Υπάρχουν ιστορίες που δεν χρειάζονται υπερβολές για να προκαλέσουν ενδιαφέρον. Αρκεί να τις κοιτάξεις με προσοχή. Η πορεία της Ιωάννας Τούνη, από ένα τηλεοπτικό παιχνίδι μόδας στο prime time του 2017 μέχρι τη δημιουργία μιας επιχείρησης με κύκλο εργασιών άνω των δύο εκατομμυρίων ευρώ, είναι μια τέτοια ιστορία. Όχι επειδή είναι παραμύθι, αλλά επειδή είναι καθρέφτης. Ένας καθρέφτης της Ελλάδας του 2025, όπου το Instagram μπορεί να γίνει εργαλείο κεφαλαιακής συσσώρευσης, και το lifestyle να μετατραπεί σε λογιστικό ισολογισμό.
Η Τούνη ανήκει στη γενιά των γυναικών που δεν περίμεναν ευκαιρίες από κάποιον άλλον· τις έφτιαξαν μόνες τους. Το τηλεοπτικό της ντεμπούτο στο «My Style Rocks» μπορεί να ξεκίνησε ως ένα reality βασισμένο στο στιλ και την εικόνα, αλλά η ίδια το μετέτρεψε σε εφαλτήριο. Ένα πείραμα αυτοπαρουσίασης που κατέληξε σε case study ψηφιακής επιχειρηματικότητας. Εκεί όπου οι περισσότερες συμμετέχουσες είδαν προβολή, η Τούνη διέκρινε κεφάλαιο.
Από τότε μέχρι σήμερα, το όνομά της έχει γίνει συνώνυμο με μια νέα μορφή οικονομικής δραστηριότητας: την επιχειρηματικότητα της επιρροής. Στην εποχή των influencers, η Τούνη ξεχώρισε γιατί δεν παρέμεινε απλώς πρόσωπο. Έγινε εταιρεία. Η J. TOUNI Μονοπρόσωπη Ι.Κ.Ε., που φέρει το όνομά της, δηλώνει για το 2024 κύκλο εργασιών 2.063.213 ευρώ — αυξημένο κατά 22% από το προηγούμενο έτος — και καθαρά κέρδη 1,54 εκατομμύρια ευρώ. Πρόκειται για ποσοστά κερδοφορίας που σπάνια συναντώνται σε επιχειρήσεις μόδας, ειδικά σε μια χώρα όπου οι περισσότερες start-up ιδέες διαλύονται προτού περάσουν το δεύτερο έτος λειτουργίας τους.
Η ανάγνωση των οικονομικών της στοιχείων αποκαλύπτει μια εικόνα αξιοσημείωτα σταθερή. Η εταιρεία της λειτουργεί χωρίς τραπεζικό δανεισμό, με χαμηλές υποχρεώσεις και ενεργητικό που ξεπερνά τα 3,4 εκατομμύρια ευρώ. Η αύξηση των πάγιων στοιχείων από 5.847 ευρώ το 2023 σε 242.023 το 2024 δείχνει επένδυση σε υποδομές — αποθήκες, logistics, ίσως νέα γραφεία ή στούντιο παραγωγής. Δεν πρόκειται για μια επιχείρηση βιτρίνας, όπως πολλοί ίσως θα υπέθεταν· αλλά για μια επιχείρηση με σχέδιο, πειθαρχία και προφανή διοικητική οργάνωση.
Πίσω όμως από τα νούμερα, υπάρχει πάντα μια αφήγηση. Και η αφήγηση της Τούνη δεν είναι απλώς εκείνη μιας “επιτυχημένης γυναίκας”. Είναι το σύμπτωμα μιας γενιάς που μεγάλωσε με την υπόσχεση ότι η εικόνα μπορεί να γίνει νόμισμα. Για τους περισσότερους αυτό αποδείχθηκε ψευδαίσθηση· για εκείνη, μηχανισμός επιβίωσης.
Το brand “TOUNI” δεν πουλά μόνο ρούχα. Πουλά μια εκδοχή ζωής: την ελευθερία της αυτοπαρουσίασης, την πολυτέλεια της ανεξαρτησίας, το όνειρο ότι μπορείς να χτίσεις μια επιχείρηση ξεκινώντας από το κινητό σου. Όλα αυτά, ωστόσο, απαιτούν απόλυτο έλεγχο – μια σχεδόν στρατιωτική πειθαρχία. Το περιβόητο “ένα story κοστίζει 350 ευρώ + ΦΠΑ” ή “ένα πακέτο συνεργασίας φτάνει τα 1.200” δεν είναι απλώς τιμές· είναι η τιμολόγηση της προσοχής, ενός άυλου προϊόντος που έχει γίνει το νέο πετρέλαιο της εποχής μας.
Η Ιωάννα Τούνη, με τον δικό της τρόπο, λειτουργεί περισσότερο σαν CEO παρά σαν influencer. Ο τρόπος που δομεί τις συνεργασίες της, που προωθεί τα προϊόντα της, που ελέγχει τη δημόσια εικόνα της, θυμίζει μικρή πολυεθνική με βάση τη Θεσσαλονίκη. Όμως το πιο ενδιαφέρον κομμάτι αυτής της ιστορίας δεν είναι η επιτυχία· είναι το πώς η επιτυχία αυτή επαναπροσδιορίζει το τι σημαίνει “επιχειρηματικότητα” στην Ελλάδα.
Στη χώρα που για δεκαετίες ταυτίζαμε την επιχειρηματικότητα με “γνωριμίες” ή “κεφάλαιο”, εμφανίζεται μια γυναίκα που κατάφερε να κεφαλαιοποιήσει κάτι άλλο: τον εαυτό της. Δεν κληρονόμησε, δεν εξαγόρασε, δεν παντρεύτηκε κάποιον με έτοιμο brand αλλά το δημιούργησε. Αυτό, όσο κι αν προκαλεί ειρωνικά χαμόγελα σε μερίδα του κοινού, είναι μια μορφή πραγματικής εργασίας. Μπορεί να μην είναι “παραδοσιακή” παραγωγή, αλλά είναι εργασία στρατηγική, επικοινωνιακή, συναισθηματική. Και, αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, βαθιά σύγχρονη.
Υπάρχει, βέβαια, και η άλλη ανάγνωση. Η κοινωνία που επιβραβεύει την αυτοπροβολή δεν είναι πάντα υγιής· τα όρια ανάμεσα στο προσωπικό και το επαγγελματικό γίνονται δυσδιάκριτα, και η “αυθεντικότητα” μετατρέπεται σε προϊόν προς πώληση. Όπως κάθε επιτυχημένος influencer-επιχειρηματίας, έτσι κι εκείνη λειτουργεί σε ένα διαρκές θεατρικό έργο, όπου η ίδια είναι ταυτόχρονα πρωταγωνίστρια και εμπορικό σήμα. Το κοινό αγοράζει προϊόντα, αλλά ταυτόχρονα αγοράζει και μια ψευδαίσθηση οικειότητας.
Κι όμως, ίσως αυτό να είναι το τίμημα της εποχής μας: δεν μας αρκεί να αγοράσουμε κάτι· θέλουμε να αγοράσουμε κάποιον. Το success story της δείχνει πώς αυτό το «κάποιος» μπορεί να μετατραπεί σε εταιρική ταυτότητα.
Η ίδια, σήμερα, σχεδιάζει το επόμενο βήμα: ένα πιθανό άνοιγμα στο εξωτερικό, ίσως μέσω franchise. Παράλληλα, επενδύει σε real estate: ένα νεοκλασικό στη Θεσσαλονίκη που ανακαινίζεται με σκοπό να στεγάσει γραφεία ή showroom. Είναι σαν να επιστρέφει το lifestyle εκεί απ’ όπου ξεκίνησε: στη φυσική του υπόσταση, στους τοίχους, στα θεμέλια. Από το ψηφιακό στο πραγματικό.
Το ερώτημα δεν είναι αν θα πετύχει. Πιθανότατα θα το κάνει. Το ερώτημα είναι τι σημαίνει επιτυχία σε μια εποχή όπου η δουλειά, η εικόνα και η ζωή συγχωνεύονται σε ένα και το αυτό. Δεν είναι απλώς μια γυναίκα που “τα κατάφερε”. Είναι το παράδειγμα του πώς μια γενιά μαθαίνει να εμπορεύεται τον εαυτό της χωρίς να τον χάνει ολοκληρωτικά. Ή τουλάχιστον, όχι ακόμα.
Κι εκεί ακριβώς βρίσκεται η ουσία. Ότι η ιστορία της δεν είναι απλώς “μια ακόμα ιστορία influencer”, αλλά το χρονικό μιας εποχής όπου η επιχειρηματικότητα δεν χρειάζεται πια γραβάτα, ούτε γραφείο, ούτε καν γραμμή παραγωγής. Χρειάζεται ένα κοινό, μια ιδέα, κι ένα τηλέφωνο με καλή κάμερα. Και, όπως αποδεικνύεται, μερικοί μπορούν να χτίσουν ολόκληρες αυτοκρατορίες πάνω σε αυτό.
