Η οικονομία και η επιχειρηματικότητα μετά τα μνημόνια

 
Η επίτευξη υψηλών ρυθμών ανάπτυξης είναι αναμφισβήτητα το βασικό διακύβευμα της οικονομικής πολιτικής στη χώρα για τα επόμενα χρόνια και κρίσιμη προϋπόθεση για την επίτευξη κάθε άλλου στόχου: της βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους και του ασφαλιστικού συστήματος, της ενίσχυσης της κοινωνικής συνοχής, εν τέλει της ίδιας της ασφάλειας της χώρας.
Ο νέος κύκλος ανάπτυξης δεν μπορεί να βασιστεί στην κατανάλωση αλλά στις επενδύσεις και στις εξαγωγές.
Εγκλωβισμένοι σε παλιές συνήθειες, συνεχίζουμε να αναλωνόμαστε σε μάχες οπισθοφυλακών για την προάσπιση κεκτημένων δικαιωμάτων διάφορων κοινωνικών ομάδων ή για πολιτικές προσωρινής ανακούφισης, που δεν αντιμετωπίζουν τη φτώχεια. Πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι αυτή η προσπάθεια είναι αλυσιτελής και μάταιη εάν η χώρα δεν ξεφύγει από την οικονομική στασιμότητα. Είναι ζήτημα άμεσης προτεραιότητας να σταματήσει η αποεπένδυση η οποία υπονομεύει τις μακροχρόνιες προοπτικές της οικονομίας και τη δυνατότητα της χώρας να κρατήσει τους ανθρώπους της.
Δυστυχώς, η χώρα δεν έχει ανακτήσει ακόμη την εμπιστοσύνη των αγορών, όπως αποτυπώνεται στις αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων, στις τιμές των μετοχών που βρίσκονται σχεδόν σε επίπεδα 2015, στον χαμηλό βαθμό πρόσβασης στις διεθνείς αγορές κεφαλαίων, καθώς και στα capital controls που παραμένουν σε ισχύ. Και αυτό παρότι οι μακροοικονομικές ανισορροπίες έχουν αποκατασταθεί και το εξωτερικό περιβάλλον παραμένει ακόμη και σήμερα αρκετά ευνοϊκό.
Οι φόβοι των αγορών για έλλειψη «ιδιοκτησίας» και αντιστροφή μεταρρυθμίσεων, η αβεβαιότητα, οι υψηλοί φόροι και εισφορές, οι γραφειοκρατικές δυσλειτουργίες αποθαρρύνουν τους επενδυτές και ακυρώνουν τα ισχυρά συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας. Εάν επιθυμούμε μια νέα, παραγωγική οικονομία, δεν μπορούμε να τη συζητάμε ακόμη με τους όρους με τους οποίους ορίζαμε την παλιά: κρατικοδίαιτη, προστατευμένη από τον διεθνή ανταγωνισμό, απομονωμένη από τις διεθνείς οικονομικές και τεχνολογικές εξελίξεις, βασισμένη σε κατανάλωση η οποία υπερβαίνει τα διαθέσιμα εισοδήματα.
Δεν είναι βιώσιμη επιλογή να προκρίνουμε μέτρα βαρύτατης φορολογίας προκειμένου ακριβώς να αποφύγουμε την εφαρμογή πραγματικών μεταρρυθμίσεων. Δεν μπορούμε να επιμένουμε σε μια κλίμακα του φόρου εισοδήματος η οποία δημιουργεί ισχυρά κίνητρα φοροδιαφυγής και τιμωρεί όσους δεν μπορούν να φοροδιαφύγουν, ιδίως τους μισθωτούς οι οποίοι πληρώνουν παγίως τη μερίδα του λέοντος των φόρων, αυτούς ακριβώς δηλαδή τους οποίους θέλουμε να πείσουμε να μη μεταναστεύσουν ή να παλιννοστήσουν. Ούτε να χρησιμοποιούμε πόρους που προορίζονται για επενδύσεις για να καλύψουμε μισθολογικές δαπάνες.
Οσον αφορά το μεγάλο πρόβλημα της ανεργίας, η λύση είναι πολιτικές τόνωσης της ανάπτυξης για τη δημιουργία παραγωγικών και βιώσιμων θέσεων εργασίας στον ιδιωτικό τομέα και όχι επιδοτούμενες θέσεις εργασίας, οι οποίες προορίζονται να καταργηθούν με την παύση της επιδότησης. Πρέπει να επενδύσουμε επαρκώς σε ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης, στην αναβάθμιση των προσόντων των ανέργων, ιδίως των μακροχρονίως ανέργων, και στην αντιστοίχισή τους με τις ανάγκες της αγοράς. Οφείλουμε να εστιάσουμε στη βελτίωση της παραγωγικότητας της οικονομίας, ώστε όλο και λιγότεροι άνθρωποι να αμείβονται με τον κατώτατο μισθό.
Χρειαζόμαστε πολιτικές για τόνωση επενδύσεων, εξαγωγών, στροφή προς την οικονομία της γνώσης και της τεχνολογίας. Επιγραμματικά: βραχυπρόθεσμα θετικό σοκ εμπιστοσύνης και τόνωση της ρευστότητας, μεσοπρόθεσμα τομές στους θεσμούς και στη δημόσια διοίκηση που βελτιώνουν το θεσμικό επιχειρηματικό περιβάλλον με στόχο την προώθηση επενδύσεων και εξαγωγών, μακροπρόθεσμα στροφή πόρων προς τους τομείς των διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών και δραστηριότητες υψηλότερης προστιθέμενης αξίας με κατάλληλο πλέγμα κινήτρων.
Η μείωση των φορολογικών βαρών και των ασφαλιστικών εισφορών είναι απαραίτητη. Δεδομένου όμως ότι οι επιβαρύνσεις δεν θα μειωθούν σε ανταγωνιστικότερα επίπεδα από τη μια μέρα στην άλλη, οφείλουμε να τρέξουμε γρηγορότερα στα μέτρα τα οποία δεν έχουν δημοσιονομικό κόστος αλλά βελτιώνουν δραστικά το επενδυτικό περιβάλλον, από την απλοποίηση της αδειοδότησης επενδύσεων και τις χρήσεις γης, έως τη μείωση του γραφειοκρατικού βάρους στο επιχειρείν και την επιτάχυνση της απονομής δικαιοσύνης. Δεν επαρκεί να είμαστε στον μέσο όρο της Ευρώπης, πρέπει να γίνουμε χώρα βέλτιστων πρακτικών. Και δεν αρκεί να νομοθετούμε τις παρεμβάσεις, πρέπει και να τις εφαρμόζουμε με συνέπεια.
Ενα κύμα εμπροσθοβαρών φιλοαναπτυξιακών παρεμβάσεων θα μειώσει εντυπωσιακά τον κίνδυνο χώρας και άρα το κόστος δανεισμού για κράτος, τράπεζες και επιχειρήσεις. Εκτός από το άμεσο αποτέλεσμα, αυτό θα δώσει και τον απαιτούμενο χρόνο ώστε οι πιο μακροπρόθεσμες παρεμβάσεις να αποδώσουν το πλήρες αποτέλεσμά τους στους δυνητικούς ρυθμούς ανάπτυξης. Οι παρεμβάσεις πρέπει να συνοδεύονται από μια αξιόπιστη δέσμευση για τη σταθερότητα του θεσμικού πλαισίου για ικανό αριθμό ετών ώστε οι επενδυτές να μπορούν με ευχέρεια να κάνουν τον χρηματοοικονομικό τους προγραμματισμό.
Επιπτώσεις υπάρχουν και για την επιχειρηματική κοινότητα. Οι επιχειρήσεις πρέπει να επιδιώξουν ενεργητικότερα τη δημιουργία μεγαλύτερων και πιο παραγωγικών οικονομικών μονάδων και συνεταιριστικών σχημάτων, περισσότερη επένδυση σε έρευνα και τεχνολογία, ένταξη σε διεθνείς αλυσίδες αξίας, νέες εξειδικεύσεις, ιχνηλάτηση των τάσεων της παγκόσμιας αγοράς, πιστοποιήσεις ποιότητας, μάρκετινγκ.
Η ανάπτυξη δεν διατάσσεται. Είναι αποτέλεσμα της δημιουργίας εκείνων των θεσμικών, φορολογικών και διαρθρωτικών προϋποθέσεων που θα βελτιώσουν το οικονομικό κλίμα, τη διαθεσιμότητα πόρων και τις αντικειμενικές συνθήκες άσκησης της οικονομικής δραστηριότητας. Η έξοδος από τα προγράμματα προσαρμογής επιβάλλει να πάρουμε τις τύχες μας στα χέρια μας.
Το πρώτο βήμα σε αυτή την κατεύθυνση είναι να αλλάξουμε τον τρόπο με τον οποίο σκεφτόμαστε την οικονομία.
* Ο κ. Τάσος Αναστασάτος είναι επικεφαλής οικονομολόγος του ομίλου της Eurobank και πρόεδρος του Επιστημονικού Συμβουλίου της Ελληνικής Ενωσης Τραπεζών.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.