Σε αντίθεση με τα καθ’ ημάς, η γερμανική πολιτική κουλτούρα εστιάζει στα αρνητικά μηνύματα των εκλογών και όχι στην άκριτη θριαμβολογία νικητών και χαμένων. Η κυριαρχία του ρεαλισμού έναντι των προθύμων χειροκροτητών ώθησε ήδη τον Σοσιαλδημοκράτη (SPD) καγκελάριο Ολαφ Σολτς σε παραίτηση από τις διαπραγματεύσεις σχηματισμού νέας κυβέρνησης και τον Ελευθεροδημοκράτη (FDP) Κρίστιαν Λίντνερ σε έξοδο από την πολιτική.
Τα στελέχη της «Ενωσης» CDU/CSU δεν έχουν επίσης λόγο να είναι ευχαριστημένα. Αναδείχθηκε πρώτη κοινοβουλευτική δύναμη, αλλά με ποσοστό μόλις 28,5%. Η πρόσφατη κοινοβουλευτική σύμπλευση με το AfD οδήγησε σε αύξηση των ποσοστών του ακροδεξιού κόμματος φέρνοντας την CDU/CSU κάτω από το 30%.
Αυτή η πρωτοβουλία του αυριανού καγκελάριου Φρίντριχ Μερτς προκάλεσε μαζικές διαδηλώσεις και την ασυνήθιστη για τη Γερμανία επανάκαμψη και κριτική της άσπονδης αντιπάλου του, Ανγκελα Μέρκελ.
Τώρα ο Μερτς συναισθάνεται το βάρος της εξουσίας, γιατί απαιτούνται γρήγορες παρεμβάσεις του κράτους σε τομείς όπου αποδεδειγμένα δεν λειτουργεί ο καπιταλισμός της παγκοσμιοποίησης: υποδομές σε δρόμους και νέες τεχνολογίες, ανακαίνιση σχολείων, οικοδόμηση κατοικιών, μείωση των κοινωνικών ανισοτήτων, θωράκιση της άμυνας. Δηλαδή σε ακριβές δημόσιες λειτουργίες, όπου η Γερμανία χωλαίνει τα τελευταία 20 χρόνια και δεν έρχονται επενδύσεις από «μεγιστάνες» του πλούτου.
Η οικονομική κρίση στη Γερμανία και η αλλαγή του διεθνούς περιβάλλοντος μετά την εκλογή Τραμπ στις ΗΠΑ ευνοούν τη στροφή. Η χώρα χρειάζεται νέους πόρους για να συνέλθει από πολλαπλές αναπροσαρμογές: την απώλεια του φθηνού ρωσικού φυσικού αερίου και της τεράστιας εισαγωγικής αγοράς της Κίνας, τα δασμολογικά τείχη που αναμένονται στις ΗΠΑ, την εγκατάλειψη της «πράσινης μετάβασης», τον πόλεμο στην Ουκρανία, την αδρανοποίηση της ΕΕ.
Η προοπτική σχηματισμού κυβέρνησης συνασπισμού CDU/CSU-SPD επιτρέπει εθνικούς και κοινωνικούς συμβιβασμούς. Ο «Μεγάλος Συνασπισμός» (Grosse Koalition) λειτούργησε ευεργετικά στο παρελθόν για τη Γερμανία και την Ευρώπη. Βέβαια, η SPD κατέγραψε το ιστορικά χαμηλότερο εκλογικό ποσοστό της (16,4%) – «ένα καταστροφικό αποτέλεσμα», σύμφωνα με τον πρώην υπουργό Αμυνας και μελλοντικό κομβικό της παίκτη Μπόρις Πιστόριους. Ωστόσο, έχει την ευκαιρία να υιοθετήσει μια κοινωνική ατζέντα που θα την ξεχωρίζει από την CDU/CSU, με την οποία έμοιαζε απελπιστικά μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου – όπως όλα τα δυτικοευρωπαϊκά κόμματα του μεταπολεμικού δικομματισμού.
Η κάλπη ανέδειξε ένα κρυμμένο μήνυμα: οι Γερμανοί ψήφισαν αποπαγκοσμιοποίηση, κρατική προστασία και λογοδοσία. Με απλά λόγια, φόρους και δασμούς. Αυτό δείχνει η άνοδος του αριστερού κόμματος Die Linke (8,77%) και ο καταποντισμός του FDP (4,3%). Τους ανησυχούν ιδιαίτερα οι κοινωνικές ανισότητες, η ακρίβεια, η ανεργία, η μετανάστευση, η αποψίλωση της μεσαίας τάξης. Ψήφισαν και αντιαμερικανισμό, καμουφλαρισμένο ως αντιτραμπισμό, θεωρώντας ότι οι ΗΠΑ εμποδίζουν την επιστροφή της Γερμανίας στις «παχιές αγελάδες».
Ο αντιαμερικανισμός είναι έντονος και στην AfD, παρά το φλερτ με τον Ιλον Μασκ που αποδίδεται στην κοινή αντιμεταναστευτική ρητορική τους. Αποτελεί μέρος του αντισυστημισμού που παραδοσιακά συνέχει τους νέους και πιάνει στην υποβαθμισμένη Ανατολική Γερμανία. Αλλά η άνοδoς της AfD στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης (20,8%) οφείλεται και σε λανθασμένες πολιτικές των κομμάτων που άσκησαν εξουσία, αναποτελεσματικά και άκοπα, με το φόβητρο της ακροδεξιάς.
Οι μάσκες έπεσαν. Η ακροδεξιά έρχεται. Οι πολίτες προτιμούν το πρωτότυπο, και ας είναι τρομακτικό. Εκτός αν αλλάξουν τακτική τα κόμματα που της «έκλεισαν το μάτι». Η Γερμανία, με τη ζοφερή εμπειρία του παρελθόντος της, μπορεί να δείξει τον δρόμο. Ομως πρέπει να βιαστεί προβαίνοντας σε ριζικές αλλαγές. Ο χρόνος μετρά αντίστροφα και επωφελώς για την AfD για τις επόμενες εκλογές του 2029.
Η κυρία Κωνσταντίνα Ε. Μπότσιου είναι καθηγήτρια Ιστορίας και Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Πειραιώς και γενική διευθύντρια του Συμβουλίου Διεθνών Σχέσεων.
