Συγκριτική λογοτεχνία

Αιχμές από τον Γιώργο Βέλτσο.

Συγκριτική λογοτεχνία

Οι τρεις στάσεις.

1.

«Δεν μπορούμε να σώζουμε την ατομικότητα στον κόσμο, μπορούμε μόνο να υπερασπιστούμε το άτομο μέσα μας. Η ύψιστη πραγμάτωση του πνευματικού ανθρώπου είναι πάντα η ελευθερία, η ελευθερία σε σχέση με τους άλλους, ελευθερία σε σχέση με τις ιδέες και τις απόψεις, ελευθερία σε σχέση με τα πράγματα, ελευθερία να είσαι ο εαυτός σου. Αυτό λοιπόν είναι το χρέος μας: Όσο οι άλλοι με τη θέλησή τους υποδουλώνονται, τόσο εμείς να γινόμαστε πιο ελεύθεροι!

Όσο η τάση των πολλών γίνεται μονότονη, μηχανική, μονόδρομη, τόσο εμείς να εκδηλώνουμε ποικίλα ενδιαφέροντα στρεφόμενοι προς διαρκώς νέους, διαρκώς άλλους ανοιχτούς ορίζοντες του πνεύματος! Και χωρίς αλαζονεία! Μην κορδώνεστε: Είμαστε αλλιώτικοι!

Η φύση επιμένει ν’ αλλάζει σε όλες τις εκφάνσεις της και με το πέρασμα των εποχών διαμορφώνει βουνά και θάλασσες με τρόπους αιωνίως νέους. Ο έρωτας συνεχίζει να παίζει την άπειρη ποικιλία των παιχνιδιών του, η τέχνη προχωρά επινοώντας διαρκώς νέες και ποικίλες μορφές ύπαρξης, η μουσική αναβλύζει από πηγές σταθερά ετερόκλητες ηχώντας διαφορετική πάντα, τα βιβλία ακτινοβολούν νέες αμέτρητες και εκπληκτικές ιδέες, οι εικόνες το ίδιο.

Ίσως αυτό που με μια λέξη φτιαχτή και αξιοθρήνητη αποκαλούμε πολιτισμό μας να βυθίζεται ολοένα και περισσότερο στον κατακερματισμό και στην κατάρρευση των ψευδαισθήσεων».

Στέφαν Τσβάιχ, Η ομογενοποίηση του κόσμου, 1925

2.

«Κάθε γενιά χωρίς αμφιβολία πιστεύει ότι έχει χρέος να αναδιαμορφώσει τον κόσμο. Η δική μου γενιά γνωρίζει ότι δεν θα το κάνει. Αλλά το καθήκον της είναι ίσως μεγαλύτερο. Συνίσταται στο να εμποδίσει τον κόσμο να διαλυθεί».

Αλμπέρ Καμύ, από την ομιλία του για το Νόμπελ λογοτεχνίας, 1957

3.

«Χθες βράδυ, σε μια σκέψη ξαφνική κι απρόκλητη, ο κόσμος κατέρρευσε όπως ένα ψέμα· πολύ πιο εύκολα απ’ ό,τι θα περιμέναμε. Τα νήματα όλων των πραγμάτων λύθηκαν, οι άνθρωποι πετάχτηκαν από μέσα, ελευθερώθηκαν κι έτρεχαν να ξεφύγουν από τις αιτίες τους.

Τι αξία θα είχε ο πύργος με τα τραπουλόχαρτα αν δεν ήταν ετοιμόρροπος; Κατάπινε η ψυχή μου την καταστροφή με λαιμαργία, όπου την αντίκριζα. Τα πράγματα προορίζονταν να αποτύχουν. Οι άνθρωποι προορίζονταν να καταστρέφουν. Όσο περισσότερο ψεύδονταν, τόσο μεγαλύτερη καταστροφή προξενούσαν. Τρεις και πέντε φορές γύριζε ανάποδα το κάθε ψέμα, κούτσαινε για να παραστήσει την αλήθεια κι ο κόσμος στηριζόταν στα ψέματα, έστεκε σαν πύργος από ψέματα.

Στην επόμενη σκέψη μ’ έσφιξε δυστυχία. Όλα τελείωσαν, έλεγε μέσα μου η φωνή, ελατή σαν ένα σύρμα που δεν βρίσκει να στερεωθεί. Αλλά ο αέρας μύριζε δύναμη. Κι η νύχτα που ξεθάρρευε με στύλωνε στον γαλαξία, όπως ποτέ δεν έκανε το φως, όπως με είχε πια χαλάσει τόσο φως. Κι η ψεύτικη ανθρωπιά τους».

Ευγενία Βάγια, «House of cards», Ρήξη, 2023

Οι δυο πρώτοι πέθαναν. Η γυναίκα που έγραψε τις τελευταίες αράδες, συνεχίζει να ζει μέσα στον πύργο από τα τραπουλόχαρτα ρίχνοντας πασιέντζες -είναι κι αυτό μια ασχολία όταν τα τραπέζια (ακόμα και της ανθρωπιάς) είναι πιασμένα: αποφεύγεις έτσι όχι μόνο την αυτοκτονία (Τσβάιχ) αλλά και τα δυστυχήματα (Καμύ). Όσο για τον πολιτισμό, εμφανίζεται πλέον στην πρωτότυπη μορφή του, την παμπάλαια μάσκα του θανάτου. Δεν είναι ο Χίτλερ και οι ιδέες του, είναι ο γελωτοποιός του, ο Τραμπ, και οι ωμότητές του.

Ο Τζόκερ εκλέχθηκε δημοκρατικά.

Αλήθεια, σε τι βάθος (απύθμενο;) κατοικεί το ανθρώπινο κτήνος; Η περιέργεια δεν θα μας αφήνει να πεθάνουμε. Ούτε και η ελπίδα, μπας και μας σώσει μια νευροβιολογική συνθήκη του εγκεφάλου: η λογοτεχνία.

Μη και μας επινοήσει ο Σαίξπηρ: Τον κακό Ιάγο και την λαίδη Μάκβεθ. Τον καλό Πρόσπερο και την Μιράντα. Και τους εκατοντάδες κομπάρσους: τα στρατωτάκια που σκοτώνονται στο δάσος που κινείται.

Τότε μόνο, στη (δύσκολη) λογοτεχνία όπου πρόσωπα και δράση είναι μυθοπλασία, δεν θα χρειάζεται το δελτίο στην τηλεόραση με τις πραγματικές φάτσες των εφήμερων «παραγόντων» και τις αυξανόμενες γυνακοκτονίες.

Αυτή η «αντιστροφή τύπου» – αιματολογικά μιλώντας- είναι η πρόταση προς τους τυχάρπαστους λαϊκιστές και τους ξενέρωτους θεσμικούς Ριχάρδους Λεοντόκαρδους με καρδιά ασβού. Μοχθηρά, φιλόδοξα κουστουμάκια και ιδρωμένες φανέλες.

Η λογοτεχνία όμως προέρχεται εκτός από την ανάγκη να διαβάσεις λογοτεχνία και από την ανάγκη να συμμετέχεις στα δημόσια πράγματα ακόμη και με την απόσυρσή σου από τα δημόσια πράγματα. (Ο Μαλλαρμέ έγραφε σε περιοδικό μόδας, ο Προυστ ήταν κοσμικός).

Οφείλεις εκτός από γλείψιμο, ρεβεράντσες και πέι-ρολ να ακριβολογείς με τη μεταφορά. Δεν γίνεται γράφοντας να «φουσκώνεις» τον λογαριασμό στον ρεφενέ της Δημοκρατίας. Η λογοτεχνία είναι παύσεις ανάμεσα σε λέξεις, καμπή πνοής ,όχι πολεμικά ανακοινωθέντα.

Αυτή είναι η «αληθινή ζωή», που ξανακερδίζει τον χρόνο και ξορκίζει τον θάνατο, ακόμη και με την απέλπιδα χειρονομία του Στέφαν Τσβάιχ.

Διάβασε αυτόν που «ξαναβρίσκει» τον χρόνο – όταν μάθεις να διαβάζεις.

Ο Μαρσέλ είναι διπλός σε ένα: ο Προυστ και ο συγγραφέας. Ο συγγραφέας και ο Προυστ. Αυτή όμως η φασματική διπλή ταυτότητα -μία στους Γκερμάντ και μία στο μονωμένο δωμάτιο- του επιτρέπει να πει ό,τι ακολουθεί:

«Η αληθινή ζωή, η ζωή που τελικά ανακαλύφθηκε και διευκρινίστηκε, η μόνη ζωή που βιώνεται πλήρως, είναι η λογοτεχνία. Αυτή η ζωή που, κατά μία έννοια, κατοικεί κάθε στιγμή σε όλους τους ανθρώπους καθώς και στον καλλιτέχνη. Αλλά δεν τη βλέπουν, επειδή δεν επιδιώκουν να τη διευκρινίσουν. Και έτσι το παρελθόν τους είναι γεμάτο με αμέτρητα κλισέ που παραμένουν άχρηστα επειδή η νοημοσύνη δεν τους έχει “αναπτύξει”.

Η ζωή μας· και επίσης η ζωή των άλλων· γιατί το στυλ για τον συγγραφέα, όπως και το χρώμα για τον ζωγράφο, δεν είναι ζήτημα τεχνικής αλλά όρασης. Είναι η αποκάλυψη, η οποία θα ήταν αδύνατη με άμεσα και συνειδητά μέσα, της ποιοτικής διαφοράς που υπάρχει στον τρόπο που μας φαίνεται ο κόσμος, μια διαφορά που, αν δεν υπήρχε η τέχνη, θα παρέμενε το αιώνιο μυστικό του καθενός.

Μόνο μέσω της τέχνης μπορούμε να βγούμε έξω από τον εαυτό μας, να γνωρίσουμε τι βλέπει κάποιος άλλος σε αυτό το σύμπαν που δεν είναι το ίδιο με το δικό μας και του οποίου τα τοπία θα μας είχαν παραμείνει τόσο άγνωστα όσο αυτά που μπορούν να βρεθούν στο φεγγάρι».

Υ. Γ.

Προχθές έκλεισε -επί λέξει -το βιβλιοπωλείο «Επί λέξει» της Μαρίας Παπαγεωργίου στην Ακαδημίας.

Το γιόρτασε. Άνοιξε το μαγαζί για το κοινό και «σκότωσε» τις τιμές.

Τα βιβλία όμως, πολύτιμα, θα μένουν ανοιχτά στη μέλλουσα βιτρίνα με τσάντες Γκούτσι. Θα ξαγρυπνούν σαν Άγγελοι στον θάνατο του Μπεργκότ ( του Ανατόλ Φράνς) με «ανοιχτές τις σελίδες σαν φτερούγες».

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.
Exit mobile version