«Φτάνοντας στη συμπλήρωση 10 ετών, τα συναισθήματα είναι εδώ, όπως κι η ένταση». Με αυτά τα λόγια ο Αρτούρ Ντενεβό, πρόεδρος του συλλόγου θυμάτων της 13ης Νοεμβρίου, ημέρας συνδεδεμένης με το εθνικό τραύμα των πολύνεκρων επιθέσεων που εξαπέλυσαν το 2015 ένοπλοι ισλαμιστές του ISIS σε μια σειρά από πολιτιστικά τοπόσημα του Παρισιού, με αποτέλεσμα 137 άνθρωποι να χάσουν τη ζωή τους και 400 να τραυματιστούν.
Δέκα χρόνια μετά, η γαλλική Πολιτεία έχει αποφασίσει να αποτίσει φόρο τιμής στους νεκρούς, τους τραυματίες και τους επιζώντες της τραγωδίας.
Μνήμη
Σήμερα, ανήμερα της επετείου της τραγωδίας, το Δημαρχείο της Πόλης του Φωτός θα πραγματοποιηθεί τελετή στον νέο κήπο που φτιάχτηκε στη μνήμη των θυμάτων, παρουσία του γάλλου προέδρου Εμανουέλ Μακρόν, της δημάρχου, Αν Ινταγλκό, μελών οικογενειών των θυμάτων και επιζώντων.
Ο Μακρόν θα καταθέσει στεφάνια στα σημεία των τρομοκρατικών επιθέσεων, ενώ οι πολίτες μπορούν να αφήσουν λουλούδια, αναμμένα κεριά και γραπτά σημειώματα στην Πλατεία Ελευθερίας και ο Πύργος του Άιφελ θα φωταγωγηθεί στα χρώματα της εθνικής σημαίας.
Τέλος, ενός λεπτού σιγή θα κρατηθεί στάδιο «Parc des Princes», πριν την έναρξη του ποδοσφαιρικού αγώνα ανάμεσα στην οικοδέσποινα και την Ουκρανία.
Πέρα από τη σημασία των επετειακών εκδηλώσεων, υπάρχει η κοινή πεποίθηση ότι τα γεγονότα που σόκαραν την γαλλική κοινωνία, έχουν αφήσει ισχυρό το στίγμα τους, τόσο στην συλλογική ψυχολογία όσο και στην πολιτική και νομική ζωή.
Το Εθνικό Κέντρο Επιστημονικής Έρευνας (CNRS) κάνει λόγο σε σειρά ερευνών του για «μήτρα των συλλογικών τραυμάτων», δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στα όσα συνέβησαν στο θέατρο Μπατακλάν (όπου έχασαν τη ζωή τους 90 άνθρωποι), και τονίζει πως η στήριξη στις οικογένειες των θυμάτων βοήθησε στην επούλωση των οδυνηρών τραυματικών εμπειριών.
«Υπάρχουν τριών ειδών φάσεις θλίψης: μια για όσους πέθαναν, μια για το ποιος ήσουν και μια για την εικόνα που έχουν οι άλλοι για σένα» προσθέτει ο Ντενεβό, απαντώντας σε ερώτηση δημοσιογράφου του ABC.
Συνέπειες
Εξίσου ισχυρό αποτύπωμα άφησαν πάντως οι φονικές επιθέσεις στο νομικό και πολιτικό εποικοδόμημα. «Διαδοχικές κυβερνήσεις, δεξιού ή αριστερού προσανατολισμού, έκαναν χρήση του νομικού οπλοστασίου που προσέφερε η αναθεωρημένη [σ.σ. επί το αυστηρότερο] αντιτρομοκρατική πολιτική και αυτό το μοτίβο πιθανότατα θα συνεχιστεί» επισημαίνει μιλώντας στην LeMonde ο Ζαν Μισέλ Φοβέρ, πρώην αρχηγός της επίλεκτης αστυνομικής ομάδας RAID και για ένα διάστημα βουλευτής του κόμματος του Μακρόν, Renaissance.
Πράγματι, τα νομοθετήματα που αφορούσαν την επέκταση των αστυνομικών αρμοδιοτήτων, όπως για παράδειγμα η επιβολή καθεστώτος προσωρινής κράτησης δίχως προηγούμενη δικαστική εντολή, συνάντησαν ελάχιστη αντίσταση σε πολιτικό επίπεδο, κυρίως από μερίδα της αριστερής πτέρυγας του Κοινοβουλίου.
Παράλληλα, η κατάσταση έκτακτης ανάγκης θεωρείται ότι μακροπρόθεσμα ευνόησε στην άνοδο της γαλλικής ακροδεξιάς. Και παρά την ενίσχυση των κατασταλτικών μέτρων, η Γαλλία συνέχιζε να αντιμετωπίζει ζήτημα τζιχαντιστικής βίας, όπως έδειξε η πολύνεκρη επίθεση στη Νις το 2016 και η φρικιαστική δολοφονία του δασκάλου Σαμουέλ Πατί το 2020.
Από την άλλη πλευρά, αρκετοί παρατηρούν πως το Παρίσι κατάφερε να ανακάμψει και να επανέλθει στις γνώριμες δόξες του, ενώ το κύμα αντεκδίκησης και ριζοσπαστικοποίησης στο οποίο πόνταραν οι δράστες δεν συνέβη ποτέ. Η καταδίκη σε ισόβια του Σαλάχ Αμπντεσλάμ, μοναδικού φυσικού δράστη που επέζησε, αλλά και 19 ακόμη ατόμων που συνήργησαν με διάφορους τρόπους, θεωρείται πως λειτούργησε ως επιπλέον βαλβίδα αποσυμπίεσης της οργής, επιβεβαιώνοντας το κύρος των κρατικών θεσμών.
«Η πιθανότητα μιας νέας, μαζικής τρομοκρατικής επίθεσης στο Παρίσι ή σε άλλο μεγάλο αστικό κέντρο έχει ελαττωθεί αρκετά» υπογραμμίζει σε δήλωσή του στο Politico ο αρχηγός της εθνικής υπηρεσίας πληροφοριών (DGSE), Νίκολα Λερνέρ, υπενθυμίζοντας παράλληλα πως οι αρμόδιες αρχές παραμένουν σε εγρήγορση. «Σε όποιον λέω ότι βρισκόμουν στο Μπατακλάν το 2015, η πρόσληψή του για μένα αλλάζει αμέσως.
Πέρα από το συναίσθημα όλοι αναρωτιούνται αν είσαι καλά και αν μπορούν να μιλήσουν μαζί σου για το τι συνέβη» δηλώνει ο Ντενεβό, περιγράφοντας με απόλυτη διαύγεια τα συναισθήματα που εξακολουθούν να κατακλύζουν το κοινωνικό σώμα μιας χώρας που προσπαθεί να αναρρώσει από τις πληγές της.
