Ο Ουμπέρτο Εκο υπήρξε ένας διανοούμενος πληθωρικός, πολύπλευρος, ανοικτός σε μια γνώση που περιγελά τη σοβαροφάνεια της επιστήμης. Αυτά τα έμαθε μελετώντας τους μεσαιωνικούς συγγραφείς, που πίσω από τη σοβαρή θεολογία και την αναζήτηση του Θεού έκρυβαν πάθη και διαστροφές, γράφοντας τελικά μια σημειολογία των πάντων. Ετσι δεν χωρούσε στις παραδοσιακές συμβάσεις των επιστημονικών πεδίων και ευτύχησε να πετύχει τη στιγμή που η σημειολογία αναδυόταν. Ταίριαζε με τη μεσαιωνική σκέψη που αναζητούσε διαρκώς τα σημεία της προσομοιότητας, όπως τόσο όμορφα θα έδειχνε στα μέσα της δεκαετίας του 1960 ο Μισέλ Φουκό. Και υπήρξε ένας από εκείνους τους στοχαστές, μαζί με τον Ρολάν Μπαρτ, που έκαναν την κοινωνική σημειωτική αυτό που είναι σήμερα: έναν διεπιστημονικό κλάδο με ρίζες σε όλες τις επιστήμες, μια επιστήμη των πάντων. Ή μια θεωρία όλων όσα θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν με σκοπό το ψεύδος. Ή μια θεωρία του πολιτισμού ως επικοινωνίας. Αυτό το διαρκώς ολισθαίνον πεδίο, όπου αυτό που έχουμε μπροστά μας είναι διαρκώς κάτι άλλο, κάτι διαφορετικό, είναι η μαγεία της κοινωνικής σημειωτικής του Εκο, που δεν αρκείται στην καταγγελία της χρήσης των σημείων, αλλά προσπαθεί να οργανώσει από πολύ νωρίς έναν σημειωτικό ανταρτοπόλεμο σύμφωνα με όλους τους κανόνες του παιχνιδιού, και όμως ανατρεπτικό.
Ο Εκο έφτασε στην Ελλάδα με είκοσι χρόνια καθυστέρηση. Τη δεκαετία του ’80 είχαμε πια εξοικειωθεί με τη Σχολή της Φρανκφούρτης και είχαμε γνωρίσει μεγάλο μέρος της δουλειάς του Ρολάν Μπαρτ. Οι Μυθολογίες του τελευταίου μας δίδασκαν πώς να εξουδετερώνουμε τα ιδεολογήματα που κρύβονταν πίσω από τα σημεία της αστικής ιδεολογίας. Το βιβλίο του Εκο Κήνσορες και Θεράποντες, που από το μακρινό 1964 μεταφράστηκε στα ελληνικά το 1987, μετατόπιζε το ενδιαφέρον καλώντας μας να προχωρήσουμε ένα βήμα παραπέρα, να μάθουμε να συλλαβίζουμε τη γλώσσα των σημείων ώστε από καταναλωτές τους να γίνουμε δημιουργοί τους. Αυτή ήταν η μείζων πολιτισμική συμβολή του Εκο, κατά τη γνώμη μου. Διευρύνοντας τον ορίζοντα όσων πρότεινε ο Ρολάν Μπαρτ για τον θάνατο του συγγραφέα και τη γέννηση του (αντι-)γραφέα, αναζήτησε το ανοιχτό έργο που κλείνει το μάτι στον αναγνώστη, αλλά και την αποκλίνουσα ανάγνωση που διανοίγει ακόμη και έργα που δημιουργήθηκαν για να είναι «κλειστά». Αντιλήφθηκε το σύμπαν των μαζικών μέσων ως ένα πεδίο σύγκρουσης ανάμεσα σε πομπούς και ενεργητικούς δέκτες που διεκδικούν τη δυνατότητα να αποκωδικοποιούν τα μηνύματα με τρόπο ανατρεπτικό, να τα ανακωδικοποιούν με νέες σημασίες, να τα αναμεταδίδουν μέσα από τον σημειωτικό ανταρτοπόλεμο που επαγγελόταν στη Σημειολογία στην Καθημερινή Ζωή. Εγινε έτσι ο θεωρητικός πρόδρομος της mashup κουλτούρας, αλλά και εγχειρημάτων καλλιτεχνικών, πολιτικών και ακτιβιστικών που αποσκοπούσαν στην ανατροπή της κυρίαρχης σημειοδότησης. Στην κατεύθυνση αυτή μπορούμε να διακρίνουμε έναν διάλογο ανάμεσα στις ιδέες του Εκο και τη Σχολή των Πολιτισμικών Σπουδών, μολονότι η τελευταία αντιμετώπιζε το ζήτημα της αντιθετικής ανάγνωσης από μια περισσότερο ταξική και μαρξιστική σκοπιά.
Δεν θα πρέπει να παραβλέψουμε όμως το ανεξάντλητο χιούμορ που κρυβόταν πίσω από τις αναζητήσεις του, ένα χιούμορ που τόσο δραματικά βάζει τον Χόρχε να το καταδικάζει σε θάνατο, στο τέλος του Ονόματος του Ρόδου: Οι «τρεις κουκουβάγιες στο κομό» και τα υπόλοιπα κείμενα των Αποσπασμάτων Κακοπαιδείας αποτελούν τον αδιάψευστο μάρτυρα της ανατρεπτικής ματιάς του στην αρτηριοσκλήρωση της επιστήμης του, στον επιστημονισμό και στη σοβαροφάνεια.
Με τα λογοτεχνικά του έργα δεν πέτυχε να δημιουργήσει ένα πραγματικά ανοιχτό έργο, όμως πέτυχε να μεταγράψει τη θεωρία σε υψηλή λογοτεχνία, φτιάχνοντας ένα πρότυπο που από πολύ μακριά ακολουθούν οι συγγραφείς της «δημιουργικής γραφής», φτιάχνοντας απομιμήσεις του ύφους του, χωρίς να πετυχαίνουν την εμβρίθεια της δικής του ανάλυσης. Δεν είναι άλλωστε εύκολο να μεταφέρει κανείς σε ένα μυθιστόρημα που πέτυχε να διαβαστεί από όλους, σαν το Ονομα του Ρόδου, πενήντα σελίδες αυθεντικής μεσαιωνικής θεολογικής σκέψης για τη λειτουργία της αναπαράστασης στον καθεδρικό ναό.
Για τη γενιά μου, που ενδιαφερόταν να μάθει να χρησιμοποιεί τα μέσα και τα σημεία, που εκτός από το να βλέπει «τις μηχανές πίσω από τη σκηνή της όπερας» ήθελε να τις κάνει να δουλεύουν, ο Εκο υπήρξε μια σταθερή αναφορά τόσο με το θεωρητικό όσο και με το λογοτεχνικό του έργο.
Ο κ. Γιάννης Σκαρπέλος είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού του Παντείου Πανεπιστημίου.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ