Το πρόβλημα του Τραμπ με την Κίνα: Γιατί δεν μπορούν να τα βρουν, ο ρόλος των αλληλεξαρτήσεων

Η δεσπόζουσα οικονομική θέση του Πεκίνου δυσκολεύει τον αμερικανό πρόεδρο να εφαρμόσει με επιτυχία τις γνωστές ως τώρα διαπραγματευτικές μεθόδους του

«Είτε θα τον βρούμε τον δρόμο είτε θα τον φτιάξουμε», φέρεται να είχε πει τον 3ο αιώνα π.Χ. ο καρχηδόνιος στρατηγός Αννίβας Βάρκας, στην απόπειρά του να διασχίσει τις απροσπέλαστες εκείνη την εποχή Άλπεις. 2500 χρόνια μετά, η ίδια ρήση δείχνει να συνοψίζει την προσέγγιση του Ντόναλντ Τραμπ απέναντι στην Κίνα, περιγράφοντας ταυτόχρονα τα όρια της αμερικανικής ισχύος.

Ελιγμοί και εναλλαγές

Στην τελευταία πράξη της σινοαμερικανικής διαμάχης, o Τραμπ αναφερόμενος στις κινεζοαμερικανικές σχέσεις, διαβεβαίωνε, μιλώντας σε δημοσιογράφους στον Λευκό Οίκο, ότι αναμένει «μια καλή συμφωνία με τον Πρόεδρο Σι». Πρόκειται για δήλωση που επαναλήφθηκε σε διάφορες παραλλαγές, τις τελευταίες ημέρες, είτε με τη μορφή αναρτήσεων στο μέσο κοινωνικής δικτύωσης Truth Social, είτε ως συνέντευξη στο τηλεοπτικό δίκτυο Fox, όπου ο Τραμπ, με ορίζοντα τη Σύνοδο Κορυφής της Οικονομικής Συνεργασίας Ασίας-Ειρηνικού (APEC), που θα πραγματοποιηθεί στη Νότια Κορέα, από τις 31 Οκτωβρίου έως την 1η Νοεμβρίου, τόνιζε πως «θέλει να βλάψει την Κίνα». Έρχεται όμως σε ζωηρή αντίθεση με τις απειλές που διατυπώθηκαν στις αρχές Οκτωβρίου, από τον ίδιο άνθρωπο, για επιβολή δασμών της τάξης του 100% στα προϊόντα με προέλευση από την Κίνα.

Πιστός άλλωστε στο δόγμα της ρητορικής ευελιξίας ο Τραμπ και με σαφή την απεύθυνσή του στο εσωκομματικό ακροατήριο του κινήματος MAGA (Make America Great Again) υποσχέθηκε την περασμένη Δευτέρα ότι «του χρόνου τέτοια εποχή, οι ΗΠΑ θα διαθέτουν τόσα αποθέματα σπάνιων γαιών, που δε θα ξέρουν τι να τα κάνουν». Διόλου τυχαία, η δήλωση αυτή έγινε στο περιθώριο της υπογραφής οικονομικής συμφωνίας ανάμεσα σε ΗΠΑ και Αυστραλία, με βασικό αντικείμενο επενδύσεις ύψους 8,5 δισεκατομμυρίων δολαρίων στους τομείς της εξαγωγής και επεξεργασίας σπάνιων γαιών.

Πολλοί, θέλοντας να ερμηνεύσουν τους ελιγμούς του αμερικανού προέδρου, μίλησαν για την επιστροφή της αμερικανικής κυβέρνησης σε μια λογική συνεργασίας, μετά και την άμεση και σθεναρή απάντηση του Πεκίνου, το οποίο ανακοίνωσε νέους περιορισμούς στις εξαγωγές τεχνολογιών, που συνδέονται με την εξόρυξη και την παραγωγή σπάνιων γαιών, έχοντας προηγουμένως γνωστοποιήσει ότι θα προχωρήσει στην επιβολή «ειδικών» τελών για αμερικανικά πλοία που δένουν στα λιμάνια του. Σε αυτό το πλαίσιο, η ύπαρξη ενός διαύλου επικοινωνίας εξυπηρετεί μια διάθεση αποκλιμάκωσης, ενόσω η Ουάσιγκτον οικοδομεί εμπορικές εναλλακτικές με τους παραδοσιακούς συμμάχους της.

Αδιέξοδα και επιλογές

Τελικά τι πρόκειται να συμβεί; Ουάσιγκτον και Πεκίνο θα καταλήξουν σε ένα αμοιβαία επωφελές εμπορικό ντιλ, από αυτά που ο ίδιος είθισται να χαρακτηρίζει με διάφορα κοσμητικά επίθετα (θαυμάσιο, υπέροχο κτλ); Ή θα βιώσουμε ένα νέο γύρο δασμών, όπου οι δύο πλευρές θα εμπλακούν σε ένα ατέρμονο «παίγνιο δειλίας» (γνωστότερο ως chicken game), με διαβρωτικές συνέπειες για την ευημερία της ήδη τραυματισμένης παγκόσμια οικονομίας;

Αλήθεια είναι πως η ανάσχεση του ασιατικού «δράκου» δεν αποτελεί ιδρυτική σκέψη του νυν αμερικανού προέδρου. Ανάλογες πρωτοβουλίες έχουν την απαρχή τους στην προεδρία Ομπάμα και το περιβόητο «Pivot to Asia», ενώ άξιο υπενθύμισης είναι το γεγονός ότι και επί Μπάιντεν, οι δασμοί που είχε επιβάλει ο Τραμπ στην πρώτη του θητεία προς την Κίνα, διατηρήθηκαν ακέραιοι. Είναι όμως ο Τραμπ εκείνος που καλείται να διαχειριστεί -χωρίς ιδιαίτερη ως τώρα επιτυχία- την ίδια του την επιλογή να αναζητήσει λύση στο πρόβλημα της κινεζικής επέκτασης, με την καταφυγή στο «όπλο των δασμών».

Ίσως δεν υπάρχει πιο ευκρινής ανάγνωση του αδιεξόδου, από την αντιπαραβολή της σινοαμερικανικής έντασης με την πρόσφατη εκεχειρία που επετεύχθη για τη Λωρίδα της Γάζας, μεταξύ Ισραήλ και Χαμάς. Αν και παραμένει εξαιρετικά εύθραυστη για μια σειρά λόγων, η εν λόγω πρωτοβουλία καταγράφηκε ως αδιαμφισβήτητη επιτυχία του Τραμπ. Κι αυτό γιατί ο ίδιος, σε απόλυτο συγχρονισμό με τα συμφέροντα και τις επιδιώξεις των επιμέρους δρώντων, αξιοποίησε όλα τα ατού που προσέφερε η ειδική σχέση που αυτοί διατηρούν με τις ΗΠΑ, τη μεταξύ τους κόντρα, αλλά και την υπεροπλία της Ουάσιγκτον σε ζητήματα στρατιωτικής ασφάλειας, ώστε να ασκήσει τη δέουσα πίεση που απαιτείτο για την επίτευξη της συμφωνίας. Με άλλα λόγια, η ασυμμετρία ισχύος μεταξύ της Αμερικής και των συμμάχων της στη Μέση Ανατολή, έδινε στον Τραμπ την ευκαιρία να ασκήσει ένα είδος διπλωματίας που επέτρεπε στο έντονο ταμπεραμέντο του να λειτουργήσει ως ατού.

Δεν ισχύει το ίδιο για την Κίνα, όπου ο δομικός ανταγωνισμός των δύο ισχυρότερων οικονομιών του πλανήτη συμβαδίζει με το φαινομενικά παράδοξο φαινόμενο της αλληλεξάρτησής τους. Είναι χαρακτηριστικό πως οι ΗΠΑ βασίζονται στην Κίνα σε ποσοστό 70% για την εισαγωγή των σπάνιων γαιών που έχουν ευρεία εφαρμογή σε πολλές τεχνολογίες (από βιομηχανικές εφαρμογές και ηλεκτρονικές συσκευές έως ιατρικές χρήσεις), ενώ για την Κίνα, οι ΗΠΑ αποτελούν τον σημαντικότερο εξαγωγικό εταίρο και βασικό εγγυητή πρόσβασής της στις δυτικές αγορές. Είναι αυτή η γνώση της ανάγκης που διέπει τη συμπεριφορά του ενός μέρους προς το άλλο, σε συνδυασμό με τη δυσαρέσκεια αμερικανών καταναλωτών και συμμάχων της Ουάσιγκτον, που οδηγεί το Πεκίνο να κρατά πεισματικά ανυποχώρητη στάση.

Πρόκειται για μια τακτική αντίστοιχη της διπλωματικής ωρίμανσης του πάλαι ποτέ Μέσου Βασιλείου, που μας αφήνει να αναρωτιόμαστε, πόσο διαφορετικά θα ήταν τα πράγματα για τις συμμαχικές προς τις ΗΠΑ χώρες ή ενώσεις κρατών, αν δεν ήταν τόσο εμφανής η εξάρτηση τους από τον υπερατλαντικό πάτρωνα. Επιστρέφοντας στον Αννίβα, μπαίνει κανείς στον πειρασμό της παραλληλίας, δεδομένου ότι ο θρυλικός αφρικανός κατόρθωσε να κερδίσει όλες τις μεγάλες μάχες, αλλά έχασε τον πόλεμο κατά της Ρώμης, σε μια προοικονομία της διαδοχής ισχύος μεταξύ των (εκάστοτε) Μεγάλων Δυνάμεων.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.
Exit mobile version