Όταν ξεκίνησε να παίζει την παράσταση «Σέρρα, η Ψυχή του Πόντου» πριν από 3 χρόνια, δεν περίμενε αυτό που θα συνέβαινε 3 χρόνια μετά. Ήταν προγραμματισμένη συντηρητικά για δυο, τρεις ημέρες την εβδομάδα και για μισή σεζόν σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη. Όμως αυτή η βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Γιάννη Καλπούζου, με την εξαιρετική ερμηνεία της Χρύσας Παπά σε 12 διαφορετικούς ρόλους, σε σκηνοθεσία Σωτήρη Χατζάκη έκανε συνεχή sold out, για 3 ολόκληρες σεζόν, κατέκτησε κοινό και κριτικούς, γέμισε αίθουσες όπου και αν παρουσιάστηκε στην Ελλάδα αλλά στο εξωτερικό- στο Βερολίνο, το Ντίσελντορφ, τη Στουτγκάρδη και τη Στοκχόλμη- και τώρα ξεκινάει την καλοκαιρινή της περιοδεία από το Θέατρο Βράχων, την Κυριακή 22 Ιουνίου.
Τι έκανε σημαντική αυτή την παράσταση στα μάτια ενός τόσο μεγάλου κοινού; Μια ιστορία ερωτική και οικογενειακή στο κέντρο της Ιστορίας. Η Λεμονιά παρουσιάζεται στη σκηνή για να αφηγηθεί την ιστορία του πατέρα της και παράλληλα τις ζωές ανθρώπων που αγαπούν, ερωτεύονται και απολαμβάνουν την ομορφιά της ζωής αλλά πώς γίνονται μέρος τραγικών γεγονότων όπως σφαγή των Αρμενίων και Γενοκτονία των Ποντίων.
Η Χρύσα Παπά, δυναμικά εύθραυστη και εύθραυστα δυναμική μάς μιλάει με πάθος για την παράσταση που παίζει με τα δίπολα της αγάπης και της σκληρότητας και μας αποκαλύπτει πώς το έργο συνδέεται με το σήμερα και με τη ζωή της.

Αν οι ηθοποιοί όταν παίζουμε οποιονδήποτε ρόλο, δεν δούμε εμείς την εικόνα του, δεν θα φτάσει κάτω στο θεατή. Επομένως, εγώ είμαι μέσα σε αυτό το σύμπαν.
Σέρρα, η Ψυχή του Πόντου, λοιπόν… Περίμενες την επιτυχία για τρεις ολόκληρες σεζόν με αυτόν το συγκλονιστικό- μονόλογο 12 διαφορετικών προσώπων;
Το πίστευα και δεν μπορώ να νιώσω τίποτε λιγότερο από ευγνωμοσύνη στους ανθρώπους με τους οποίους δουλεύουμε, στον συγγραφέα, στον κόσμο, στον Θεό, στον σύμπαν, στον εαυτό μου σε έναν βαθμό γιατί το κουβαλάω στην πλάτη μου όλο αυτό. Ήταν μια παράσταση που ξεκίνησε για να παιχτεί τρεις μήνες. Είχα κλείσει τότε να παίξω στη Θεσσαλονίκη, δύο τριήμερα και τρεις μήνες, μισή σεζόν, στην Αθήνα. Και θα κλείσω τώρα τρία χρόνια ημερολογιακά, τρεις σεζόν θεατρικές. Είναι σημαντικό κεφάλαιο στη δουλειά μου και στη ζωή μου.
Γιατί πιστεύεις ότι είχε τέτοια απήχηση αυτό το έργο; Τι είναι αυτό, δηλαδή, που κάνει αυτό το έργο, σεζόν τη σεζόν, παράσταση την παράσταση, να θεριεύει και να ανθίζει;
Ο βασικός λόγος νομίζω, είναι ότι έχουμε ένα κείμενο σπουδαίο στα χέρια μας, του Γιάννη του Καλπούζου, που έχει σαν επίκεντρο τη γενοκτονία των Ποντίων, αλλά αφορά σε κάθε άνθρωπο από όποιον τόπο κατάγεται. Έπειτα είναι όλοι μας οι συντελεστές που δουλέψαμε με πολλή αγάπη για αυτή την παράσταση. Και είμαστε τυχεροί σε όλο αυτό γιατί δεν υπάρχει ποτέ ούτως ή άλλως στο θέατρο, συνταγή επιτυχίας. Κάνουμε όλοι ό,τι καλύτερο μπορούμε και από εκεί και πέρα, το κοινό αποφασίζει.
Είναι όμως εξαιρετικά ενδιαφέρον ότι και εσύ μέσα από 12 διαφορετικούς ρόλους μονολόγου που είσαι όλοι εσύ, χωρίς αλλαγές κοστουμιών, αλλά με υποκριτικές, τεχνικές αλλαγές, μας προσφέρεις αυτήν την ρομαντική συγκινητική ιστορία…
Είναι δύσκολος ο μονόλογος για να πετύχεις την ανταπόκριση του κοινού. Γιατί, όπως και να το κάνεις, σε έναν θεατή που ειδικά άμα δεν είναι και πολύ ασκημένος να βλέπει θέατρο, ο μονόλογος δεν είναι κάτι απλό. Δε θέλω να μιλήσω για μένα, αλλά θα σου πω αυτά που λέει ο κόσμος όταν τελειώνει η παράσταση: «Απίστευτο, είδαμε και τους δώδεκα ρόλους». Και όχι μόνο τους δώδεκα, γιατί μετά μιλάω για μιλιούνια που φεύγουν στην εξορία. Κάπως έχει γίνει να έχω συμπρωταγωνιστές μου το φωτισμό και τη μουσική και να δημιουργούνται εικόνες. Το άλλο που μου λένε είναι ότι: «Είναι σαν να είδαμε ταινία ή ντοκιμαντέρ ή να ήμασταν εκεί πάνω σε εκείνα τα μέρη». Προφανώς αυτές οι εικόνες γίνονται από μένα, εγώ τις βλέπω πρώτα. Αν οι ηθοποιοί όταν παίζουμε οποιονδήποτε ρόλο, δεν δούμε εμείς την εικόνα του, δεν θα φτάσει κάτω στο θεατή. Επομένως, εγώ είμαι μέσα σε αυτό το σύμπαν.

Στην παράσταση έχω βρει τεχνική πια να μπορώ να μην κλείνει η φωνή μου από τον κόμπο αλλά είναι κάποιες φορές που τελικά κλαίω, όμως το ξεπερνάω πολύ γρήγορα πια.
Επειδή και οι 12 ρόλοι που παίζεις είναι δύσκολοι, στιβαροί, τελειώνοντας η παράσταση, ποιος είναι αυτός ο ρόλος που σε έκανε να βγεις πιο δύσκολα από αυτόν;
Είναι μία στιγμή που ο πατέρας με την κόρη συναντιούνται μετά από 19 χρόνια. Με αυτή τη σκηνή και τη στιγμή -επειδή εγώ λειτουργώ με τις εικόνες και είμαι βέβαιη ότι έχει συμβεί στη ζωή αυτή, να συναντιέται ο πατέρας με μία κόρη, μετά από πάρα πολλά χρόνια- από τις πρόβες μέχρι σήμερα, με πιάνει κόμπος στο λαιμό. Ειδικά η στιγμή που ο πατέρας λέει «παιδί μου, συγχώρα με». Αυτή η σκηνή της Λεμονιάς και του Γαληνού, του μπαμπά, με συγκινεί πάντα. Και στην παράσταση έχω βρει τεχνική πια να μπορώ να μην κλείνει η φωνή μου από τον κόμπο αλλά είναι κάποιες φορές που τελικά κλαίω, όμως το ξεπερνάω πολύ γρήγορα πια.
Ποιος ρόλος είναι αυτός που είναι πιο κοντά σε σένα από τους 12;
Νομίζω ότι δεν έχω κάποιον πιο κοντά. Όμως έχω έναν ρόλο που με συγκινεί: αυτόν της μάνας. Που τη χωρίζει με τον άνδρα της, η εξορία και εκείνος βρίσκει μια άλλη. Γι’ αυτήν όλη η ζωή της ήταν ο άντρας της. Όταν τον αποχωρίζεται, παραδίδεται στη μοίρα της. Με συγκινεί η συγγνώμη της στον άνδρα της και μία φράση της: «Αν γινόταν να ξαναγεννηθούμε, θα σε έψαχνα σε ολόκληρη την πλάση για να ζήσουμε μαζί, να χαράξουμε διαφορετικά τη ζωή μας. Εσύ και εγώ μαζί».
Έχω την αίσθηση, ότι για να κάνεις αυτή την παράσταση, άφησες πολλά πράγματα άλλα πίσω σου, αλλά πήρες και μια απόσταση από την τηλεόραση. Μετά την πολύ μεγάλη σου επιτυχία στην τηλεόραση, πήρες μια απόσταση σαν να ήθελες να αποτοξινωθείς από τους ρόλους που σε στιγμάτισαν για να μπορέσεις να έρθεις καινούρια…
Ωραίο φαίνεται έτσι όπως το λες, αλλά η αλήθεια είναι απλά ότι δεν προλάβαινα και κουράστηκα πολύ. Δηλαδή την πρώτη χρονιά έκανα την παράσταση Αθήνα-Θεσσαλονίκη με γυρίσματα για τη Γη της Ελιάς, όπου τα γυρίσματα ήταν κατά κύριο λόγο στην Κύπρο. Για να καταλάβεις την Κυριακή είχα παράσταση, τη Δευτέρα ξυπνούσα πέντε ώρες πριν να πάρω το αεροπλάνο για Κύπρο. Και γι' αυτό και δεν συνέχισα στη Γη της Ελιάς. Δεν έβγαινε πια. Και επειδή είναι πάρα πολύ δύσκολη παράσταση σωματικά και φωνητικά και δεν σταματάω να γυμνάζομαι επί τούτου για να αντέχω, να κάνω μαθήματα φωνητικής, να κάνω γιόγκα, να μελετώ, δεν προλάβαινα και αποφάσισα να μην συνεχίσω τηλεόραση εκείνη τη χρονιά για να μπορώ να βγάλω την παράσταση στο επίπεδο που θέλω εγώ να τη φτάσω.

Ξεριζωμός, μια λέξη την οποία βιώνουμε μέχρι σήμερα με καινούριους πολέμους που ξεφυτρώνουν στο πολύπαθο σύμπαν μας. Δηλαδή έχει και αναγωγή στο σήμερα αυτή η παράσταση.
Την αγαπάς όμως την τηλεόραση;
Πάρα πολύ και της έχω ευγνωμοσύνη τεράστια. Και επίσης τη σέβομαι και την εκτιμώ γιατί είναι πολύ δύσκολο είδος. Θέλει πολλή δουλειά, μελέτη και θέλει να είσαι πολύ alert εκείνα τα λεπτά που διαρκεί η σκηνή ενώ στο θέατρο κάνεις τις πρόβες σου και χτίζεις κάτι. Εντάξει, στη τηλεόραση μαθαίνεις λίγο το μηχανισμό. Εγώ τόσο στην τηλεόραση όσο και στο θέατρο, κρατάω πάντα τις σημειώσεις μου.
Έχεις το σύνδρομο της καλής μαθήτριας;
Το είχα παλιότερα αρκετά. Τώρα κάπως το έχω απενοχοποιήσει. Αλλά σίγουρα είμαι πάρα πολύ εργατική, γιατί το γουστάρω πάρα πολύ αυτό. Δεν με νοιάζει ο άλλος να με χαρακτηρίσει καλή ηθοποιό, αλλά θέλω όταν πάω για γύρισμα ή όταν κάνω πρόβες, να γράψω, να κρατήσω όλες μου τις σημειώσεις, που είναι το υλικό και γι’ αυτήν αλλά και για την επόμενη δουλειά μου.
Χρειάστηκε να διαβάσεις την ιστορία των Ποντίων ή την έμαθες μέσα από το έργο;
Και τα δύο. Την ήξερα την ιστορία μέχρι ενός σημείου. Έμαθα και μαθαίνω συνέχεια, γιατί δεν τελειώνουν αυτές τις πληροφορίες. Εμένα η μελέτη μου έγινε επάνω στα ιστορικά γεγονότα μέσα από βιβλία, ντοκιμαντέρ και αφηγήσεις ανθρώπων, συν ό,τι μπορούσα να πάρω μιλώντας με ανθρώπους για να εισπράξω το συναίσθημα. Γιατί η παράσταση αυτή δεν είναι κυρίως ιστορική, είναι κοινωνική. Για μένα το ζητούμενο είναι ότι πίσω από αυτή την ιστορία κρύβονται άνθρωποι, ψυχές και ζωές ανθρώπων. Ερωτευμένοι και πονεμένοι άνθρωποι και οικογενειάρχες και παιδιά. Εμένα η συναισθηματική προσέγγιση με ενδιαφέρει.
Είναι και ο ξεριζωμός…
Φυσικά! Ο ξεριζωμός, μια λέξη την οποία βιώνουμε μέχρι σήμερα με καινούριους πολέμους που ξεφυτρώνουν στο πολύπαθο σύμπαν μας. Δηλαδή έχει και αναγωγή στο σήμερα αυτή η παράσταση. Θα ήταν για μένα ευχής έργον, να μιλούσαμε για κάτι που αφορούσε μόνο στο παρελθόν. Να λέγαμε ότι «η Γενοκτονία των Ποντίων συνέβη πριν από 106 χρόνια –όχι τόσο μακριά από σήμερα- αλλά ευτυχώς που τώρα ζούμε σε ένα ειρηνικό κόσμο». Όσο κάνω αυτή την παράσταση, έχουν γίνει δύο πόλεμοι. Και ο ένας πλέον είναι γενοκτονία, αυτή των Παλαιστινίων. Ας το πούμε με το όνομά της. Υπάρχει ένας δισταγμός στην Ελλάδα. Σκέψου, σε 100 χρόνια από τώρα, που εμείς λογικά δεν θα ζούμε, οι άνθρωποι τότε, να πούνε ότι το 2025, δεν έγινε η Γενοκτονία των Παλαιστινίων, ήταν απλώς θύματα πολέμου. Όχι! Γενοκτονία είναι! Σημασία έχει, πώς να μαθαίνουμε από την ιστορία για να βελτιώνουμε τη ζωή μας και να ζούμε με ειρήνη. Η ιστορία είναι εδώ για το καλό μας. Εμείς όμως δεν ξέρω τι κάνουμε με αυτήν…

Για μένα δεν υπάρχει τίποτα πιο σημαντικό από την αγάπη και τις ανθρώπινες σχέσεις.
Υπήρχε κάποιος, από τους θεατές, που ήρθε μετά από την παράσταση και σε συγκίνησε, με κάποια λόγια του;
Θυμάμαι ένα πολύ έντονο, χαρακτηριστικό περιστατικό, όταν ήμουν στη Θεσσαλονίκη. Εγώ μετά την παράσταση, πάω σουλουπωθώ και μετά βγαίνω να χαιρετίσω τον κόσμο. Στα καμαρίνια συνήθως δεν έρχεται κόσμος. Ωστόσο ήρθαν δύο γυναίκες, μάνα και κόρη, η μάνα αρκετά μεγάλη, και έπεσαν στα πόδια μου και έκλαιγαν. Εγώ έπαθα σοκ. Αφού μου μίλησαν με τρομερή συγκίνηση και τις πήρα μία αγκαλιά, μου χάρισαν μια βελόνα πλεξίματος, λέγοντάς μου: «να ξέρεις ότι αυτό είναι εργαλείο επιβίωσης. Με αυτό επιβίωσε η γιαγιά μου και η προγιαγιά μου. Μ’ αυτό πλέκανε και εμείς ακούγαμε ιστορίες». Όμως τις ίδιες συγκινητικές αντιδράσεις έχει και κόσμος που δεν είναι από τον Πόντο. Για μένα αυτό είναι το μαγικό. Είναι σπουδαίο και για τους ανθρώπους που δεν ξέρουν τίποτα σε σχέση με την ιστορία των Ποντίων να βλέπουν μια παράσταση και να τους συνεπαίρνει αυτή η ιστορία, μαθαίνοντας και το τι συνέβαινε τότε. Γιατί αυτό που γίνεται στην παράσταση είναι ότι επιλέγουμε την ερωτική ιστορία των ανθρώπων σε εκείνα τα χρόνια και πώς ο έρωτας και η αγάπη είναι σωσίβιο γιατί θέλουν, ενώ είναι στην εξορία να ζήσουν, να επιβιώσουν- όχι για τον εαυτό τους- για να συναντήσουν το ταίρι τους ή το παιδί τους.
Για σένα είναι η αγάπη σωσίβιο;
Φυσικά και είναι. Νομίζω, όσο μεγαλώνω και ας πούμε ότι ωριμάζω, για μένα δεν υπάρχει τίποτα πιο σημαντικό από την αγάπη και τις ανθρώπινες σχέσεις. Δεν θέλω να τα ισοπεδώνω όλα. Πολύ ωραία είναι όλα στη ζωή. Αλλά για μένα το πιο σημαντικό είναι η αγάπη. Τίποτα άλλο. Γιατί όλα τα άλλα χωρίς την αγάπη, μου φαίνονται σαν μια άδεια σακούλα.
Δεν ξέρουμε πολλά για σένα. Μόνον ότι είσαι vegan, ότι έχεις σπουδάσει γαλλική φιλολογία και μουσικοθεραπεία. Πώς έχεις καταφέρει να κρατήσεις τα υπόλοιπα προσωπικά σου τόσο κλειστά;
Δεν έχω δυσκολευτεί καθόλου. (γέλια)
Πώς προέκυψε ο βιγκανισμός;
Είμαι 15 χρόνια vegan. Όλα ξεκίνησαν όταν έτρωγα ένα τέλειο μπιφτέκι, όμως ήταν η στιγμή που ένιωσα ότι τρώω ένα σκοτωμένο ζώο. Ήταν τόσο έντονη αυτή η αίσθηση μέσα μου, που είπα δε θα ξαναφάω κρέας. Το κάνω για δύο λόγους. Και για ηθικούς σε σχέση με τα ζώα και το περιβάλλον αλλά και γιατί τα περισσότερα ζώα είναι πια γεμάτα ορμόνες. Προσπαθώ να τρέφομαι όσο καλύτερα γίνεται, πιστεύω γενικώς πολύ στη διατροφή αλλά κάνοντας τη συγκεκριμένη παράσταση που είναι πρωταθλητισμός, είναι πολύ σημαντικό να τρέφομαι σωστά για να μπορώ να αντέχω αυτή τη μία ώρα και τριάντα λεπτά που διαρκεί παράσταση.

Δεν ξέρω αν θα έβαζα τον τίτλο «έχω αγαπήσει τον εαυτό μου». Εύχομαι να το κάνω. Όμως η αλήθεια είναι ότι εγώ μπορώ να είμαι μόνη μου ακόμα και μέσα σε κόσμο.
Το άλλο που ξέρουμε είναι ότι είσαι ένας άνθρωπος πολύ ελεύθερος και ανεξάρτητος και μπορείς να κάνεις και πράγματα μόνη σου, όπως ταξίδια ας πούμε…
Τα τελευταία χρόνια το κάνω αυτό. Έχω αποφασίσει ότι δεν θα περιμένω για να ζήσω. Δεν το λέω σαν το θυμωμένο παιδί που κάθεται στη γωνία. Το λέω ως απόφαση ότι είμαι ελεύθερη. Έχω τους ανθρώπους μου, που είναι δίπλα μου αλλά σε μία απόφαση δική μου να πάω ένα ταξίδι, εκείνοι μπορεί να μην μπορούν λόγω χρόνου, οικονομικών, διάθεσης, να μη συμφωνούμε στα γούστα μας. Δεν πειράζει. Θα το κάνω μόνη μου. Ταξιδεύω και μόνη μου πάρα πολύ.
Ποια είναι η καλύτερη συμβουλή για να ταξιδεύει κανείς μόνος του;
Να κάνει καλή παρέα με τον εαυτό του. Εγώ στην καραντίνα δυσκολεύτηκα όπως όλοι μας, αλλά πέρασα καλά μόνη μου. Δεν με βαριέμαι καθόλου.
Είναι δύσκολος ο δρόμος να αγαπήσεις τον εαυτό σου, για να φτάσεις σε σημείο να πεις ότι θα πάω ταξίδι μόνη μου;
Δεν ξέρω αν θα έβαζα τον τίτλο «έχω αγαπήσει τον εαυτό μου». Εύχομαι να το κάνω. Όμως η αλήθεια είναι ότι εγώ μπορώ να είμαι μόνη μου ακόμα και μέσα σε κόσμο. Απομονώνομαι κάπως. Ωστόσο για μένα το να κάνουμε πράγματα μόνοι μας ή να μένουμε μόνοι μας, είναι φροντίδα και αγάπη στον εαυτό μας και αυτό το γνωστό τσιτάτο που λέμε «αν δεν τα έχεις βρει με τον εαυτό σου, δεν μπορείς να τα βρεις με τους άλλους» έχει και μεγάλη δόση αλήθειας.
Στη ζωή σου λοιπόν υπάρχει ένας «σημαντικός άλλος» με τον οποίο τα έχεις βρει;
Τα βρίσκω με ανθρώπους, πολύ πιο εύκολα από ότι στο παρελθόν, γιατί δεν ζητώ πάρα πολλά πια. Νομίζω τουλάχιστον. Με ενδιαφέρουν τα απλά πράγματα στους ανθρώπους όπως η εντιμότητα και η ντομπροσύνη, αν και δεν είναι τόσο απλό, εύκολο και συχνό να το βρεις. Και έτσι πως έχει αγριέψει η ζωή μας και πολύ περισσότερο σε εμάς που μένουμε στην Αθήνα, γίνεται περίπλοκο με τα χρόνια αυτό. Και το βλέπω πρώτα απ' όλο απ' τον εαυτό μου. Εγώ προσπαθώ όσο μεγαλώνω, το δαχτυλάκι με το οποίο ως συνήθως δείχνουμε τον άλλον, να το γυρίσω στον εαυτό μου πρώτα. Κάνω μεγάλη προσπάθεια με αυτό. Σε έναν βαθμό το καταφέρνω για να μην ζητάω μόνο από τον σύντροφό μου. Νιώθω πάντως ότι είμαι τυχερή στις σχέσεις μου.
Αισθάνομαι ότι ζεις κόντρα σε στερεότυπα και στις απαιτήσεις της κοινωνίας που μιλούν για γάμους και παιδιά. Ωστόσο εσύ, ως κόρη δύο γονιών από τη Θεσσαλονίκη και τον Πόντο, πόσο πολύ έχεις πιεστεί να ικανοποιήσεις αυτές τις κοινωνικές απαιτήσεις;
Δυστυχώς, γεννιόμαστε με τα στερεότυπα, από την κοιλιά της μάνας μας. Αυτό πάει από γενιά σε γενιά. Εύχομαι κάπως να αρχίσει να αλλάζει αυτό για να ζούμε λίγο πιο ελεύθεροι οι άνθρωποι. Αυτό είναι το ζητούμενο. Όχι να αποδείξουμε τίποτα σε κανέναν. Και εγώ μεγάλωσα με αυτό το στερεότυπο, να κάνω μια οικογένεια νωρίς, να μπω στο δημόσιο, έχοντας τελειώσει και τη Γαλλική Φιλολογία… Όμως ήταν όλο άλλο για μένα. Αφού λέω στις γονείς μου, μήπως με έχετε μπερδέψει και δεν είμαι δικό σας παιδί; Δεν με ονειρεύτηκα ποτέ έτσι. Στα πρώτα χρόνια της ζωής μου, είχα πιο μεγάλες σχέσεις και οι σύντροφοί μου είχαν μπει σ’ αυτή τη διαδικασία. Ευτυχώς που δεν μου προέκυψε γάμος και παιδί, γιατί με τους ανθρώπους αυτούς χώρισα, από τις μεγάλες μου σχέσεις. Δεν θα πείραζε, βέβαια αλλά τα πράγματα, καλώς έχουν γίνει έτσι. Είμαι σε μια καλή φάση σε σχέση με αυτά τα στερεότυπα, αλλά τα τελευταία χρόνια το έχω επεξεργαστεί και εγώ πολύ, για να δω τι χωράει τελικά απ’ αυτά στα δικά μου κουτάκια;

Εμένα αυτό που με ενδιαφέρει είναι να προκύπτουν όλα μέσα από μια ελευθερία, όχι μέσα από ένα «πρέπει».
Τι χωράει σ’ αυτά τα κουτάκια λοιπόν;
Κοίταξε, δεν έχω πει ποτέ, αυθόρμητα ότι θέλω να κάνω παιδιά ούτε ότι δεν θέλω. Δεν έχω νιώσει όμως την επιθυμία να θέλω να το κάνω, αλλιώς φαντάζομαι θα μου συνέβαινε. Εμένα αυτό που με ενδιαφέρει είναι να προκύπτουν όλα μέσα από μια ελευθερία, όχι μέσα από ένα «πρέπει». Ότι πρέπει να κάνω παιδί, γιατί πρέπει να είμαι χρήσιμη στην κοινωνία, αλλιώς δεν είμαι. Ότι για να είμαι ολοκληρωμένος ως άνθρωπος, πρέπει να γίνω μητέρα. Εμένα δεν είναι δικά μου αυτά τα πρέπει. Δεν αποκλείω ούτε να κάνω ένα παιδί, όσο μου το επιτρέπει η ηλικία μου, ούτε αποκλείω να παντρευτώ αλλά δεν θέλω να το κάνω για να αποδείξω σε κάποιον ότι δεν έχω μείνει στο ράφι, ότι είμαι τακτοποιημένη ή ότι « έφτιαξα τη ζωή μου». Ευτυχώς οι γονείς μου σταμάτησαν να μου το ζητάνε εδώ και χρόνια. Εγώ θέλω να φτιάξω τη ζωή μου όπως και τη δουλειά μου με αγάπη.
Επειδή έθεσες το θέμα του χρόνου και της ηλικίας, αισθάνεσαι ότι στις γυναίκες ηθοποιούς μεγαλύτερης ηλικίας, υπάρχει ένας ηλικιακός ρατσισμός για την επιλογή τους σε κάποιον πρωταγωνιστικό ρόλο;
Λίγο νομίζω ότι αλλάζει τελευταία αυτό στις τηλεοπτικές σειρές. Έχουμε δει γυναίκες πιο μεγάλης ηλικίας, να τους δίνονται κάποιοι ρόλοι πρωταγωνιστικοί. Αυτό δε σημαίνει ότι δεν υπάρχει ηλικιακός ρατσισμός. Είναι ξεκάθαρος. Ένας άντρας που είναι 60 χρονών είναι αλλιώς, για τον παραγωγό, τον σκηνοθέτη, για το κοινό από μια γυναίκα αντίστοιχης ηλικίας.
Και ειδικά μία γυναίκα, αν έχει ξεκινήσει και δουλεύει και τα προηγούμενα 20-30 χρόνια στην τηλεόραση, υπάρχει και αυτή η κλασσική φράση, που έχουμε ακούσει όλοι στα σπίτια, που λένε «πώ πω, μεγάλωσε η τάδε». Το έχω ακούσει από τους γονείς μου για κάποιους ηθοποιούς, που τους έχουν δει σε παλιές ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου και μετά τους έβλεπαν σε κάποιες σειρές. Και αυτό υπάρχει περισσότερο για τις γυναίκες. Για τους άνδρες που μεγαλώνουν «είναι σαν το παλιό καλό κρασί» και οι ρυτίδες τους είναι η γοητεία τους. Ενώ σε εμάς «φοριέται» μια τεράστια αγωνία να πρέπει να διατηρηθούμε νέες.
Εσένα σου έχει δημιουργηθεί μια τέτοια αγωνία;
Εμένα όχι ακόμη, αλλά επειδή την έχω ζήσει και την έχω εισπράξει σε συναδέλφους στο επαγγελματικό μου περιβάλλον, θέλω να τη δουλέψω μέσα μου, να με πιάσει όσο λιγότερο γίνεται τουλάχιστον.
Επειδή ξεκίνησε από το χώρο του θεάτρου, δε σημαίνει ότι η παρενόχληση, η κακοποίηση, η κακή διαχείριση της εξουσίας δεν συμβαίνει σε άλλους χώρους.
Το κίνημα #metoo που ξεκίνησε από σας, πώς σου φαίνεται σήμερα; Έχει αλλάξει κάτι;
Όταν έσκασε αυτή η ιστορία, με έπιασε πολύ μεγάλη ταραχή διότι πολλά από αυτά τα ήξερα. Και πάντα λέγαμε με συναδέλφους, «τι θα γίνει με τον τάδε, δεν θα το σταματήσει αυτό ακόμα;». Για έναν συγκεκριμένο, ήξερα το ένα δέκατο τελικά. Η ταραχή που με έπιασε, λοιπόν, ήταν διότι όλο αυτό που ήταν κρυφό, ξαφνικά έγινε ένα «θεριό» που ξύπνησε και το είδαμε κατάματα. Και μαζί με έπιασε και μια χαρά. Είπα «επιτέλους»! Δεν μπορώ να το ξέρω από πρώτο χέρι, αλλά είμαι βέβαιη ότι είναι πολλές ιστορίες που δεν έχουν ειπωθεί. Και δεν νομίζω ότι θα ειπωθούν. Από την άλλη, υπήρξαν και πράγματα που ειπώθηκαν χωρίς λόγο. Ωστόσο, αν πρέπει να πούμε κάτι επί της ουσίας, νομίζω ότι θέλουμε πολύ καιρό ακόμα να καταλάβουμε αν αυτό το κίνημα θα πιάσει τόπο ή όχι. Από αυτό που ακούω από συναδέλφους, έχω την εντύπωση πάντως ότι δεν έχει αλλάξει κάτι. Δυστυχώς η εξουσία είναι πολύ μεγάλο πρόβλημα, αν δεν ξέρει ο ίδιος άνθρωπος να τη διαχειρίζεται. Επίσης, επειδή ξεκίνησε από το χώρο του θεάτρου, δε σημαίνει ότι η παρενόχληση, η κακοποίηση, η κακή διαχείριση της εξουσίας δεν συμβαίνει σε άλλους χώρους. Επειδή είμαστε κάτω από τα φώτα και κυριολεκτικά και μεταφορικά αυτό φωτίστηκε παραπάνω. Και σίγουρα να ξεκαθαρίσουμε ότι δεν είναι όλοι άνθρωποι του χώρου μας έτσι. Εγώ έχω γνωρίσει σπουδαίους, πολύ καλούς, πολύ δίκαιους αλλά και πολύ κακούς ανθρώπους στο θέατρο, όπως συμβαίνει και στην κοινωνία μας.
Εσένα, σου έχει συμβεί κάτι από όλα αυτά;
Όχι, αλλά πιστεύω ότι ήταν πραγματικά θέμα τύχης. Όχι θέμα χαρακτήρα. Γιατί και δυναμική να είσαι, δεν ξέρεις σε τι στιγμή μπορεί να σε βρει αυτή η κακή συμπεριφορά και πώς θα είναι απέναντί σου.
Γιατί έγινες ηθοποιός;
Γιατί ερωτεύτηκα το θέατρο και όλη τη μαγεία του. Και εξακολουθώ και είμαι ερωτευμένη μαζί του.
Και μάλλον ερωτεύτηκες και αυτήν την παράσταση. Αυτήν την Κυριακή, 22 Ιουνίου έχουμε ένα ραντεβού εσύ και εμείς στο θέατρο Βράχων με την παράσταση «Σέρρα, η Ψυχή του Πόντου» και κάπως έτσι ξεκινάει η καλοκαιρινή σου περιοδεία…
Έκανα περιοδεία στη μισή Ελλάδα, δεν προλάβαμε σε όλη και σε πολλά μέρη της Ευρώπης με πάρα πολύ ωραίες εμπειρίες όλα αυτά χρόνια. Καλοκαιρινή περιοδεία όμως, δεν έχουμε κάνει ποτέ. Δεν έχει παρουσιαστεί σε ανοιχτούς χώρους η παράσταση. Θα κάνουμε τώρα ξεκινώντας από το θέατρο Βράχων, την Κυριακή 22 Ιουνίου και μετά θα πάμε σε κάποιες επιλεγμένες πόλεις. Ανυπομονώ να ανέβω στη σκηνή, να πάρω τον κόσμο από το χέρι και να πάμε ένα ταξίδι.