Όταν πέφτουν οι τίτλοι τέλους στη «Σπασμένη Φλέβα», ολόκληρη η ζωή σου – και του «Θωμά Αλεξόπουλου», του κεντρικού ήρωα (κατά κόσμον Βασίλη Μπισμπίκη) της νέας ταινίας του Γιάννη Οικονομίδη – έχει ήδη περάσει μπροστά από τα μάτια σου, κυριολεκτικά. Ρώτησα φίλους που είδαμε την ταινία χώρια να μάθω πώς «έγραψε» σε εκείνους, να «μετρήσω» υπόκωφα πόσο φίλοι είμαστε. «Έφυγα ταραγμένος, όλοι φύγαμε ταραγμένοι», μου είπε ο Παναγιώτης. «Μας αναστάτωσε», μου είπε η Έφη κι ο Μάριος.
Τα ταραγμένα τους λόγια με ηρέμησαν. Ώρες ώρες αισθάνομαι ότι ο Οικονομίδης είναι το μόνο «στοιχείο» που επιβιώνει από έναν αναλογικό κόσμο σε μια πλήρως ψηφιοποιημένη και δυστοπική πραγματικότητα. Ίσως γιατί τις ταινίες του τις μαθαίνεις κατά βάση βιωματικά, όπως παλιά. Κάποιος σου λέει μια ατάκα, εσύ δεν καταλαβαίνεις αρχικά αλλά γοητεύεσαι από αυτόν τον συνωμοτικό κώδικα που φέρνει μια λάμψη γέλιου στα μάτια και, κάπως έτσι, αρχίζεις να αναζητάς τρόπους να ανακαλύψεις τον κόσμο του. «Τι θα κάνεις με τη Λίντα Βαγγέλη;», μου έλεγε για χρόνια ο Μάκης. «Φτιάξ’το το μπουρδέλο σου», μου έλεγε ένα ολόκληρο καλοκαίρι η Μπέτη. Δεν καταλάβαινα τίποτα, κάπου πείσμωσα και έναν δεκαπενταύγουστο που στο σοκάκι του νησιού δεν έπεφτε καρφίτσα, τράβηξα τις κουρτίνες, πάτησα “play” και ξεκίνησα την τελετή μύησης στο άγρια όμορφο σύμπαν του Γιάννη Οικονομίδη με το θρυλικό πλέον «Σπιρτόκουτο».
Θυμάμαι να έχω τότε την ίδια αντίδραση με αυτήν που είχα και τώρα στη «Σπασμένη Φλέβα» αλλά και στη «Μπαλάντα». Εννοείται ότι δεν μπορείς να πάρεις τα μάτια σου από την οθόνη και ότι, όσο προχωρά η πλοκή, γνωρίζεις πώς ακριβώς μυρίζει το δωμάτιο που εκτυλίσσεται το στόρι, ιδρώνεις κι εσύ μαζί με τον πρωταγωνιστή και αγωνιάς για τον ίδιο λόγο που αγωνιά κι αυτός. Θα βγει ο Λουκάς από το μπάνιο; Θα δώσει πίσω η Όλγα το «μύριο» στον Σκυλογιάννη; Θα μαζέψει ως τη Δευτέρα τα λεφτά ο Αλεξόπουλος; Για την ιστορία, να πω ότι το μεσημέρι της 16ης Αυγούστου, το καλοκαίρι εκείνο που πρωτοείδα το «Σπιρτόκουτο», θυμάμαι να πηγαίνω στη θάλασσα και επιτέλους να απαντάω στη Μπέτυ: «Πότε θα το φτιάξεις ρε φίλε; Τα Χριστούγεννα; Ναι ρε, τα Χριστούγεννα, όποτε γουστάρω εγώ, το Πάσχα με τον Άγιο Βασίλη», κι εκείνη να πανηγυρίζει γελώντας. Είναι τέτοια η δύναμη της επιδραστικότητας των ταινιών του Οικονομίδη που για λίγες μέρες, συγκεκριμένα από τις 27 Νοεμβρίου που βγήκε η ταινία στις αίθουσες και μέχρι να τη δουν όλοι στην ευρύτερη παρέα, η επικοινωνία μεταξύ μας έπασχε σοβαρά.
Είχαμε ξαφνικά χωριστεί σε αυτούς που έχουν δει τη «Φλέβα» και σε αυτούς που δεν την έχουν δει. «Άντε δες την να συνεννοηθούμε» ήταν η βασική επωδός, σεβόμενοι άπαντες τον απαράβατο κανόνα των σπόιλερ. Κι έπειτα είναι οι χαρακτήρες. Οι χαρακτήρες των ταινιών του Οικονομίδη που, όσο λάθος και να ‘ναι, καταλήγεις να τους λατρεύεις. Μάλλον γιατί σου θυμίζουν κάτι από εσένα εν εξάλλω. Λειτουργούν σαν καθρέφτης. Γελάς με τα χάλια σου. Με τους γονείς σου που φτάσαν εν μία νυκτί να χωρίζουν για μια χαρτοπετσέτα. Με τον εαυτό σου που επαναλαμβάνει την ίδια ατάκα σε υψηλά ντεσιμπέλ, διακοσμημένη πίσω ή μπροστά με τα πιο ευφάνταστα μπινελίκια, μέχρι να φύγει από μέσα σου όλο το κακό. Να εξατμιστεί η οργή και να σταματήσεις να επαναλαμβάνεις την ίδια φράση (όπως οι ήρωες του Οικονομίδη και όπως και ο ίδιος, το οποίο διαπίστωσα κατά τη διάρκεια της συνέντευξης και, όπως καταλαβαίνετε, με ενθουσίασε) εν είδει «μάντρα» που υπόσχεται να λύσει το πρόβλημα που πρέπει κάθε φορά να λυθεί.
Δύο πράγματα θυμάμαι από πολύ μικρός, να θέλω να φύγω από την Κύπρο και να θέλω να κάνω κάτι με το οποίο θα βάλω και εγώ ένα λιθαράκι ώστε να γίνει κάπως ο κόσμος καλύτερος.
