Η έρευνα που δημοσιεύθηκε στο Nature Communications και θεωρείται η μεγαλύτερη γενετική μελέτη που έχει πραγματοποιηθεί μέχρι σήμερα σχετικά με τις διαφορές μεταξύ των φύλων στην κατάθλιψη, εντόπισε 16 γενετικές παραλλαγές που συνδέονται με την κατάθλιψη στις γυναίκες και 8 στους άνδρες.
Η μελέτη έδειξε ότι ένα μεγάλο ποσοστό των παραλλαγών που σχετίζονται με την κατάθλιψη ήταν κοινές και στα δύο φύλα, αλλά υπήρχε «υψηλότερος γενετικός κίνδυνος στις γυναίκες, κάτι το οποίο θα μπορούσε να οφείλεται σε παραλλαγές που είναι συγκεκριμένες για τις γυναίκες».
Οι γυναίκες έχουν διπλάσιες πιθανότητες να υποφέρουν από κατάθλιψη
Η Δρ Brittany Mitchell, ανώτερη ερευνήτρια στο εργαστήριο γενετικής επιδημιολογίας του QIMR Berghofer, δήλωσε: «Γνωρίζουμε ήδη ότι οι γυναίκες έχουν διπλάσιες πιθανότητες να υποφέρουν από κατάθλιψη κατά τη διάρκεια της ζωής τους σε σύγκριση με τους άνδρες.
Γνωρίζουμε επίσης ότι η κατάθλιψη εμφανίζεται με πολύ διαφορετικό τρόπο από άτομο σε άτομο. Μέχρι σήμερα, δεν έχουν πραγματοποιηθεί πολλές έρευνες για να εξηγηθεί γιατί η κατάθλιψη επηρεάζει διαφορετικά τις γυναίκες και τους άνδρες, συμπεριλαμβανομένου του πιθανού ρόλου της γενετικής».
Η μελέτη αναγνωρίζει ότι υπάρχουν πολλαπλές εξηγήσεις για τη διαφορά στα ποσοστά κατάθλιψης μεταξύ ανδρών και γυναικών – από συμπεριφορικούς και περιβαλλοντικούς, έως βιολογικούς παράγοντες.
Ανάμεσά τους, το γεγονός ότι οι άνδρες είναι λιγότερο πιθανό να ζητήσουν βοήθεια, οδηγώντας έτσι σε υποδιάγνωση, αλλά και ότι οι γυναίκες εκτίθενται συχνότερα σε σεξουαλική κακοποίηση και διαπροσωπική βία.
Οι ερευνητές τονίζουν πως όλοι αυτοί οι παράγοντες υπογραμμίζουν την ανάγκη για μια πολυπαραγοντική προσέγγιση στην κατανόηση των μηχανισμών της κατάθλιψης, ωστόσο προτείνουν ότι «ένας βασικός βιολογικός παράγοντας αυτών των διαφορών μπορεί να βρίσκεται στα γονίδια».
Με «οδηγό» το DNA
Οι ερευνητές ανέλυσαν δείγματα DNA από πέντε διεθνείς βάσεις δεδομένων: από την Αυστραλία, τις Κάτω Χώρες, τις Ηνωμένες Πολιτείες και δύο από το Ηνωμένο Βασίλειο.
Το συνολικό δείγμα περιλάμβανε 130.471 γυναίκες και 64.805 άνδρες με διαγνωσμένη μείζονα καταθλιπτική διαταραχή, καθώς και 159.521 γυναίκες και 132.185 άνδρες χωρίς διάγνωση κατάθλιψης.
Η μελέτη διαπίστωσε επίσης ισχυρότερη γενετική συσχέτιση στις γυναίκες μεταξύ της κατάθλιψης και μεταβολικών χαρακτηριστικών, όπως ο δείκτης μάζας σώματος και το μεταβολικό σύνδρομο, σε σχέση με τους άνδρες.
Η Δρ. Jodi Thomas, επικεφαλής ερευνήτρια, δήλωσε ότι αυτές οι διαφορές «ίσως εξηγούν γιατί οι γυναίκες με κατάθλιψη εμφανίζουν συχνότερα μεταβολικά συμπτώματα, όπως αλλαγές στο βάρος ή μεταπτώσεις στα επίπεδα ενέργειας».
Οι συγγραφείς της μελέτης αναγνωρίζουν ότι το δείγμα περιλάμβανε διπλάσιο αριθμό γυναικών με κατάθλιψη σε σχέση με άνδρες και πραγματοποίησαν πρόσθετες αναλύσεις για να διασφαλίσουν ότι τα αποτελέσματα δεν οφείλονται στη διαφορά μεγέθους δείγματος.
Aνοίγει o δρόμος για διαφορετικές φαρμακολογικές προσεγγίσεις στη θεραπεία
Ωστόσο, επισημαίνουν ότι τα αποτελέσματα βασίζονται αποκλειστικά σε ευρωπαϊκούς πληθυσμούς, γεγονός που περιορίζει τη δυνατότητα γενίκευσης των ευρημάτων σε άλλες εθνοτικές ομάδες.
Ο καθηγητής Philip Mitchell από τη Σχολή Κλινικής Ιατρικής του Πανεπιστημίου της Νέας Νότιας Ουαλίας σχολίασε ότι:
«Υπάρχει μια μακροχρόνια συζήτηση σχετικά με τους λόγους για τους οποίους η κατάθλιψη είναι σταθερά πιο συχνή στις γυναίκες σε όλο τον κόσμο, με τις περισσότερες μελέτες να αναφέρουν ότι οι γυναίκες διατρέχουν 2 έως 3 φορές μεγαλύτερο κίνδυνο εμφάνισης κατάθλιψης σε σχέση με τους άνδρες».
«Οι επικρατέστερες θεωρίες μέχρι σήμερα επικεντρώνονταν σε κοινωνικούς και ψυχολογικούς παράγοντες, όπως ο ρόλος της γυναίκας στη φροντίδα της οικογένειας σε αντιπαραβολή με τον εργασιακό ρόλο των ανδρών, ή ακόμη και σε προσωπικές ευαλωτότητες», πρόσθεσε ο Mitchell, ο οποίος δεν συμμετείχε στη μελέτη.
«Αυτή η καινοτόμος γενετική μελέτη μεγάλης κλίμακας παρέχει ισχυρές ενδείξεις ότι οι διαφορές στα ποσοστά κατάθλιψης μπορεί να οφείλονται σε γενετικούς παράγοντες, καθώς εντοπίστηκαν περισσότερες περιοχές κινδύνου στο γυναικείο γονιδίωμα σε σύγκριση με το ανδρικό, με ελάχιστη επικάλυψη μεταξύ των δύο.
Εκτός από το ότι ενισχύει την άποψη πως οι διαφορές στα ποσοστά κατάθλιψης μεταξύ ανδρών και γυναικών έχουν βιολογική βάση, ανοίγει επίσης τον δρόμο για διαφορετικές φαρμακολογικές προσεγγίσεις στη θεραπεία της κατάθλιψης ανά φύλο, καθώς οι βιολογικοί μηχανισμοί που σχετίζονται με αυτές τις γενετικές περιοχές γίνονται καλύτερα κατανοητοί», ανέφερε.
Με πληροφορίες από The Guardian
