Στις αρχές της δεκαετίας του 2000, το Ισραήλ βρισκόταν μπροστά σε ένα ασυνήθιστο δίλημμα: ποιο τραγούδι θα εκπροσωπήσει τη χώρα στον ετήσιο διαγωνισμό Eurovision; Από τα 83 κομμάτια που υποβλήθηκαν, η ραδιοτηλεοπτική αρχή επέλεξε το “Sameach” – το οποίο αργότερα μετονομάστηκε σε “Be Happy” στην αγγλική του εκδοχή. Αυτό το τραγούδι, το οποίο είχε γράψει ο Γκάι Ασσίφ και ο Τσίκι Άραντ, δύο από τα τέσσερα μέλη του συγκροτήματος “Ping Pong”, είχε έναν άκρως αμφιλεγόμενο χαρακτήρα.
Αυτό που κανείς δεν ήξερε τότε ήταν ότι, για τον Άραντ, το τραγούδι αυτό ήταν το χειρότερο κομμάτι του νέου τους δίσκου. Παρά το γεγονός ότι το τραγούδι είχε γραφτεί με χιούμορ και ήταν εντελώς αδιάφορο για εκείνους, αποφάσισαν να το στείλουν για να γελάσουν, χωρίς να περιμένουν ποτέ ότι θα επιλεγεί για να εκπροσωπήσει το Ισραήλ στον μεγαλύτερο ευρωπαϊκό διαγωνισμό μουσικής. Το συγκρότημα ήταν μέχρι εκείνη τη στιγμή παντελώς άγνωστο και χωρίς καμία εμπορική επιτυχία.

Ωστόσο, το τραγούδι τους επιλέχθηκε, και οι προετοιμασίες για την Eurovision ξεκίνησαν άμεσα. Ήταν τότε που άρχισαν τα προβλήματα. Το βιντεοκλίπ του “Be Happy” πυροδότησε μια έντονη συζήτηση. Όταν κυκλοφόρησε, τα μέσα ενημέρωσης και η ραδιοτηλεοπτική αρχή του Ισραήλ το θεώρησαν προκλητικό και σεξιστικό. Οι δύο γυναίκες του συγκροτήματος κρατούσαν αγγούρια και τα χρησιμοποιούσαν για να δημιουργούν κινήσεις που έμοιαζαν με σεξουαλικά υπονοούμενα. Από την άλλη, οι δύο άντρες του συγκροτήματος αγκαλιάζονταν και φιλιούνταν στο στόμα, κάτι που προκάλεσε ακόμα περισσότερη αναστάτωση.
Η σάτιρα και οι προκλητικές κινήσεις του βιντεοκλίπ, σε συνδυασμό με τη δήλωση του Γκάι Ασσίφ ότι το κομμάτι είχε “bisexual” στοιχεία, ενίσχυσαν την ένταση γύρω από το συγκρότημα. Το “Be Happy” δεν ήταν μόνο ένα τραγούδι για τη Eurovision, αλλά έγινε και σημείο αντιπαράθεσης για τις αντιλήψεις γύρω από την σεξουαλικότητα και την αποδοχή της διαφορετικότητας στη μουσική και την κοινωνία.




