Η Ruth Ellis, η τελευταία γυναίκα που καταδικάστηκε εις θάνατον στη Μεγάλη Βρετανία, απαγχονίστηκε στις 13 Ιουλίου 1955, ακριβώς στις 9:01 π.μ. Αυτή η μικρή καθυστέρηση των 60 δευτερολέπτων, δεν οφειλόταν σε κάποια δική της προσπάθεια. Είχε παραδεχτεί από την πρώτη στιγμή ότι είχε σκοτώσει τον εραστή της, David Blakely, την Κυριακή του Πάσχα. Το δικαστήριο την είχε κρίνει ένοχη μέσα σε μόλις 20 λεπτά.
Έξι λεπτά πριν την εκτέλεση της Ruth Ellis, το σωφρονιστικό ίδρυμα Holloway δέχθηκε κλήση από τον Υπουργό Εσωτερικών Gwilym Lloyd George, ο οποίος ανακοίνωσε ότι της είχε παραχωρηθεί αναστολή της ποινής. Η διευθύντρια της φυλακής, Charity Taylor, πέρασε τα επόμενα 360 δευτερόλεπτα στο τηλέφωνο με το Υπουργείο Εσωτερικών, προσπαθώντας απεγνωσμένα να επιβεβαιώσει την είδηση.
Εν τω μεταξύ, η Ruth Ellis περίμενε τον θάνατό της από τον απαγχονιστή Albert Pierrepoint. Τελικά, η Taylor ενημερώθηκε ότι η κλήση ήταν φάρσα και η εκτέλεση θα πραγματοποιούνταν κανονικά. Στις 9:01 π.μ., η Ellis απαγχονίστηκε και ετάφη σε έναν άγνωστο τάφο εντός της φυλακής. Η Ruth Ellis μπορεί να έγινε διάσημη λόγω του θανάτου της, αλλά η ιστορία της ζωής της είναι γεμάτη πάθος και πόνο, η ιστορία μιας γυναίκας που ξέφυγε από ένα κακοποιητικό σπίτι και κατάφερε να διευθύνει ένα από τα πιο διάσημα νυχτερινά κλαμπ του Knightsbridge. Η Ellis έχει αποτελέσει έμπνευση για αμέτρητα θεατρικά έργα, ντοκιμαντέρ, μιούζικαλ και όπερες.
Πριν από λίγες μέρες έκανε πρεμιέρα και η τηλεοπτική σειρά του ITV, A Cruel Love: The Ruth Ellis Story, με την Lucy Boynton να αναλαμβάνει τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Η σειρά «εκθέτει τις διαχρονικές βρετανικές εμμονές με το σεξ, την τάξη και τον θάνατο». Ο εγγονός της Ruth Ellis, Stephen Beard, ελπίζει ότι το πρότζεκτ αυτό, θα ενθαρρύνει τα δικαστήρια να επανεξετάσουν την υπόθεση και να χορηγήσουν χάρη στην γιαγιά του, έστω και μετά θάνατον. «Υπήρξε μια σοβαρή παρατυπία στη δικαιοσύνη, η οποία θα εξηγηθεί μέσω της σειράς και αναρωτιέμαι αν υπάρχει κάποιος δικηγόρος που πιστεύει ότι υπάρχει αρκετό βάρος και ουσία στην υπόθεση για να ξανανοίξει η υπόθεση στο δικαστήριο», δήλωσε στην εφημερίδα The Times τον Φεβρουάριο. «Αν είχε αντιμετωπιστεί επαγγελματικά και με συμπόνια, το συμπέρασμα θα ήταν ότι πρόκειται για περίπτωση συνδρόμου κακοποιημένης γυναίκας και περιορισμένης ευθύνης».


