Δύο προσωπικότητες αναμετρήθηκαν στη Μιανμάρ, η πρωθυπουργός Αούνγκ Σαν Σούου Κίι και ο αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων Μιν Αούνγκ Χλέινγκ, και κέρδισε ο δεύτερος. Με το πραξικόπημα που πραγματοποίησε τη Δευτέρα, έβαλε τέλος στο δημοκρατικό πείραμα της χώρας που ξεκίνησε το 2015, επέβαλε «κατάσταση έκτακτης ανάγκης διάρκειας ενός έτους» και όρισε κυβέρνηση που απαρτίζεται αποκλειστικά από στρατιωτικούς. Στις εκλογές του Νοεμβρίου, το κόμμα της Σούου Κίι, ο Εθνικός Σύνδεσμος για τη Δημοκρατία (ΕΣΔ), έλαβε περισσότερο από το 80% των ψήφων. Αν και οι διεθνείς παρατηρητές θεώρησαν τις εκλογές δίκαιες, ο στρατός κατήγγειλε νοθεία χωρίς να φέρει αποδείξεις – «τραμπικές» χαρακτήρισε τις καταγγελίες το Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (HRW) στην Ασία. Παρότι η έρευνα που ακολούθησε δεν απέδειξε ότι υπήρξε νοθεία, ο στρατός έκανε πραξικόπημα την 1η Φεβρουαρίου, την ημέρα που θα αναλάμβανε η νέα Βουλή. Κατ’ οίκον περιορισμός Η Σούου Κίι, ο πρόεδρος της χώρας και όλοι οι κορυφαίοι πολιτικοί βρίσκονται σε κατ’ οίκον περιορισμό. Η Σούου Κίι έχει ξαναβρεθεί σε αυτή τη θέση – επί 15 χρόνια, από το 1989 ως το 2010, που παρέμεινε φυλακισμένη στο σπίτι της. Το ίδιο και η Μιανμάρ, που είχε σκληρή στρατιωτική δικτατορία από το 1962 ως το 2011. Από τότε ξεκίνησε μια στροφή προς τη δημοκρατία, αν και ο στρατός διατηρούσε βάσει Συντάγματος τουλάχιστον το 25% των εδρών της Βουλής και τρία κορυφαία υπουργεία, τα Εσωτερικών, Αμυνας και Συνόρων. Η Σούου Κίι, που έχει τιμηθεί με το βραβείο Νομπέλ Ειρήνης, εξελέγη πρωθυπουργός το 2015, αλλά δύο χρόνια αργότερα άρχισε η άγρια καταδίωξη της μουσουλμανικής μειονότητας των Ροχίνγκια, που έστειλε περισσότερους από 700.000 πρόσφυγες στο γειτονικό Μπανγκλαντές. Ερωτήματα για το Νομπέλ Ο 64χρονος Χλέινγκ καταδικάστηκε διεθνώς για τη γενοκτονία των Ροχίνγκια. Η 75χρονη Σούου Κίι αμαύρωσε την εικόνα της όταν πήγε στο Διεθνές Δικαστήριο το 2019 για να υπερασπιστεί τις ενέργειες του στρατού – έκτοτε πολλοί αμφισβητούν αν άξιζε το Νομπέλ Ειρήνης. Προφανώς η σχέση της πρωθυπουργού με τον στρατό ήταν πιο περίπλοκη απ’ όσο φαινόταν. Οι Ροχίνγκια καταδιώκονταν επί δεκαετίες αλλά υπό τον στρατηγό Χλέινγκ η πάταξή τους έγινε πιο αιματηρή και τα τρία τέταρτα εξαναγκάστηκαν να φύγουν από τη Μιανμάρ. Η δημοτικότητα όμως του Χλέινγκ ενισχύθηκε εντός της χώρας. Επειδή η θητεία του στην κεφαλή του στρατού θα λήξει το καλοκαίρι, ο Χλέινγκ είχε βλέψεις για να γίνει πρόεδρος – θέση την οποία δεν μπορεί να καταλάβει η Σούου Κίι επειδή έχει αποκτήσει παιδιά με ξένο υπήκοο (Αγγλο). Εικάζεται ότι η πρωθυπουργός δεν διευκόλυνε τις πολιτικές του βλέψεις, εξ ου και το πραξικόπημα.