ΛΕΞ: Σαν ταινία σε λευκό πανί

Γιατί οι εικόνες του ΛΕΞ, που δεν ωραιοποιούν, ούτε δικαιολογούν, είναι πιο οικείες από μια υποθετική Ελλάδα, που δεν τη φτάνεις ποτέ

Πριν από τρία ακριβώς χρόνια, αρχές Ιουλίου του ’22, ο φίλος μου ο Γιάννης είχε χτυπήσει με τη μηχανή. Οχι σοβαρά, αλλά είχε χτυπήσει το πόδι του, δεν μπορούσε να το πατήσει με τίποτα και κυκλοφορούσε με γάζες και πατερίτσες. Είχε κλείσει όμως μήνες πριν εισιτήριο, και δεν σκόπευε να το χάσει.

Είπα, τελικά, να πάω κι εγώ μαζί του για να τον βοηθήσω στη μετακίνηση και, κυρίως, γιατί ήμουν σίγουρος ότι θα ήταν φοβερά αστείο θέαμα ο Γιάννης με πατερίτσες μέσα στον χαμό της συναυλίας. Και πράγματι ήταν.

«Γενικότερα έχουμε ένα πολύ σοβαρό θέμα, κυρίες και κύριοι. Αν προστρέξω και σε αυτό, στο ότι πήγαν 30.000 νέοι και άκουγαν κάτι αθλίους στίχους ενός υποτιθέμενου καλλιτέχνη, που υποτίθεται ότι χτυπάει το σύστημα…».

Μέχρι τότε ήξερα λίγα πράγματα. Ηξερα, για παράδειγμα, ότι η ζωή μας είναι ζάρι, πέσιμο στον Βαρδάρη, αμάξι που μαρσάρει δέκα μέτρα πριν στουκάρει – και συμφωνούσα. Ηταν μόλις μετά την COVID και δυσκολευόμουν να αφήσω πίσω μου εκείνη την αίσθηση, ότι η δήθεν επιστροφή στην κανονικότητα ήταν το τελευταίο γεύμα πριν μια χαριστική βολή, τη μορφή της οποίας ακόμα δεν γνώριζα – κατά κάποιον τρόπο, συνεχίζω να νιώθω έτσι. Αλλά και πριν την COVID, στην Ελλάδα ζούσα.

Εκ πρώτης όψεως, σε μια διαφορετική Ελλάδα από αυτή του ΛΕΞ. Εγώ δεν είχα μεγαλώσει στις περιοχές των συμμοριών. Δεν γυρνούσα στη Ροτόντα, δεν είχα νιώσει τη βία των δρόμων στο πετσί μου. Μεγάλωσα πιο προνομιούχος, πιο προστατευμένος, μεγάλωσα πιο εύκολα. Κι εκείνος όταν γράφει, δεν νομίζω να γράφει έχοντας στον νου του ότι θα τον ακούνε άνθρωποι σαν εμένα.

Ας μην αποκαλούμε κανέναν καλλιτέχνη, είναι όρος κάπως ανατριχιαστικός, αλλά αν μπορώ να μιλήσω για τον ΛΕΞ λέγοντας πως είναι άνθρωπος που γράφει, κι αν μπορώ να πω με σχετική βεβαιότητα κάτι για κάθε άνθρωπο που γράφει και καταφέρνει να απευθυνθεί σε τρίτους, είναι ότι γράφει για τον εαυτό του, στον εαυτό του, γιατί το διακύβευμα είναι πολύ μεγάλο.

Δεν θα μπορέσει να συνεχίσει αν δεν καταλάβει. Και κάπως έτσι – και μόνο κάπως έτσι – η Θεσσαλονίκη γίνεται και δικό μου σπίτι απ’ άκρη σ’ άκρη. Κάπως έτσι αποκαλύπτεται πως ζούσα στον από κάτω όροφο, στην ίδια γειτονιά, στην ίδια Ελλάδα.

Κάπως έτσι είδα τον Γιάννη με μαύρο γυαλί και χαμόγελο, να σηκώνει και τις δυο πατερίτσες στον ουρανό, μέσα στην κάπνα και τις κόκκινες σπίθες των καπνογόνων, ενώ δεκάδες χιλιάδες στόματα εξομολογούνταν πως φοβούνται μη γλιστρήσουν απ’ τον έβδομο σκόπιμα και, κλαίγοντας απ’ τα γέλια, θυμόμουν τον ίδιo εκείνο έβδομο, μονίμως βρεγμένο και ολισθηρό κι ας μην τον έπιανε η βροχή, κι όλες τις φορές που δεν γλίστρησα.

Λένε πως το προηγούμενο Σάββατο ήμασταν πάνω από 60.000 στη συναυλία. Τι μπορεί να σημαίνει αυτό; Ανακηρύσσοντας κάτι «ιστορικό» μια-δύο μέρες αφού συνέβη, κάπως καταφέρνεις να σκοτώσεις την όποια ιστορικότητα μπορεί κάποτε να αποκτούσε. Το μετατρέπεις σε περιεχόμενο, σε τίτλους άρθρων που κανείς δεν θα διαβάσει.

Φέρνεις στη συναυλία επιπλέον μισό εκατομμύριο που μπαίνουν χωρίς εισιτήριο, κάθονται πίσω-πίσω και δεν σταματούν δύο ώρες να γκαρίζουν στο τηλέφωνο. Ηταν μια συναυλία. Ο Γιάννης ήταν χωρίς πατερίτσες αυτή τη φορά. Σηκώναμε τα χέρια και γκαρίζαμε στίχους. Οταν έπεσε σκοτάδι, το εικοσιτετράωρο βενζινάδικο στην άκρη της σκηνής έφεγγε σαν νησί. Ηταν απλά μια συναυλία.

Θες να ξυπνάω και να σου λέω καλημέρα / Να ‘χούμε κέφια σαν να μη ζούμε εδώ πέρα / Μαζί να κανονίζουμε ρεπό κάθε Δευτέρα / Να μετράμε τα F16 που διασχίζουν τον αέρα.

Δεν είναι καθημερινή σειρά που αποτυγχάνει να μεταφέρει με ειλικρίνεια έστω και μια κουβέντα που λέγεται σε ένα οικογενειακό τραπέζι. Δεν είναι αναλώσιμα καψουροτράγουδα συνταγής μισογραμμένα από ΑΙ. Δεν είναι διασκέδαση. Είναι η αραχνιασμένη σκάλα του υπογείου, είναι η σκουριασμένη πόρτα της αποθήκης που τρίζει· σπάνια βρίσκεις το θάρρος να την ανοίξεις μόνος σου. Γιατί 60.000 άνθρωποι, φαινομενικά ασύνδετοι, σε μια συναυλία; Αναγκάζομαι να πέσω στην παγίδα της κοινοτοπίας, και να πω ότι η απάντηση έγκειται στην αφηρημένη και καταχρασμένη έννοια της αλήθειας.

Τον Φεβρουάριο, στην πανελλαδική δημοσκόπηση της Metron Analysis σχετικά με την εμπιστοσύνη των πολιτών στους θεσμούς, τις περισσότερες ψήφους με διαφορά πήρε ο θεσμός της οικογένειας, ενώ πολύ χαμηλά μετρήθηκε η εμπιστοσύνη στη Δικαιοσύνη και ακόμα χαμηλότερη στην κυβέρνηση.

Οσες αλήθειες κι αν καταπιέζει, το οικογενειακό τραπέζι παραμένει ένα από τα μόνα οικοδομήματα που δεν φοβόμαστε ότι αύριο-μεθαύριο μπορεί και να γκρεμιστούν. Εξω από τα ασφαλή του σύνορα, φοβάσαι ακόμα και να πάρεις το τρένο από Αθήνα για Θεσσαλονίκη.

Σε άρθρο του στην «Guardian» τον Μάιο σχετικά με την ανάπτυξη στην Ελλάδα, ο αναλυτής Πολ Τέιλορ αναφέρει πως τα ενοίκια έχουν αυξηθεί σχεδόν 50% τα τελευταία έξι χρόνια, με τους μισθούς και τις συντάξεις να έχουν αυξηθεί σχεδόν αμελητέα, μια χούφτα ισχυρές ολιγαρχικές οικογένειες συνεχίζουν να κυριαρχούν επί της οικονομίας, και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο εκφράζει σοβαρές ανησυχίες για το κράτος δικαίου στην Ελλάδα. Καταλήγει πως η «νέα» Ελλάδα μοιάζει ανησυχητικά πολύ με την «παλιά».

Μετά το νέο σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ και την παραίτηση του υπουργού Μετανάστευσης, ο Πρωθυπουργός των τελευταίων έξι ετών πάλι εξεπλάγη, πάλι παλεύει να ξεχωρίσει το «βαθύ κράτος» από την παράταξή του. Θα δικαιολογηθείς αν κάνεις το λάθος να θεωρήσεις πως βλέπεις επαναλήψεις πρόσφατων εξαγγελιών. Ούτως ή άλλως, κανείς δεν πιστεύει στη Δικαιοσύνη. Πίσω από τη σκηνή της συναυλίας στο ΟΑΚΑ, ο Τοίχος των Εθνών είναι σκουριασμένος και μοιάζει ετοιμόρροπος.

Τα περιπολικά, οι ακάλυπτοι, οι πακετάδες στην Εγνατία, οι χουντικοί μέσα στα συνοικιακά κουρεία, η προσπάθεια να ανασάνεις στη σκιά ενός πλατάνου μες στα τσιμεντένια κτίρια, οι εικόνες του ΛΕΞ δεν ωραιοποιούν, ούτε δικαιολογούν. Γι’ αυτό μπορείς να προβάλλεις την προσωπική σου εμπειρία πάνω τους, σαν ταινία σε λευκό πανί. Σου είναι πιο οικείες και πιο απτές από την υποθετική Ελλάδα, αυτή που περιμένει μπροστά στα δεμένα σου μάτια, άλλο ένα βήμα και θα την αγγίξεις, και δεν τη φτάνεις ποτέ.

Επιστρέφοντας, λοιπόν, στην κοινοτοπία, ο λόγος που μαζεύτηκαν 60.000 άνθρωποι να ακούσουν τους στίχους κάποιου που μιλάει για την κουλτούρα που υπηρετεί, τα παγκάκια στις πλατείες και τη ζωή στους δρόμους, είναι γιατί κάνει σωστά τη δουλειά που οφείλει να κάνει κάθε άνθρωπος που γράφει.

Κοιτάζει τον εαυτό του στον καθρέφτη, κοιτάζει τον κόσμο του όπως αντανακλάται στη βροχή, και παλεύει να τους μεταφέρει και τους δύο ακέραιους, χωρίς σπασμωδικές κινήσεις. Λέει την αλήθεια, σε μια κουρασμένη χώρα που κανείς δεν πιστεύει πια σε τίποτα. Είναι τόσο απλό, και τόσο περίπλοκο όλο αυτό.

Το σκοτάδι παραμένει τρομακτικό όσο το αποφεύγεις. Πρέπει να ανοίξεις τη σκουριασμένη πόρτα, να περπατήσεις στον ανοίκειο χώρο και να φτάσεις στην άλλη άκρη της αποθήκης για να βρεις τον διακόπτη. Τα ψέματα βολεύονται πιο εύκολα κάτω απ’ το μεσογειακό φως. Χρειάζεται περισσότερο σκοτάδι. Χρειάζεται να ξέρουμε το διακύβευμα.

Για να μπορέσουμε να γράψουμε, σαν αντίβαρο, για αυτά που αγαπάμε, και να το εννοούμε. Για τη Θεσσαλονίκη, για το σινεμά και το φως πίσω απ’ τις πολυκατοικίες, για τους φίλους που έχουμε «μέσα στο κεφάλι, σαν φλοιό και λοβούς».

Ανάμεσα σε τόσες χιλιάδες κεφάλια, ξεχώριζε ένα ζευγάρι πατερίτσες. Η Ιστορία να γράψει πως ήμασταν εμείς.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.
Exit mobile version