Ο φίλος του Βιντάλ Μάικλ Μιούσο εξέδωσε τις αναμνήσεις του από τη φιλία τους υπό μορφήν βιογραφίας με τον τίτλο «Sympathy for the Devil. Four decades of Friendship with Gore Vidal» (εκδ. Farrar, Strauss and Giroux)

Σε πολλούς ο μακαρίτης Γκορ Βιντάλ είναι γνωστός ως ένας μεγάλος τεχνίτης του ιστορικού μυθιστορήματος.

Αρκετοί τον θυμούνται ως εξέχον μέλος της μειοψηφίας εκείνης των διανοουμένων που τοποθετούνται αριστερότερα του Δημοκρατικού Κόμματος και άσκησαν δριμύτατη κριτική από νωρίς στην προεδρία του Τζορτζ Μπους. Κάποιοι μπορεί και να έχουν συγκρατήσει στο μυαλό τους τη μακρινή του συγγένεια με τον πρώην αντιπρόεδρο Αλ Γκορ.

Πόσοι γνωρίζουν όμως ότι ο Γιουτζίν Λούις Βιντάλ ήταν και ένας παθολογικός καβγατζής που απλόχερα παραχωρούσε σχόλια για τρίτους σε δημοσιογράφους και κατόπιν εορτής, μετά τη δημοσίευση, τηλεφωνούσε σε εφημερίδες και επιθεωρήσεις προκειμένου να αρνηθεί την ύπαρξή τους, να ανακαλέσει την ισχύ τους και να απειλήσει με μηνύσεις; Ελάχιστοι, πιθανότατα, όπως ο φίλος του Μάικλ Μιούσο, ο οποίος, τρία χρόνια μετά τον θάνατο του συγγραφέα σε ηλικία 87 ετών το 2012, εξέδωσε τις αναμνήσεις του από τη φιλία τους υπό μορφήν βιογραφίας με τον τίτλο «Sympathy for the Devil. Four decades of Friendship with Gore Vidal» (εκδ. Farrar, Strauss and Giroux).

Από τα λεγόμενα του Μιούσο προκύπτει ότι η ιδιωτική και δημόσια περσόνα του Γκορ Βιντάλ ταυτίζονταν σε μια πληθώρα ελαττωμάτων τόσο υπερβολικών ώστε στο τέλος ο ίδιος να καθίσταται συμπαθής –εξ ου και η «συμπάθεια για τον Διάβολο» που ο τίτλος επικαλείται (με τις ανάλογες αντηχήσεις από Rolling Stones).

Προκλητικός, προσβλητικός, εγωπαθής, στρυφνός, εριστικός, αφοριστικός, αντισυμβατικός, εύστοχος και ευθύς μέχρις ωμότητος, ο Βιντάλ «προκαλούσε παγωμάρα σε όποιο δωμάτιο έμπαινε». Δικαίως, εφόσον οι καυστικές παρεμβάσεις του συχνά είχαν τον τόνο της απάντησής του σε μια νοσταλγική αναφορά της συγγραφέως Μέρι Λι Σετλ στα κολεγιακά της χρόνια –τη ρώτησε με πόσους από τους άνδρες που θα της έλεγε είχε κοιμηθεί μετά από αυτόν.

Στα χρόνια της αναγνώρισής του απαιτούσε την απόλυτη πρωτοκαθεδρία στις εμφανίσεις του (το 2009 αρνήθηκε να μοιραστεί τη σκηνή με την Τζόις Κάρολ Οουτς –«τις τρεις θλιβερότερες λέξεις της αγγλικής γλώσσας», είπε), μεγαλοπρέπεια και λαμπρότητα: όταν φτάνοντας κάποτε στην Ινδία για ένα συνέδριο λογοτεχνίας δεν βρέθηκε κανείς να τον προϋπαντήσει στο αεροδρόμιο με συνοπτικές διαδικασίες ακύρωσε την εμφάνισή του και αναχώρησε με την επόμενη πτήση. Για παρόμοιες υπηρεσίες επέμενε να πληρώνεται αδρά –και στη συνέχεια δώριζε τα χρήματα στην ίδια τη διοργάνωση.

Η ματαιοδοξία του Βιντάλ κολακευόταν από τον σεβασμό που εξέφραζαν η φήμη και οι διακρίσεις, σύμφωνα με τον Μιούσο. Ως πολυγραφότατος λογοτέχνης με επτά μυθιστορήματα στο ενεργητικό του προτού καν κλείσει τα 26 του χρόνια και παροιμιώδη εργασιακή συνέπεια ανεξάρτητα από το άπλετο «μητρικό γάλα», όπως αποκαλούσε το αλκοόλ που κατανάλωνε κάθε βράδυ, είχε κοπιάσει για να τα κερδίσει.

Παραδόξως, σημειώνει ο Τζέιμς Κάμπελ στο «Times Literary Supplement», ο Μιούσο αφιερώνει περισσότερο χώρο στην πλευρά του πιπεράτου κουτσομπολιού και λιγότερο στη συγγραφική δεινότητα του βιογραφουμένου. Για την τελευταία, το ελληνικό κοινό που διαβάζει τον Γκορ Βιντάλ σε αξιόλογα δοκίμια και αξιοπρεπή μυθιστορήματα σαν τη «Χρυσή Εποχή» (εκδ. Scripta) ή το «Σε ζωντανή μετάδοση από τον Γολγοθά», όχι όμως και σε αριστουργήματα ιστορικής μυθοπλασίας όπως τα «1876» και «Washington D.C.», θα πρέπει να περιμένει τον δυνητικό μεταφραστή του.

HeliosPlus