Εγώ και ο προσφάτως αποβιώσας γείτονάς μου, ας τον πούμε κύριο Ν., είχαμε ένα κοινό: έναν τεράστιο σκύλο με προβλήματα διαχείρισης θυμού χειρότερα από του Ρόμπερτ Ντε Νίρο στο «Ανάλυσέ το». Ο δικός μου σκύλος, ωστόσο, είναι φιλικός απέναντι στους άλλους σκύλους, με αποτέλεσμα να παρασυρθούμε βαθιά στο σκυλολόμπι της γειτονιάς, όπου οι άνθρωποι γνωρίζουμε το όνομα κάθε σκύλου, αν και όχι το όνομα ο ενός του άλλου. Κουβεντιάζουμε καθημερινά για τον καιρό, ανταλλάσσουμε ευχές στις εορταστικές περιόδους, αλλά δεν έχουμε συστηθεί ποτέ. Κι αν έτυχε να συστηθούμε, ήδη ως την επομένη αφήσαμε το ανθρώπινο όνομα που ακούσαμε να χαθεί κάπου μέσα στην ομίχλη της Ιστορίας.
Ο κύριος Ν. και ο δικός του σκύλος, όμως, ήταν μάλλον εκτοπισμένοι από το σκυλολόμπι, καθότι τα προβλήματα διαχείρισης θυμού του σκύλου του δεν αφορούσαν μόνο ανθρώπους, αλλά και άλλους σκύλους και οτιδήποτε περπατάει, πετάει, έρπει ή κολυμπάει. Ετσι, ο αείμνηστος κύριος Ν. απαντούσε στον χαμογελαστό χαιρετισμό μου στη βόλτα με την ίδια ευπροσηγορία αλλά και με έκπληξη κάθε φορά, δυσκολευόμενος ίσως να πιστέψει ότι υπήρχε ένας άνθρωπος που τους χαιρετούσε αμφότερους, και δη με σεβασμό στην απόσταση που απαιτούσαν οι ιδιαίτερες ανάγκες του σκύλου.
Ο οποίος σκύλος δεν είχε απλώς νεύρα, αλλά συχνά-πυκνά εμφάνιζε και όγκους από όλο το εύρος της καρκινικής κλίμακας, που χειροτέρευαν τη διάθεσή του. Εβλεπα συχνά το δύστυχο ζώο να κυκλοφορεί κακοραμμένο, με το δέρμα βαμμένο μπλε από τα αντισηπτικά, το άκουγα συχνά να κλαίει μονότονα και όταν περνούσαν μέρες χωρίς να το συναντήσω, φοβόμουν για το χειρότερο.
Ωστόσο, όταν το ξανάκουγα να τα σούρνει στις γάτες από το μπαλκονάκι του σπιτιού, χαιρόμουν, παρότι η χαρά μου επισκιαζόταν από τη μελαγχολική σκέψη ότι αναπόφευκτα κάποια στιγμή ο σκύλος θα φύγει. Και τότε, ο κύριος Ν., ένας δυνατός άνδρας, με ηχόχρωμα στη φωνή που έκανε τη γειτονιά να λουφάζει, θα έπρεπε να συμφιλιωθεί με την απώλεια αυτού του πλάσματος, που ξυπνούσε και το κυκλοφορούσε αξημέρωτα για να μην ενοχλήσει, που το έτρεχε στους γιατρούς, που του μάζευε ένα βαλιτσάκι με τα χρειώδη του και το πήγαινε στο εξοχικό της οικογένειας κάθε καλοκαίρι, να τραμπουκίσει και εκεί κάποιες αμέριμνες νησιώτισσες γάτες.
Αλλά η ζωή, ως συνήθως, σε μια επίδειξη ειρωνείας, στέρησε εαυτήν από τον κύριο Ν. πριν από τον σκύλο του. Ετσι, φεύγοντας ο κύριος Ν. από όγκους υψηλότερα στην καρκινική κλίμακα σε σχέση με εκείνους του σκύλου, άφησε τον σκύλο πίσω. Το πήρα κατάκαρδα, παρότι δεν αλληλεπιδρούσαμε εκτός του πλαισίου εκείνων των εύθυμων χαιρετισμών. Δεν ήταν μόνο ότι τον συμπαθούσα. Είχα περάσει τόσο καιρό διερωτώμενη πώς θα βίωνε την απώλεια του σκύλου του, που δεν μου είχε μείνει καιρός να διερωτηθώ πώς θα βίωνε ο σκύλος τη δική του απώλεια.
Γενικώς η απώλεια ενός κατοικιδίου δεν διαφέρει από την απώλεια ενός ανθρώπου – αν δεν είναι ακόμα οδυνηρότερη, επειδή από τους ανθρώπους μπορείς να αντλήσεις ένα συμπέρασμα σχετικά με το πώς τους φάνηκε η ζωή και, κυριότερα, με το πώς τους φάνηκε η ζωή με εσένα κάπου μέσα σε αυτή. Από το ζώο δεν μπορείς. Πρέπει να αρκεστείς στην εικασία ότι καταλάβαινε την αγάπη σου ή, τουλάχιστον, ότι η χομπσιανή ασφάλεια που του παρείχες υπήρξε κατά τι εκτιμητέα.
Το μόνο σίγουρο είναι ότι όταν το ζώο σου φεύγει πρώτο, δεν σε αποχωρίζεται. Ιδανικά, έμεινες εκεί ως το τέλος, ταΐζοντάς το ένα – αβλαβές πια – σοκολατάκι πάνω στο κρεβάτι του ή χαϊδεύοντάς του το κεφάλι πάνω στο φρικτό κτηνιατρικό τραπέζι. Οταν φεύγεις εσύ πρώτος, το πράγμα αλλάζει. Υστερα από την απώλεια του κυρίου Ν. προσπαθώ να φανταστώ τι μπορεί να συμβαίνει μέσα στο μυαλό του σκύλου του. Ισως μετράει, βάσει της έντασης της μυρωδιάς του στο σπίτι, πόση ώρα μένει ώσπου να επιστρέψει. Ή ανέχεται τους συγγενείς σε μια αγγαρεμένη βόλτα.
Ή κάθεται απορώντας στο αυτοκίνητο που τον μεταφέρει από το σπίτι του κυρίου Ν. σε κάποιο οικείο σπίτι και πίσω, προσπαθώντας, σαν επιστρέφει, να εξακριβώσει πώς προέκυψαν όλες αυτές οι ξένες μυρωδιές στον χώρο του. Οι σκύλοι δεν ξέρουν από νεκρόδειπνα. Δεν ξέρουν από μαζώξεις στο σπίτι του αποθανόντος, όπου μαυροντυμένοι άνθρωποι σιγομιλούν μασουλώντας κριτσίνια. Δεν ξέρουν από κηδείες.
Δεν ξέρουν από λαϊκές δεισιδαιμονίες, από λάμπες που σπάνε ξαφνικά μαρτυρώντας την παρουσία τής προσφάτως απελευθερωμένης ψυχής. Δεν ξέρουν ποιο ψάρι κάνει την καλύτερη ψαρόσουπα. Οι σκύλοι δεν ξέρουν τίποτε από αυτά – απλώς περιμένουν να επιστρέψεις, γιατί δεν μπορούν να φανταστούν μια πραγματικότητα όπου δεν επιστρέφεις.
Αν και οι ακραίοι της ψυχοπαθολογίας «γνώρισα τους ανθρώπους και αγάπησα τα ζώα» αντιμετωπίζουν τους σκύλους τους σαν παιδιά τους (μεταξύ των οποίων και εγώ), η σειρά της απώλειας πρέπει να είναι αντίστροφη. Μπορεί ένας άνθρωπος να πρέπει να φεύγει πριν από το παιδί του, αλλά πρέπει επίσης να φεύγει και μετά από το σκυλί του. Πίσω πρέπει να μένει εκείνος που είναι φύσει ικανός να εννοιολογήσει τον θάνατο – όπως ο νεότερος άνθρωπος στην πρώτη περίπτωση ή ο άνθρωπος σκέτο στη δεύτερη.
Λένε πως η τεχνητή νοημοσύνη θα καταφέρει σύντομα να «μεταφράζει» τη γλώσσα των σκύλων στην ανθρώπινη. Εάν κατορθωθεί και το αντίστροφο, ίσως ήθελα να μιλήσω στον σκύλο μου για τον θάνατο. Ή και όχι. Δεν έχω πρόβλημα με τη μετάφραση, αλλά με το πρωτότυπο. Δεν θα ήξερα τι να πω για τον θάνατο. Θυμάμαι πως όταν ήμουν παιδί, η μητέρα μου μού ανακοίνωσε τον θάνατο του παππού μου λέγοντας ότι «θα πάει κοντά στον Θεό».
Ηταν μη-απάντηση σε μη-ερώτηση, παραδόξως ικανοποιητική. Θα μπορούσα να την αξιοποιήσω. Αλλά έτσι θα έπρεπε να μιλήσω στον σκύλο μου και για τον Θεό. Υστερα για την ψυχή. Τη δική μου, τη δική του. Θα έπρεπε να προετοιμάσω επικλήσεις μόνο σε πλατωνικές αυθεντίες. Θα απέφευγα τον Ντεκάρτ. Τον οποίο δεν συμπάθησα ποτέ κιόλας, οπότε θα ήταν εύκολο. Αλλά, πάλι, δεν θα έπρεπε να στερήσω από τον σκύλο μου το δικαίωμα στην επιλογή.
Μπορεί να ήθελε να γίνει βουδιστής ή υλιστής. Χειρότερα: ίσως με ρωτούσε γιατί ο (σκυλο-)μπαμπάς με φωνάζει χαϊδευτικά «εβραία σκύλα» και αν αυτό τον καθιστά κατά συνέπεια έναν εβραίο σκύλο, αφού η εβραιοσύνη έρχεται (σκυλο-)μητρόθεν. Οπου θα έπρεπε να του εξηγήσω ότι η όλη συζήτηση αρχίζει να γίνεται επικινδύνως βλάσφημη, αν και θα μπορούσα να βρω κάποιες ραβινικές πηγές που να καλυτερεύουν τη θέση μας. Αλλά, τέλος πάντων, ξέχνα τους Εβραίους. Και όλους τους υπόλοιπους. Γίνε κάτι άλλο. Κάτι που δεν θα σε παρωθεί να βάζεις στην ίδια πρόταση τη λέξη «άνθρωπος» και τη λέξη «εδώ». Κάτι που δεν θα εξαναγκάζει να βάζεις οποιαδήποτε λέξη οπουδήποτε.
Η ιστορία της Αντριάνα Σμιθ
Η Αντριάνα Σμιθ ήταν μια νοσοκόμα από την Τζόρτζια των ΗΠΑ. Τρόπον τινά, είναι ακόμα. Παρουσίασε θρόμβους στον εγκέφαλο και τον Φεβρουάριο κηρύχθηκε εγκεφαλικά νεκρή στο νοσοκομείο όπου νοσηλευόταν.
Εν τούτοις, δεν βγήκε από τη μηχανική υποστήριξη, επειδή ήταν οκτώ εβδομάδων έγκυος και στην Πολιτεία ισχύει αυστηρή απαγόρευση των αμβλώσεων.
Ετσι, η Αντριάνα Σμιθ ή, ακριβέστερα, το σώμα της πρέπει βάσει νόμου να παραμείνει λειτουργικό έως τον Αύγουστο, οπότε οι γιατροί θα το υποβάλουν σε καισαρική και θα πάρουν το [δυνάμει] βρέφος. Στην οικογένεια της Αντριάνα Σμιθ δεν επετράπη να έχει λόγο στην απόφαση.
Επιπλέον, λόγω της συσσώρευσης υγρού στον εγκέφαλό του, το [δυνάμει] βρέφος μπορεί να μην επιβιώσει, ακόμα κι αν βγάλει τη γέννα, ενώ υπάρχει το ενδεχόμενο να είναι τυφλό ή/και παραπληγικό. Θα ήταν κάπως δυσοίωνη ιστορία για το μέλλον της ανθρωπότητας, εάν οι γυναίκες προσμετρούνταν στην ανθρωπότητα.
