Μια παραβολή στους καιρούς των ίντερνετ: ένας φίλος, το 2016, πήγε για δεκαπέντε μέρες στο νησί της βακχείας, των χρυσαφί monokini και της στιλπνής φράντζας και ούτε που καταδέχτηκε να ταΐσει το θηρίο με ποσταρίσματα και φωτό στα σόσιαλ. Προτίμησε να βαρυστομαχιάζει ο ίδιος, καθημερινά, με έξτρα επιδόρπια καλοπέρασης και σος από αλλόκοτες πληροφορίες, που εκεί όμως, στο νησί αυτό, έμοιαζαν έλλογες.
Στη συνέχεια, ακολούθησε ένα 10ήμερο σε έναν άλλο κυκλαδίτικο βράχο, πιο σεμνό και χαμηλοβλεπούσικο. Τα ποσταρίσματα άρχισαν βροχή. Και να τα ανφάς και να τα προφίλ και να τα γκρο πλαν.
«Βαριέσαι, ε;», τον ρωτάω καταφατικά όταν μιλήσαμε στο τηλέφωνο. «Κάργα» απαντάει.
Συμπέρασμα: η ζωή στα ίντερνετ οφείλει -σχεδόν επιβάλλεται- να είναι έστω και προκάτ ενδιαφέρουσα. Να φοράει σώνει και ντε τα καλά της. Άλλωστε, κανένα δίποδο με αγωγή δεν ανοίγει την πόρτα του σπιτιού του, να υποδεχτεί τους μουσαφίρηδες, φορώντας στραβοπατημένες παντόφλες.
Το ίδιο επιδερμικό μοντέλο συμπεριφοράς έχει και ο παρατηρητής της ψηφιακής αυτής ζωής.