματήσουν και οι κάτοικοι της περιοχής αναγκάστηκαν να τους διώξουν με χασαπομάχαιρα, γκλομπ και ρόπαλα του μπέιζμπολ. Οι πράξεις αυτοδικίας πέτυχαν εκεί που η φυσιολογική αστυνόμευση απέτυχε.

Η Κίνγκσλαντ Ρόουντ θυμίζει τους πολύβουους, γεμάτους διαφορετικές εθνότητες δρόμους του Μπρούκλιν. Κατά τη διάρκεια της ημέρας, αποτελεί «σπίτι» για άνεργους νεαρούς που δεν έχουν τίποτα να κάνουν. Το ποσοστό ανεργίας στους νέους της Βρετανίας ξεπερνάει το 20%. Όμως, κατά τη διάρκεια της οικονομικής άνθησης, πριν από μια δεκαετία, σχεδόν ο ίδιος αριθμός ατόμων βρίσκονταν χωρίς δουλειά, αλλά δεν κατέφυγαν στο έγκλημα.

Για να αντιμετωπιστεί ο κίνδυνος να συμβεί αυτό στη γειτονιά υπήρχαν κέντρα νεότητας, τα οποία τώρα κλείνουν, όπως και άλλες κοινοτικές υπηρεσίες, όπως κέντρα υγείας για ηλικιωμένους και βιβλιοθήκες. Ομοίως συρρικνώνονται και οι τοπικές αστυνομικές δυνάμεις.

Όλοι είναι θύματα αυτού που οι Βρετανοί αποκαλούν «οι περικοπές» – οι κυβερνητικές μειώσεις δαπανών των πολιτικοκοινωνικών θεσμών ώστε να εξισορροπήσουν τα δημοσιονομικά «βιβλία» του κράτους. Πριν από τις λεηλασίες, η κυβέρνηση είχε προγραμματίσει να μειώσει τους αστυνομικούς κατά 16.200 σε ολόκληρη τη χώρα. Στο Λονδίνο, η λιτότητα σημαίνει ότι του χρόνου θα ξοδευτούν περίπου 19% λιγότερα χρήματα σε κυβερνητικά προγράμματα, και το βάρος θα πέσει κυρίως στους φτωχούς.

Οι πλιατσικολόγοι στο Λονδίνο φαίνεται να προέρχονται από διάφορες φυλές – παρά τα μονοδιάστατα δημοσιεύματα για έναν όχλο από αποξενωμένους «μαύρους νεαρούς». Υπάρχει όμως μια σαφής φυλετική διάσταση σε αυτό το δράμα. Το κύμα λεηλασιών άρχισε με διαμαρτυρίες εναντίον της αστυνομίας για τον θάνατο ενός νεαρού μαύρου άντρα, του Μαρκ Ντάγκαν. Αν και αρχικά ειρηνικές, οι διαδηλώσεις σύντομα έγιναν βίαιες. Όταν οι αναταραχές επεκτάθηκαν στο Μάντσεστερ, γρήγορα φάνηκε ότι πολλοί από τους πλιατσικολόγους ήταν λευκοί.

Την τελευταία φορά που η Βρετανία βίωσε εκτεταμένες λεηλασίες, στη δεκαετία του 1980, η βία στους δρόμους προέκυψε μετά από μια μακρά και αποτυχημένη πολιτική μάχη ενάντια στη συντηρητική κυβέρνηση της Μάργκαρετ Θάτσερ, η οποία συρρίκνωσε τα εργατικά σωματεία και αποδεκάτισε τις κοινωνικές υπηρεσίες. Σήμερα, οι πλιατσικολόγοι μοιάζουν να κινητοποιούνται από ένα πιο διάχυτο θυμό. Ενώ ορισμένα από τα καταστήματα που λεηλατούνται ανήκουν σε μεγάλες αλυσίδες, πολλά περισσότερα είναι μικρές τοπικές επιχειρήσεις τις οποίες διατηρούν άτομα που κι εκείνα πασχίζουν να τα καταφέρουν εν μέσω της οικονομικής ύφεσης της Βρετανίας.

Κάτι έχει αλλάξει στο εθνικό ταμπεραμέντο, που έχει επηρεάσει εξίσου τους αξιοπρεπείς πολίτες όπως και τους εγκληματίες. Οι Βρετανοί έχουν γίνει κακοδιάθετοι. Πράγματι, η άλλη όψη της φημισμένης βρετανικής ευγένειας είναι το είδος του χουλιγκανισμού που εμφανίζεται σε ποδοσφαιρικά ματς και στα κέντρα των πόλεων τα σαββατόβραδα – μία μη εστιασμένη εχθρότητα που συνήθως πυροδοτείται από άφθονες ποσότητες αλκοόλ. Οι φόβοι για αστικούς αναρχικούς όχλους χρονολογούνται από την εποχή του Σαίξπηρ, και ο πρωθυπουργός Ντέιβιντ Κάμερον έχει ξαναφέρει στην επιφάνεια αυτούς τους παλιούς φόβους, παρουσιάζοντας τις πρόσφατες πυρκαγιές ως «άλογες».

Ο Κάμερον ήταν καλός στην πώληση της ιδέας των περικοπών δαπανών, αλλά απέτυχε να υποστηρίξει τι και πώς έπρεπε να κοπεί: προσπάθειες να αυξηθούν τα δίδακτρα των πανεπιστημίων, να μεταρρυθμιστεί το Εθνικό Σύστημα Υγείας, να μειωθεί ο στρατός και η αστυνομία, ακόμη και να πωληθούν τα κρατικά δάση, όλα εκπυρσοκρότησαν στο πρόσωπο της κυβέρνησης.

Προσπαθώντας να πραγματοποιήσει μεταρρυθμίσεις, η κυβέρνηση εμφανίζεται ανίκανη. Έχει χάσει την νομιμότητά της. Αυτό προέτρεψε ορισμένους στην Κίνγκσλαντ Ρόουντ να προβούν σε πράξεις αυτοδικίας.

Ένας δρόμος με κατεστραμμένα καταστήματα, κλειδωμένες παιδικές χαρές και κλειστές κλινικές, ένας δρόμος τον οποίο περιπολούν πολίτες οπλισμένοι με μαχαίρια και ρόπαλα, δεν είναι μέρος για να χτίσει κανείς μια ζωή.

Οι Αμερικανοί πρέπει να προβληματιστούν από όλα αυτά. Το Λονδίνο είναι μια από τις πλουσιότερες πόλεις στην Γη, όμως μεγάλα τμήματα του είναι πάμφτωχα. Η Νέα Υόρκη δεν διαφέρει και τόσο.

Η αμερικανική δεξιά έχει έμμονη ιδέα με τις περικοπές δημοσίων δαπανών. Το πρόγραμμα λιτότητας του κ. Κάμερον βγήκε θαρρείς από τα όνειρα του Κόμματος του Τσαγιού. Αλλά η Βρετανία τώρα αντιμετωπίζει τις συνέπειες αυτών των περικοπών, που οδήγησαν στον αποκλεισμό πολλών ευάλωτων, απογοητευμένων νέων, που ξεσπούν με βίαιο και ανεύθυνο τρόπο – καθοδηγούμενοι από θυμό και όχι από μια ξεκάθαρη πολιτική ατζέντα. Να λοιπόν που η συρρίκνωση του κράτους μπορεί τελικά να αυξήσει τον φόβο μέσα στις κοινότητες μας και να υποσκάψει την ποιότητα της ζωής μας. Αυτό είναι το πεπρωμένο που εύχεται η Αμερική για τον εαυτό της;