Σηκώνει το χέρι, με χαιρετά από μακριά, μόλις και μετά βίας μπορώ να διακρίνω τη χαρμόσυνη έκφραση στο πρόσωπό του. Σηκώνω κι εγώ το χέρι μου, ανταποκρίνομαι ενθουσιασμένη με ένα νεύμα του κεφαλιού.
Αυτός ο σιωπηλός διάλογος με τον μόνιμα πράο και κάπως επιβαρυμένο από τα χρόνια γείτονα, με τον οποίο η σχέση μας στηρίζεται στα αβαθή «καλημέρα», «καλησπέρα», «βόλτα με το σκυλάκι, ε;», «άλλαξε ο καιρός», με κάνει να αισθάνομαι όμορφα.
Η απουσία οποιασδήποτε προσποιητής αγνόησης του συνανθρώπου, η στιγμιαία επιβράβευση της συνύπαρξης, η καλοπροαίρετη και ελαφρώς αναχρονιστική επιβεβαίωση της παρήγορης γειτνίασης.
Μια κάποια απάντηση στο ψυχρό «παρακαλώ, περάστε την κάρτα σας» του αυτόματου πωλητή ή στο «πατήστε #2 για να καταχωρήσετε το ραντεβού σας» του αυτόματου τηλεφωνητή. Μία υπενθύμιση ότι οι κοινωνίες των ανθρώπων στηρίζονται στο ένστικτο της εγγύτητας όμοιας με αυτή των ζώων.
Η ανηδονία του ρομποτικού διαλόγου (ο Θεός να τον κάνει) απλώνεται σαν μύκητας πάνω και πέρα από τις wireless συνδέσεις και τις bluetooth διακλαδώσεις, αδειάζει από υπαλλήλους τα τραπεζικά υποκαταστήματα, γεμίζει τα ράφια των σούπερ μάρκετ χωρίς ίχνος πωλητών.
