Τα συνήθη φορολογικά «θύµατα», οι µισθωτοί και οι συνταξιούχοι δηµόσιου και ιδιωτικού τοµέα, θα διαπιστώσουν σε λιγότερο από έναν µήνα ότι οι µηνιαίες αποδοχές τους µειώνονται σηµαντικά καθώς επιβαρύνονται µε µεγαλύτερη παρακράτηση φόρου αλλά και µε την ετήσια εισφορά που πλέον θα εισπράττεται µήνα-µήνα.

Για του λόγου το αληθές, ιδιωτικός υπάλληλος που λαµβάνει σε ετήσια βάση µισθούς συνολικού ύψους 15.000 ευρώ θα διαπιστώσει από 1ης Ιανουαρίου 2012 µείωση στον µισθό του κατά 32 ευρώ, δηλαδή σε ετήσια βάση οι συνολικές απώλειες θα ανέλθουν σε περίπου 450 ευρώ. Στο ποσοστό αυτό θα περιληφθεί και η ετήσια εισφορά για τα εισοδήµατα του 2012 που θα παρακρατείται κάθε µήνα από τον µισθό του. Η µείωση αυτή οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι την 1η Ιανουαρίου 2011 το αφορολόγητο για µισθωτούς και συνταξιούχους ήταν 12.000 ευρώ, ενώ πλέον από 1ης Ιανουαρίου 2012 το αφορολόγητο µειώνεται κατά 7.000 ευρώ, για να διαµορφωθεί πλέον στο επίπεδο των 5.000 ευρώ. Ωστόσο ο συγκεκριµένος φορολογούµενος, όταν υποβάλει τη φορολογική δήλωσή του τον Μάιο του 2012, θα κληθεί να πληρώσει και έκτακτη εισφορά 150 ευρώ για τα εισοδήµατα του 2011. Κατά συνέπεια, µέσα στο 2012 θα επιβαρυνθεί τριπλά, αφού θα δεχθεί περαιτέρω πλήγµα από τη µείωση του αφορολογήτου, θα παρακρατείται η εισφορά του 2012 και θα πληρώσει και την εισφορά του 2011.

Σηµαντικές φορολογικές επιβαρύνσεις θα προκύψουν και από τη σηµαντική µείωση των εκπτώσεων των φοροαπαλλαγών. Πλέον οι τόκοι στεγαστικών δανείων για αγορά πρώτης κατοικίας αφαιρούνται από τον φόρο µόλις σε ποσοστό 10% αντί για 20% που ίσχυε. Ετσι, αν κά ποιος για παράδειγµα µέσα στο 2011 καταβάλει για τόκους στεγαστικού δανείου 5.000 ευρώ, τότε η έκπτωση φόρου θα ανέλθει σε 500 ευρώ και όχι σε 1.000 ευρώ όπως γνώριζε πριν από λίγους µήνες. Αρα, η διαφορά των 500 ευρώ ουσιαστικά είναι πρόσθετη φορολογική επιβάρυνση, καθώς ο συγκεκριµένος φορολογούµενος είχε υπολογίσει µεγαλύτερη έκπτωση φόρου σε σχέση µε τις τελευταίες αλλαγές που ψηφίστηκαν µε το πολυνοµοσχέδιο. Υψηλή φορολογία και στους συνταξιούχους Επίσης, προβλέπεται ότι οι συνταξιούχοι και οι νέοι ηλικίας ως 30 ετών θα έχουν αφορολόγητο 9.000 ευρώ, το οποίο όµως θα ισχύει µόνο στην περίπτωση που το δηλωθέν εισόδηµα, πραγµατικό ή αυτό που προκύπτει µε βάση τις αντικειµενικές δαπάνες και υπηρεσίες και δαπάνες απόκτησης περιουσιακών στοιχείων του φορολογουµένου, δεν υπερβαίνει τις 9.000 ευρώ. Αυτό πρακτικά σηµαίνει ότι αν για παράδειγµα συνταξιούχους άνω των 65 ετών έχει ετήσιο εισόδηµα 10.000 ευρώ (δηλαδή λαµβάνει µηνιαίως 766 ευρώ συν 800 ευρώ επίδοµα Χριστουγέννων, Πάσχα, διακοπών) θα πληρώσει φόρο 500 ευρώ, ενώ µε την προ ηγούµενη διατύπωση της διάταξης θα πλήρωνε 100 ευρώ.

Προκειµένου για τον υπολογισµό του φόρου που πρέπει να παρακρατείται από 1.1.2012 το αφορολόγητο ποσό του πρώτου κλιµακίου της κλίµακας για τις ακόλουθες περιπτώσεις και υπό την προϋπόθεση ότι το εισόδηµα είναι χαµηλό (κάτω από το αφορολόγητό τους) διαµορφώνεται ως εξής:

α) Για τους νέους ηλικίας ως και 30 ετών (που έχουν γεννηθεί από 1.1.1982 και µετά) στις 9.000 ευρώ. β) Για τους συνταξιούχους άνω των 65 ετών (που έχουν γεννηθεί ως 31.12.1946) στις 9.000 ευρώ.

γ) Για τα άτοµα µε ειδικές ανάγκες στις 11.000 ευρώ.

δ) Για τους συνταξιούχους ανεξαρτήτως ηλικίας που τους βαρύνουν παιδιά µε ειδικές ανάγκες στις 11.000 ευρώ (εφόσον τον βαρύνει τουλάχιστον ένα παιδί µε ειδικές ανάγκες).

ε) Για τους νέους ηλικίας ως και 30 ετών που τους βαρύνουν παιδιά µε ειδικές ανάγκες στις 11.000 ευρώ (εφόσον τον βαρύνει τουλάχιστον ένα παιδί µε ειδικές ανάγκες). στ) Για τα άτοµα άνω των 30 ετών και ως και 65 ετών που τους βαρύνουν παιδιά µε ειδικές ανάγκες στις 7.000 ευρώ (εφόσον τον βαρύνει τουλάχιστον ένα παιδί µε ειδικές ανάγκες).

Εφόσον οι φορολογούµενοι των ανωτέρω περιπτώσεων έχουν τέκνα που τους βαρύνουν, τότε το ανωτέρω αφορολόγητο ποσό του πρώτου κλιµακίου της κλίµακας που τους αντιστοιχεί προκειµένου για τον υπολογισµό του φόρου αυξάνεται ως εξής:

– Κατά 2.000 ευρώ αν ο φορολογούµενος έχει ένα τέκνο που τον βαρύνει.

– Κατά 4.000 ευρώ αν έχει δύο τέκνα που τον βαρύνουν.

– Κατά 7.000 ευρώ αν έχει τρία τέκνα που τον βαρύνουν.

– Το ποσό των 7.000 ευρώ προσαυξάνεται κατά 3.000 ευρώ για κάθε τέκνο, πέραν του τρίτου, που τον βαρύνει.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ