Αλλιώς ήθελα να ξεκινήσω το κείμενο αυτό, όμως πριν λίγο μία συνάδελφος μοιράστηκε μαζί μου μία πληροφορία που εγώ τουλάχιστον δεν την ήξερα. Δεν ξέρω και πώς να τη διαχειριστώ. Και η αλήθεια είναι ότι με τον κίνδυνο να κάνω επίκληση στο συναίσθημα, θέλω να τη μοιραστώ μαζί σας γιατί σκέφτομαι ότι με εξαίρεση τους "γονείς", δεν υπάρχει κάτι που να μην είναι συναίσθημα στην ιστορία του 3χρονου Άγγελου από την Κρήτη που είναι πλέον εγκεφαλικά νεκρός.
Έμαθα λοιπόν ότι ο μικρός Άγγελος λίγο πριν μπει στην εντατική και πέσει σε κώμα, άνοιξε για λίγο τα ματάκια του και ψέλλισε "μαμά". Γιατί εκείνος δεν ήξερε άλλο πρόσωπο για να νιώσει ασφαλής και προστατευμένος παρά τη μαμά του και αυτή επικαλέστηκε τη δύσκολη ώρα, στην οποία όμως τον έφερε εκείνη και ο πατριός του.
Κανένα χέρι δεν ήταν εκεί να πιάσει το μικρό δικό του ταλαιπωρημένο χεράκι. Νοερά ήταν τα χέρια μιας ολόκληρης κοινωνίας κοντά του. Η αγκαλιά μας, η προσευχή μας, η αγάπη μας, ο πόνος μας και η οργή μας.
Βία, διεστραμμένη κακοποίηση και όταν ο μικρός Άγγελος έφτασε στην εντατική, ζήτησε τη μητέρα του, όμως κανένα χέρι δεν ήταν εκεί για να του χαϊδέψει το κεφαλάκι του. Κανένα χέρι δεν ήταν εκεί να πιάσει το μικρό δικό του ταλαιπωρημένο χεράκι. Νοερά ήταν τα χέρια μιας ολόκληρης κοινωνίας κοντά του. Η αγκαλιά μας, η προσευχή μας, η αγάπη μας, ο πόνος μας και η οργή μας.
Είναι πολλά τα συναισθήματα από τη στιγμή που ξετυλίχτηκε η ιστορία του μικρού Άγγελου (κυριολεκτικά και ονομαστικά):