Η υπόθεση Πολκ όπως την είδε ο Γιάννης Μαρής – το σκοτεινότερο μεταπολεμικό έγκλημα

Τον Ιανουάριο του 1977, δύο χρόνια προτού πεθάνει, ο Γιάννης Μαρής

Γιώργος Α. Λεονταρίτης
Ο Γιάννης Μαρής για την υπόθεση Πολκ

Εκδόσεις Αγρα, 2016
σελ. 214, τιμή 13,90 ευρώ

Τον Ιανουάριο του 1977, δύο χρόνια προτού πεθάνει, ο Γιάννης Μαρής, δημοσίευσε στην Ακρόπολι μια έρευνα για τη δολοφονία του αμερικανού δημοσιογράφου Τζορτζ Πολκ που έγινε στη Θεσσαλονίκη τον Μάιο του 1948, όταν αναζητούσε τρόπο να συναντήσει τον Μάρκο Βαφειάδη, τον αρχηγό του Δημοκρατικού Στρατού, για να του πάρει συνέντευξη. Την τιτλοφόρησε «Ποιος σκότωσε τον Πολκ;». Το έγκλημα είχε αποδοθεί στο ΚΚΕ και μάλιστα είχαν κατονομαστεί ως δράστες δύο στελέχη του, ο Αδάμ Μουζενίδης και ο Βαγγέλης Βασβανάς. Μόνο που εκείνοι οι οποίοι τους επέλεξαν για να τους φορτώσουν το έγκλημα αγνοούσαν πως o μεν πρώτος είχε σκοτωθεί σε μια αεροπορική επιδρομή, ενώ ο δεύτερος βρισκόταν στο βουνό Μπέλλες. Τις ανακρίσεις είχε αναλάβει ο ταγματάρχης της χωροφυλακής Νίκος Μουσχουντής, ο περιβόητος διοικητής της Ασφάλειας Θεσσαλονίκης, ο οποίος απέσπασε με βασανιστήρια ομολογία ενοχής από τον αριστερό δημοσιογράφο Γρηγόρη Στακτόπουλο.


Το βιβλίο του Γιώργου Λεονταρίτη Ο Γιάννης Μαρής για την υπόθεση Πολκ περιλαμβάνει ένα δικό του κείμενο και την έρευνα του Μαρή που δημοσιεύτηκε σε δεκαέξι συνέχειες στην Ακρόπολι τον Ιανουάριο και τον Φεβρουάριο του 1977. Οπως σημειώνει ο συγγραφέας, η δολοφονία του Πολκ παραμένει ένα από τα «σκοτεινότερα μεταπολεμικά εγκλήματα». Αρκετοί δημοσιογράφοι έγραψαν σχετικά βιβλία (Κώστας Χατζηαργύρης, Κώστας Παπαϊωάννου, Γιάννης Βούλτεψης) και ο ίδιος ο Γρηγόρης Στακτόπουλος, το θύμα μιας πρωτοφανούς σκευωρίας στην οποία συμμετείχαν Ελληνες, Αγγλοι και Αμερικανοί. Η υπόθεση έγινε ξανά επίκαιρη του 1977, όταν ο Στακτόπουλος ζήτησε αναψηλάφηση της δίκης του χωρίς να το επιτύχει. Τότε, ο Μαρής δημοσίευσε την έρευνά του –την είχε αρχίσει το 1948, συμπληρώνοντάς την με καινούργια στοιχεία που συνέλεξε ο Λεονταρίτης ως βοηθός του. Ο Μαρής πήγε στη Θεσσαλονίκη μόλις βρέθηκε νεκρός ο Πολκ, έζησε την ατμόσφαιρα τρόμου στην πόλη και τον Απρίλιο του 1949 παρευρέθηκε στη δίκη του Στακτόπουλου, στην οποία ο κατηγορούμενος καταδικάστηκε σε ισόβια.

Στην πρώτη συνέχεια της έρευνας, ο Μαρής σημείωνε: «…Πλήθος στοιχείων έδειχναν ότι τα πράγματα δεν έγιναν όπως εμφανίστηκαν στη δίκη, όπως τα παρουσίασαν οι μάρτυρες και όπως τα ομολόγησαν και οι ίδιοι οι κατηγορούμενοι. Πώς έγιναν λοιπόν;». Εχοντας παρακολουθήσει επιτοπίως όσα έγιναν, μιλώντας με πρόσωπα που γνώριζαν λεπτομέρειες σχετικά με το έγκλημα, κατέληξε στα δικά του συμπεράσματα. Κατ’ αυτόν, η υπόθεση Πολκ μοιάζει με αστυνομικό μυθιστόρημα επειδή όλοι οι εμπλεκόμενοι, κομμουνιστές, δεξιοί, Αγγλοι και Αμερικανοί, είχαν λόγους να σκοτώσουν τον δημοσιογράφο. Ας δούμε τι έγραψε στην τελευταία συνέχεια της έρευνάς του που τιτλοφορείται «Οι Αμερικανοί ξέρουν τους δολοφόνους;». Υποστηρίζει πως το ΚΚΕ δεν τον σκότωσε επειδή δεν αποδείχθηκε ότι το έκανε. Οι κομμουνιστές δεν είχαν συμφέρον να το πράξουν. Η επίσημη άποψη πως τον σκότωσαν για να φορτώσουν το έγκλημα στους «δεξιούς» δεν στέκει, αφού δεν έκαναν τίποτα που να τους ενοχοποιεί. Κάλλιστα, μπορούσαν να έχουν σκηνοθετήσει κάτι τέτοιο με τον μηχανισμό που διέθεταν. Μήπως τον σκότωσαν οι Αγγλοι; Πράγματι, αρκετοί απέδωσαν το έγκλημα στους Βρετανούς. Ο Κώστας Χατζηαργύρης, που επίσης κατηγορήθηκε ότι αναμείχθηκε στο έγκλημα, κατονόμασε ως δράστη τον Ράνταλ Κόουτς, άνθρωπο της Ιντέλιντζενς Σέρβις στη Θεσσαλονίκη, ο οποίος λίγο προτού βρεθεί ο νεκρός Πολκ έφυγε από την πόλη. Επίσης, ο αστυνόμος Πανόπουλος που συμμετείχε στις ανακρίσεις ως εκπρόσωπος της Αστυνομίας Πόλεων είχε αφήσει υπαινιγμούς για τους Αγγλους, αλλά δεν παρουσίασε κανένα στοιχείο για την ενοχή τους. Υποτίθεται πως το άγνωστο στοιχείο για την ανάμειξη των Αγγλων το είχε ο Στακτόπουλος, ο οποίος όμως ουδέποτε το αποκάλυψε.

Σύμφωνα με τον Μαρή, το συμφέρον των Αμερικανών ήταν να δεχθούν ότι τα πράγματα έγιναν όπως εμφανίστηκαν. Δηλαδή τους βόλευε να θεωρείται το ΚΚΕ υπεύθυνο για το έγκλημα. Γράφει: «Ο Πολκ έφθασε σ’ ένα καΐκι… Στο καΐκι τον περίμεναν οι άλλοι κι ο θάνατος. Ποιοι είναι οι άλλοι; Εμείς έχουμε σχηματίσει τη γνώμη μας, αλλά επειδή δεν έχουμε απόδειξη την κρατάμε για τον εαυτό μας». Και καταλήγει: «Θεωρούμε σχεδόν βέβαιο ότι οι Αμερικανοί ξέρουν ποιοι είναι». Βέβαια, ένα αστυνομικό μυθιστόρημα για να θεωρείται άρτιο πρέπει να έχει λύση, αποκάλυψη και ει δυνατόν τιμωρία των ενόχων. Διαφορετικά, ο αναγνώστης μένει με απορίες, κάτι που οι συγγραφείς αστυνομικής λογοτεχνίας αποφεύγουν για να μη χάσουν την αξιοπιστία τους.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.