Στην πόλη Embu της Βραζιλίας, στο τέρμα της οδού Alvarenga, στον αριθμό 5555, ο Rolf Mengele ξαναβρήκε τον πατέρα του, έναν άντρα που είχε να αντικρίσει από την παιδική του ηλικία. Όμως εκείνος που στεκόταν μπροστά του δεν ήταν ο πατέρας που θυμόταν. Ήταν ένας σκελετός ανθρώπου, σχεδόν διάφανος από την ενοχή και το πέρασμα του χρόνου. Ένας εξόριστος όχι μόνο από την πατρίδα του, αλλά κι απ’ την ίδια του την ανθρώπινη υπόσταση. Κι ένας από τους πιο καταζητούμενους εγκληματίες στην ιστορία της ανθρωπότητας.
Ο Josef Mengele, ο διαβόητος γιατρός του Άουσβιτς, ο επονομαζόμενος «Άγγελος του Θανάτου», είχε προετοιμαστεί για χρόνια γι’ αυτή τη συνάντηση. Την περίμενε με αγωνία, αποκαλώντας την τη «μοναδική ανάκριση της ζωής του». Κι όμως, σε ένα από τα γράμματά του προς τον Rolf, είχε ήδη προειδοποιήσει: δεν είχε καμία διάθεση να δικαιολογήσει ή να εξηγήσει τις πράξεις του. «Η ανοχή μου έχει τα όριά της», έγραφε ψυχρά.
Παρά την απροθυμία του να μιλήσει ουσιαστικά για τα εγκλήματά του στο Άουσβιτς, του ζήτησε να έρθει. Τον ικέτεψε να παρατείνει την παραμονή του. Έδωσε οδηγίες με απόλυτη ακρίβεια: να ταξιδέψει με πλαστό διαβατήριο, να εξαφανιστεί αν υποψιαστεί παρακολούθηση, να φύγει χωρίς δεύτερη σκέψη αν έβλεπε τον παραμικρό κίνδυνο. Ήταν μια συνάντηση που είχε στηθεί πάνω στον φόβο και στη μοναξιά. Ο Rolf κατέφτασε στη Βραζιλία με δύο διαβατήρια, πέντε χιλιάδες δολάρια και ένα φορτίο συναισθημάτων που δεν χωρούσε σε καμία αποσκευή.
Ο πατέρας του τού είχε ζητήσει παράξενα πράγματα: ένα λεξικό Λατινικών-Αγγλικών, ανταλλακτικά για την ηλεκτρική του ξυριστική μηχανή, κασέτες, τα Tristia και τις Επιστολές από τον Πόντο του Οβίδιου — έργα εξορίας, καθρέφτες της δικής του απομόνωσης. Και φυσικά, το “Uli”, βιογραφία του Hans Ulrich Rudel, του Ναζί πιλότου και στενού του φίλου από τις μέρες στην Αργεντινή. «Να γίνουμε ρεζίλι και στους Ισραηλινούς πια», ωρυόταν σε μια επιστολή. «Αυτοί τουλάχιστον διατηρούν την εθνική τους υπερηφάνεια».

