Ενίσχυση της αυτονομίας και του κύρους του Λυκείου

Από τη μεταπολίτευση και εξής έχουν γίνει τουλάχιστον 4 «μεταρρυθμίσεις» της υποχρεωτικής εκπαίδευσης

ΤΟ ΒΗΜΑ

Από τη μεταπολίτευση και εξής έχουν γίνει τουλάχιστον 4 «μεταρρυθμίσεις» της υποχρεωτικής εκπαίδευσης (1964 – 67, 1976 – 77, 1982 – 85, 1998 – 2000), οι οποίες έφεραν πολλές αλλαγές στο λύκειο, όχι όμως και τα αναμενόμενα αποτελέσματα, με συνέπεια να συζητείται πάλι η μεταρρύθμιση του λυκείου. Ο λόγος είναι η απουσία από τη χώρα ενός οράματος και ενός στρατηγικού σχεδιασμού για την εκπαίδευση, δηλαδή η απουσία μιας συστηματικής επιστημονικής αντιμετώπισης του εθνικού αυτού ζητήματος.

Ειδικοί της εκπαίδευσης και πολιτικοί υποστηρίζουν συχνά πως είναι αναγκαία η απεμπλοκή ή αποδέσμευση του λυκείου από τις εισαγωγικές εξετάσεις στα ΑΕΙ και ΤΕΙ για τον λόγο ότι αυτό έχει πάψει να λειτουργεί ως αυτόνομος σχολικός θεσμός και έχει αποβεί σχολείο προετοιμασίας για αυτές, με συνέπεια να έχει απολέσει τον μορφωτικό σκοπό της λειτουργίας του.

Κατά τη γνώμη μας είναι πράγματι αναγκαία η ενίσχυση της αυτονομίας και του κύρους του λυκείου, χωρίς αυτή να συνεπάγεται οπωσδήποτε την αποδέσμευση του λυκείου από το σύστημα επιλογής σπουδαστών για τα ΑΕΙ και ΤΕΙ.

Το κύρος του λυκείου θα μπορούσε να ενισχυθεί, αν το απολυτήριο λυκείου θα ήταν ο αναγκαίος τίτλος για την εγγραφή σε οποιαδήποτε δομή μεταλυκειακής επαγγελματικής εκπαίδευσης, ενώ για την εγγραφή στα ΑΕΙ και ΤΕΙ θα απαιτείται το ακαδημαϊκό απολυτήριο. Τον τίτλο αυτόν θα λαμβάνουν οι απόφοιτοι του λυκείου, οι οποίοι θα συνεχίζουν τη φοίτηση σε ειδική ακαδημαϊκή τάξη και τη λήψη του ακαδημαϊκού απολυτηρίου, μετά από την επιτυχή συμμετοχή σε ειδικές εξετάσεις εντός του λυκείου. Η λειτουργία μιας επιπλέον τάξης συνεπάγεται, όμως, σημαντική δαπάνη χρόνου και χρημάτων και τη διάθεση επιπλέον διδακτικού προσωπικού και αναγκαίων υποδομών. Ανάλογο σύστημα ισχύει με επιτυχία στη Γερμανία.

Μια δεύτερη εναλλακτική στρατηγική θα ήταν η κατάργηση του ισχύοντος συστήματος επιλογής υποψηφίων σπουδαστών για τα ΑΕΙ και ΤΕΙ μέσω των πανελλαδικών εξετάσεων και ως βασικό κριτήριο για την επιλογή σπουδαστών θα ισχύει η επίδοση των υποψηφίων στις εσωτερικές εξετάσεις του λυκείου, κατά κανόνα στην τρίτη τάξη. Η εναλλακτική αυτή θα μπορούσε να ισχύσει αν συντρέξουν οι εξής βασικές προϋποθέσεις:

Η εξετάσεις αυτές θα πρέπει να είναι αντικειμενικές, έγκυρες και αξιόπιστες.

Οι εξετάσεις – είτε είναι γραπτές είτε προφορικές – θα διεξάγονται με βάση έγκυρα και αξιόπιστα κριτήρια. Στις προφορικές εξετάσεις – που απαιτούνται σε ορισμένα ειδικά μαθήματα – θα τηρείται πρωτόκολλο πιστής καταγραφής της διαδικασίας εξέτασης και αξιολόγησης.

Το περιεχόμενο των εξετάσεων θα ορίζεται με βάση την ύλη που διδάχτηκαν οι μαθητές στο σχολείο τους.

Η κλίμακα αξιολόγησης θα είναι διευρυμένη (π.χ. 1 – 100 μόρια), προκειμένου να αποφεύγονται οι αδικίες και ισοβαθμήσεις.

Για την επιτυχία του συστήματος απαιτείται η συστηματική εφαρμογή της συμβουλευτικής και του επαγγελματικού προσανατολισμού στο γυμνάσιο, ώστε οι μαθητές να οδηγούνται έγκαιρα στην απόκτηση αυτογνωσίας και αυτοεκτίμησης.

Η πολιτεία και η κοινωνία θα πρέπει να έχουν εμπιστοσύνη στο έργο και την κρίση των εκπαιδευτικών. Για αυτή είναι αναγκαία, όμως, η αλλαγή της υπάρχουσας νοοτροπίας.

Πριν προχωρήσουμε στην εξέταση του θέματος, πρέπει να εξετάσουμε γιατί δεν είναι αναγκαίο το ενιαίο πανελλαδικό σύστημα εξετάσεων που ισχύει για την επιλογή σπουδαστών για τα ιδρύματα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (ΑΕΙ, ΤΕΙ).

Οι χώρες που έχουν ομοσπονδιακή δομή, όπως π.χ.η Γερμανία, οι ΗΠΑ, δεν διαθέτουν ένα τέτοιο σύστημα, ενώ οι χώρες αυτές περηφανεύονται για την ποιότητα, το επίπεδο και την αποτελεσματικότητα του εκπαιδευτικού τους συστήματος. Ταυτόχρονα, διαθέτουν την υψηλότερη τεχνολογία και έχουν τους περισσότερους επιστήμονες κατόχους βραβείου νόμπελ.

Στη Γερμανία π.χ. καθένα από τα 16 ομόσπονδα κράτη διαθέτει υπουργό παιδείας αρμόδιο για τα εκπαιδευτικά ζητήματα του κράτους. Για τα γενικότερα εκπαιδευτικά ζητήματα της χώρας αρμόδιο συντονιστικό όργανο είναι το Συμβούλιο των Υπουργών Παιδείας.Η επιλογή των σπουδαστών για την εισαγωγή στα Πανεπιστήμια και τα Ανώτερα Τεχνολογικά Ιδρύματα διεξάγεται από κεντρικό διοικητικό όργανο με βασικό κριτήριο τις επιδόσεις των υποψηφίων στις εξετάσεις που έδωσαν στο σχολείο τους για την απόκτηση του ειδικού ακαδημαϊκού απολυτηρίου (Abitur / Mittlere Reife). Παρόλο που οι υποψήφιοι προέρχονται από διαφορετικά κράτη με κυβερνήσεις διαφορετικής πολιτικής απόχρωσης και διαφορετικά συστήματα εκπαίδευσης και επιπλέον για ορισμένες ανώτατες σχολές (π.χ. ιατρικής, ψυχολογίας) ισχύει κλειστός αριθμός θέσεων (numerus clausus), δεν υπάρχουν διαμαρτυρίες για αδικίες και ευνοιοκρατία, γιατί όλοι αποδέχονται πως η αξιολόγηση των υποψηφίων στα σχολεία τους από τους καθηγητές τους είναι αντικειμενική, έγκυρη και αξιόπιστη. Σε αυτό συμβάλλει και το γεγονός ότι οι εκπαιδευτικοί γνωρίζουν πολύ καλά τις επιδόσεις των μαθητών τους, στους οποίους διδάσκουν περίπου εννέα χρόνια, και επιπλέον δεν αμφισβητούνται ούτε η αντικειμενική και δίκαιη κρίση ούτε και το επιστημονικό και επαγγελματικό τους κύρος.

Αν τελικά οι υποψήφιοι των ΑΕΙ και ΤΕΙ θα επιλέγονται με βάση τις επιδόσεις τους στα μαθήματα του λυκείου, η εγκυρότητα και η αξιοπιστία θα μπορούν να διασφαλίζονται, όταν οι μαθητές θα αξιολογούνται στο λύκειο με έγκυρα και αξιόπιστα κριτήρια, ενώ η αντικειμενικότητα, όταν οι μαθητές θα εξετάζονται γραπτά ή προφορικά από επιτροπές διδασκόντων, οι οποίες θα εξειδικεύονται κατά γνωστικό αντικείμενο, π.χ.στα μαθηματικά από τους διδάσκοντες μαθηματικούς του σχολείου, στη γλώσσα από τους φιλολόγους, στη φυσική από τους φυσικούς κ.ο.κ.Ο τελικός βαθμός επίδοσης κάθε υποψηφίου σε κάθε γνωστικό αντικείμενο θα είναι ο μέσος όρος της βαθμολογίας /αξιολόγησης όλων των μελών της επιτροπής, ώστε να αποφεύγονται οι διακρίσεις και οι αδικίες. Οι τελειόφοιτοι των ιδιωτικών λυκείων θα αξιολογούνται από αρμόδιες επιτροπές εκπαιδευτικών των δημόσιων λυκείων, για ευνόητους λόγους.

Η δημιουργία των κριτηρίων αξιολόγησης θα ανήκει στην αρμοδιότητα του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής. Αυτά θα πρέπει να προκύπτουν από συνεργασίες με αντίστοιχα πανεπιστημιακά τμήματα και ινστιτούτα και θα δοκιμάζονται στα πειραματικά, άλλα και σε άλλα λύκεια, ώστε αυτά να διασφαλίζουν τον υψηλότερο βαθμό εγκυρότητας και αξιοπιστίας, ενώ οι εκπαιδευτικοί θα πρέπει να προετοιμάζονται κατάλληλα και να επιμορφώνονται συνεχώς.

Η εφαρμογή του συστήματος επιλογής με βάση τις εξετάσεις του λυκείου δεν απαιτεί σημαντικές αλλαγές στη διάρθρωση του λυκείου. Είναι επαρκής η λειτουργία τεσσάρων κατευθύνσεων με συντελεστή βαρύτητας 2 – 4 βασικών και επιλεγόμενων μαθημάτων: 1. κοινωνικών επιστημών 2. φυσικών επιστημών, 3 οικονομικών και πολιτικών επιστημών, και 4. τεχνολογίας.

Οι υποψήφιοι θα υποβάλλουν αίτηση για την εισδοχή σε ένα ή περισσότερα πανεπιστημιακά τμήματα σε αρμόδια διοικητική υπηρεσία του Υπουργείου Παιδείας, η οποία θα κατατάσσει τους υποψηφίους σε πίνακες ιεραρχικά με βάση τις επιδόσεις στο λύκειο και με βάση την κατάταξη αυτή θα απονέμονται οι θέσεις των πανεπιστημιακών τμημάτων. Κατά αυτόν τον τρόπο το σύστημα επιλογής αποβαίνει απλό, ευέλικτο, οικονομικό σε χρόνο και δαπάνες και ταυτόχρονα ρεαλιστικό, αντικειμενικό και δίκαιο καθόσον παρέχει τη δυνατότητα σε όλους να διεκδικήσουν μια θέση σπουδών στα ΑΕΙ και ΤΕΙ. Επιπλέον μειώνει το άγχος των εξετάσεων των μαθητών και απαλλάσσει την οικογένεια από το οικονομικό κόστος της παραπαιδείας, ενώ θα ωθεί τους μαθητές να στρέφουν τα ενδιαφέροντά τους στα μαθήματα του λυκείου.

Προς επίρρωση αυτών επισημαίνω δυο δεδομένα. Το ένα αφορά το σύστημα επιλογής σπουδαστών στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο με βάση τον βαθμό απολυτηρίου του λυκείου χωρίς τη συμμετοχή των υποψηφίων σε πανελλαδικές εισαγωγικές εξετάσεις και το άλλο την επιλογή των αλλοδαπών υποψηφίων σπουδαστών στα ΑΕΙ της χώρας.

Εκτός από αυτά, οι λόγοι που συντείνουν στη κατάργηση του ισχύοντος συστήματος επιλογής είναι ότι με αυτό διαιωνίζονται σοβαρά επιστημονικά λάθη και αδικίες και ένεκα τούτου δεν διασφαλίζει αυτό την εγκυρότητα, την αξιοπιστία και την αντικειμενικότητα της επιλογής.

Το πρώτο λάθος που θα μπορούσε να επισημάνει κάποιος είναι η εφαρμογή των ίδιων κριτηρίων αξιολόγησης σε ανομοιογενές δείγμα υποψηφίων καθόσον όλοι οι υποψήφιοι δεν διαγωνίζονται με τις ίδιες προϋποθέσεις και δεν έχουν τις ίδιες ευκαιρίες εκπαίδευσης και προετοιμασίας για τις πανελλαδικές εξετάσεις. Όσοι εκπαιδευτικοί έχουν υπηρετήσει σε επαρχιακά και σε αστικά σχολεία γνωρίζουν πολύ καλά τις σημαντικές ανισότητες στις εκπαιδευτικές ευκαιρίες και τις διαφορές στις σχολικές επιδόσεις μεταξύ μαθητών της επαρχίας και της πόλης, μεταξύ εύπορων και πτωχών μαθητών. Οι υποψήφιοι των αστικών κέντρων και οι εύποροι είναι καλύτερα προετοιμασμένοι από τους υποψηφίους της επαρχίας, καθόσον αυτοί έχουν τη δυνατότητα να επιλέξουν ανάμεσα στα καλύτερα σχολεία και φροντιστήρια.

Επιπλέον διαφοροποιείται σημαντικά ο μαθητικός πληθυσμός ανάλογα με το είδος του λυκείου από το οποίο προέρχεται καθόσον υπάρχουν γενικά, επαγγελματικά και ειδικά λύκεια, π.χ.το κλασσικό, το μουσικό, το αθλητικό, το πειραματικό, το πρότυπο, το ιδιωτικό – επιλεκτικό κλπ. Επιπλέον είναι γνωστό πως στα περισσότερα λύκεια δεν εξαντλείται η διδακτέα ύλη, αλλά και σε ορισμένες περιπτώσεις ούτε η εξεταστέα ύλη, λόγω ελλείψεων διδακτικού προσωπικού και εγγενών οργανωτικών και λειτουργικών αδυναμιών.

Παρόλο που οι υποψήφιοι διαφοροποιούνται σημαντικά ως προς το είδος και το επίπεδο των γνώσεων, των δεξιοτήτων και των ικανοτήτων, διαγωνίζονται όλοι στα ίδια θέματα και με τα ίδια κριτήρια. Κατά συνέπεια η αξιολόγηση δεν είναι δίκαιη και υπολείπεται σε αξιοπιστία.

Τα δοκίμια των εξετάσεων των υποψηφίων στις πανελλαδικές εξετάσεις είναι αποτέλεσμα μιας υπερβολικά αγχώδους τρίωρης εξέτασης και επομένως η εικόνα του υποψηφίου μέσα από αυτά δεν είναι πάντα πραγματική, ενώ από αυτά κρίνεται η σταδιοδρομία του. Κατά την αξιολόγηση των γραπτών αυτών δοκιμίων εμφανίζονται συχνά σημαντικές αποκλείσεις μεταξύ της βαθμολογίας του πρώτου και του δευτέρου βαθμολογητή, αποκλείσεις που συχνά είναι μεγαλύτερες από τρεις μονάδες και κάποιες φορές εγγίζουν τις δέκα μονάδες της κλίμακας 1 – 20.Η αναβαθμολόγηση στις περιπτώσεις αυτές γίνεται από έναν βαθμολογητή. Με τις συνθήκες αυτές πόσο αντικειμενική, έγκυρη και αξιόπιστη μπορεί να είναι η αξιολόγηση των γραπτών δοκιμίων;

Το καίριο ζήτημα που τίθεται είναι σχετικό με τον ουσιαστικό σκοπό της επιλογής. Αν ο σκοπός του κρατικού διαγωνισμού σε γενικό επίπεδο είναι η επιλογή των υποψηφίων που διαθέτουν τις απαραίτητες γνώσεις, τις κατάλληλες δεξιότητες και ικανότητες, όπως π.χ.η κριτική ικανότητα, η ενόραση, η φαντασία, η δημιουργικότητα, οι καινοτόμες ιδέες, κλπ. με ποια κριτήρια ανιχνεύονται όλα αυτά μέσα στα γραπτά δοκίμια των υποψηφίων και αξιολογούνται αντικειμενικά; Είναι σε όλους γνωστό, εξάλλου, ότι το ισχύον σύστημα επιλογής επιβραβεύει όσους έχουν πολύ καλές επιδόσεις στη στείρα απομνημόνευση (αποστήθιση) κονσερβαρισμένων πακέτων γνώσεων. Ως προς αυτό ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό και η παραπαιδεία.

Επιπλέον, ας αναρωτηθούμε πώς και με ποια κριτήρια αξιολογούνται οι υποψήφιοι για πανεπιστημιακά τμήματα στα οποία σημαντικό ρόλο ασκούν οι ειδικές δεξιότητες των υποψηφίων π.χ.στη μουσική, τα αθλήματα, τις ξένες γλώσσες, το θέατρο, το ελεύθερο και γραμμικό σχέδιο, τον ψηφιακό προγραμματισμό, τους αυτοματισμούς, τη ρομποτική κ.ά.. Εκτός από αυτά, ένας μεγάλος αριθμός σπουδαστών δεν εγγράφονται στις σχολές πρώτης επιλογής, αλλά σε παρεμφερείς ή και σε ελάχιστα σχετικές σχολές ή τμήματα δεύτερης και τρίτης προτεραιότητας.

Το κλειδί της εγκυρότητας και της αντικειμενικότητας στην επιλογή των υποψηφίων με βάση τις επιδόσεις στα γνωστικά αντικείμενα του λυκείου αποτελούν οι εκπαιδευτικοί και η εμπιστοσύνη της πολιτείας και της κοινωνίας στο επιστημονικό τους έργο (εκπαιδευτικό και παιδαγωγικό).

Οι εκπαιδευτικοί είναι ειδικοί επαγγελματίες. Διαθέτουν εξειδικευμένες επιστημονικές γνώσεις και επαγγελματικές δεξιότητες και ικανότητες σχετικές με το αντικείμενο των σπουδών και το επάγγελμά τους καθόσον διαθέτουν επαγγελματική εξειδίκευση, η οποία προϋποθέτει υψηλό επίπεδο επαγγελματικής εκπαίδευσης. Ανήκουν σε έναν οργανωμένο επαγγελματικό κλάδο, κατευθύνονται από επαγγελματικές αξίες και νόρμες και διακρίνονται για την αυτονομία κατά την άσκηση του επαγγέλματος, το οποίο σημειωτέον διαθέτει υψηλή κοινωνική αναγνώριση (με υψηλό κοινωνικό στάτους). Επιπλέον, οι εκπαιδευτικοί, λόγω του ιδιάζοντα χαρακτήρα του επαγγέλματος, εξυπακούεται ότι διακρίνονται για την ακεραιότητα του χαρακτήρα και τις ηθικές αρετές τους. Ισχύει επομένως και στον κλάδο αυτόν ό,τι ισχύει και στους κλάδους των ιατρών, των μηχανικών, των δικηγόρων κλπ. Μπορούμε να αναλογιστούμε τι θα συνέβαινε στην κοινωνία αν οι πολίτες αμφισβητούσαν τις γνώσεις, δεξιότητες και ικανότητες των επαγγελματιών αυτών;

Εξυπακούεται πως για να εφαρμοστεί αποτελεσματικά ένα τέτοιο σύστημα απαιτείται το νυστέρι να φθάσει πολύ βαθειά. Ποιος όμως είναι σε θέση να το τολμήσει;

Ο κ. Δημήτρης Β. Γουδήρας είναι Καθηγητής Ψυχοπαιδαγωγικής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.
Exit mobile version