Ισορροπημένο συμβιβασμό περιμένουν οι αγορές

Παρά τις ασφυκτικές πιέσεις από τους εταίρους και δανειστές, οικονομολόγοι, τραπεζίτες και κορυφαία στελέχη της αγοράς θεωρούν ότι η αναζήτηση ενός

Ισορροπημένο συμβιβασμό περιμένουν οι αγορές
Παρά τις ασφυκτικές πιέσεις από τους εταίρους και δανειστές, οικονομολόγοι, τραπεζίτες και κορυφαία στελέχη της αγοράς θεωρούν ότι η αναζήτηση ενός, όπως αποκαλείται, «ισορροπημένου συμβιβασμού» στο «ελληνικό πρόβλημα», που αποτελεί για ορισμένους την «αχίλλειο πτέρνα» της ευρωζώνης, αποτελεί σχεδόν μονόδρομο.
Αν και για κάποιους, τη στιγμή που εντείνονται οι διεργασίες σχετικά με το πρόγραμμα διάσωσης της χώρας, οι εταίροι και δανειστές ζυγίζουν ακόμη και το κόστος να πετάξουν την Ελλάδα από το ευρώ, εν τούτοις ο συμβιβασμός δείχνει να παραμένει το ζητούμενο όλων σχεδόν των πλευρών.
Μήνυμα για λύση


Για τις αγορές η κίνηση της ΕΚΤ να σταματήσει την αποδοχή των ελληνικών ομολόγων ως εγγυήσεων για τραπεζική ρευστότητα αποτελεί μία επιπλέον πίεση και ένα ξεκάθαρο μήνυμα για την ανάγκη εξεύρεσης λύσης.
Η Ευρωτράπεζα εξάλλου μπορεί εύκολα να επιταχύνει τις εξελίξεις αν σταματήσει να δρα ως ύστατος δανειστής για τις ελληνικές τράπεζες –οι οποίες έχουν χάσει, σύμφωνα με την JP Morgan Chase & Co, περίπου 21 δισ. ευρώ από τις καταθέσεις τους τελευταίους δύο μήνες-, κάτι που θα μπορούσε να οδηγήσει σε κεφαλαιακούς ελέγχους και να στριμώξει την Ελλάδα στον τοίχο, με απροσδιόριστες συνέπειες.

Αντίθετα, η εξεύρεση μιας ενδιάμεσης συμφωνίας, με όποια ονομασία και αν υιοθετηθεί (π.χ., τεχνική παράταση ή «συμφωνία-γέφυρα»), τις επόμενες ημέρες, θα δώσει τον απαραίτητο χρόνο ώστε να επιτευχθεί μια τελική συμφωνία μεσοπρόθεσμα περιορίζοντας τους κινδύνους για όλα τα εμπλεκόμενα μέρη. Σε μια εσωτερική μελέτη της Deutsche Bank εξάλλου οι οικονομολόγοι Marco Stringa, CFA, και Mark Wall της γερμανικής τράπεζας αναφέρουν ότι το κεντρικό σενάριό τους εξακολουθεί να είναι η εξεύρεση μιας ισορροπημένης συμβιβαστικής λύσης, αν και δεν μπορούν να αποκλείσουν πλήρως ένα πολιτικό ατύχημα.
Αφού εξέτασαν μάλιστα τις μακροπρόθεσμες συνέπειες για τη σταθερότητα της ευρωζώνης τόσο από το ενδεχόμενο ενός Grexit (έξοδος της Ελλάδας από το ευρώ) όσο και από τις συνέπειες του αποκαλούμενου και «ηθικού κινδύνου», δηλαδή μιας εντελώς ευνοϊκής αντιμετώπισης σε σχέση με άλλες χώρες που βρέθηκαν σε Μνημόνιο του ελληνικού προβλήματος από τους δανειστές, κατέληξαν ότι και οι δύο αυτές περιπτώσεις έχουν μεσοπρόθεσμα σημαντικές συνέπειες.
Υψηλότερο κόστος


Στην πρώτη περίπτωση η ελληνική έξοδος από το ευρώ στην ουσία θα αποτελέσει προηγούμενο. Ετσι, καθώς κάτι τέτοιο δεν θα μπορεί πλέον να αποκλειστεί και για άλλες χώρες στο μέλλον, οι ασθενέστερες οικονομίες της ζώνης του ευρώ θα βρεθούν αντιμέτωπες με υψηλότερο κόστος δανεισμού, αφού οι επενδυτές θα θελήσουν να ενσωματώσουν τον κίνδυνο αυτόν ως ασφάλιστρο διευρύνοντας έτσι τα περίφημα spreads των κρατικών ομολόγων τους. Από την άλλη πλευρά, όπως σημείωνε και ο Kenneth Rogoff του Harvard University, ορισμένοι πολιτικοί της ευρωζώνης φαίνεται να είναι βέβαιοι ότι μια ελληνική έξοδος από το ευρώ δεν αποτελεί πλέον απειλή για τις άλλες χώρες της περιφέρειας.
Μπορεί να έχουν δίκιο. Το 2008 όμως η κατάρρευση ενός επενδυτικού οίκου, της Bear Stearns, είχε ετοιμάσει τις αγορές για την πτώχευση του άλλου, της Lehman Brothers. Ξέρουμε όλοι πού κατέληξε.
Από την άλλη πλευρά, όμως, αν, όπως λέγεται, οι εταίροι υποκύψουν σε μια πολύ «μαλακή» λύση για την Ελλάδα και στις διεκδικήσεις της χώρας, τότε ο «ηθικός κίνδυνος» θα οδηγήσει στην ουσία μεσοπρόθεσμα στη χαλάρωση και από άλλες χώρες των μεταρρυθμίσεων και της δημοσιονομικής σταθερότητας θέτοντας σε κίνδυνο τη Νομισματική Ενωση και το ευρώ.
Σύμφωνα με ανάλυση του Stratfor, η Αθήνα αντιλαμβάνεται ότι χρειάζεται κάποια συμφωνία για να προστατεύεται όσο διαρκούν οι συνομιλίες.
Πίστωση χρόνου


Το Βερολίνο επίσης αντιλαμβάνεται ότι διακυβεύεται η ακεραιότητα της ευρωζώνης και η ευρωπαϊκή ενοποίηση την οποία οραματίζεται να κυβερνήσει. Ως εκ τούτου είναι πολύ πιθανόν να επιτευχθεί μια βραχυπρόθεσμη συμφωνία μέσα στις επόμενες τρεις εβδομάδες που μπορεί να μη φέρει την τελική λύση, θα δώσει όμως στην Ελλάδα και στους πιστωτές τον απαραίτητο σήμερα χρόνο, ο οποίος, πάντως, όπως εκτιμούν οι αναλυτές σήμερα, «κυλά εις βάρος της Ελλάδας».
Για τη UBS η στροφή της Ελλάδας από τις απαιτήσεις για «κούρεμα» του ελληνικού χρέους σε πιο ρεαλιστικές λύσεις αποτελεί από την πλευρά της αγοράς μια θετική και ευπρόσδεκτη εξέλιξη υποδηλώνοντας ότι μια λύση είναι πιθανή στο εγγύς μέλλον, η οποία μάλιστα θα μπορούσε να αποκλείσει έτσι τα δύο ακραία σενάρια, αυτό του Grexit και αυτό του «κουρέματος», που θα μπορούσαν να έχουν απρόβλεπτες συνέπειες για την ευρωζώνη.
Η μετακίνηση της ελληνικής θέσης, σύμφωνα και με την HSBC, από τις αρχικές της προθέσεις για «κούρεμα» του χρέους δημιουργεί ένα πλαίσιο διαπραγμάτευσης με τους δανειστές, ενώ η JP Morgan διαπιστώνει ότι η νέα ελληνική κυβέρνηση εμφανίζεται διαλλακτικότερη επιχειρώντας μια στροφή στον ρεαλισμό.


Σε δύο στάδια η νέα συμφωνία για τη Ελλάδα
Τα ισχυρά κίνητρα και τα μεγάλα ρίσκα για την χώρα

Αν και οι κίνδυνοι έχουν αυξηθεί, πιστεύουμε ότι η ελληνική κυβέρνηση και οι πιστωτές της τελικά θα καταλήξουν σε συμφωνία σχετικά με την παρακολούθηση του σχεδίου διάσωσης αποφεύγοντας τις περιπέτειες της χρεοκοπίας και του Grexit, εκτιμά η Citigroup. Μια ενδιάμεση συμφωνία όμως τις επόμενες εβδομάδες που θα επέτρεπε τη χρηματοδότηση ως και για ένα τετράμηνο των ελληνικών τραπεζών και της ελληνικής κυβέρνησης, με καθοριστική τη συμβολή της ΕΚΤ, είναι μάλλον απαραίτητη για κάτι τέτοιο.
Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου μια πιο ουσιαστική συμφωνία σχετικά με την παρακολούθηση του πακέτου διάσωσης θα πρέπει να επιτευχθεί.
Σε περίπτωση που η διαπραγμάτευση αποτύχει ή το όριο που έχει θέσει η ΕΚΤ για την αναζήτηση ρευστότητας από τις τράπεζες μέσω του ELA ξεπεραστεί, δεν αποκλείεται να δούμε ένα διαφορετικό μείγμα στον έλεγχο της κίνησης κεφαλαίων, με την αμερικανική τράπεζα να μην αποκλείει τότε ένα δημοψήφισμα σχετικά με τη νέα συμφωνία που θα πρέπει να υπογράψει η χώρα ή για την παραμονή της στο ευρώ. Ακόμη δεν αποκλείεται μια κατάρρευση της κυβέρνησης που μπορεί να οδηγήσει σε νέο κυβερνητικό σχήμα ή και σε νέες εκλογές.
Ωστόσο η Citigroup θεωρεί ότι τελικά θα επιτευχθεί μια συμφωνία, καθώς και οι δύο πλευρές έχουν ισχυρά κίνητρα να καταλήξουν σε ένα νέο σχέδιο διάσωσης. Από την πλευρά της ευρωζώνης έχουν να κάνουν με γεωστρατηγικούς λόγους αλλά και με τη βούλησή της να μη διασπαστεί. Παράλληλα τα δάνεια της Ελλάδας χρησιμοποιούνται κυρίως για την αποπληρωμή των παλαιών δανείων διάσωσης. Από ελληνικής πλευράς, οι συνέπειες ενός Grexit για την οικονομία θα είναι πολύ σοβαρές την ώρα που ένα μεγάλο ποσοστό (πάνω από 70%, σύμφωνα με πρόσφατες δημοσκοπήσεις) του πληθυσμού είναι υπέρ του ευρώ.
Η όποια νέα συμφωνία σύμφωνα με τη Citigroup θα περιλαμβάνει δύο στάδια: Μια πρώτη «ενδιάμεση» συμφωνία θα διατηρήσει τη χρηματοδότηση της κυβέρνησης και των ελληνικών τραπεζών για την περίοδο των διαπραγματεύσεων (ίσως και ως τον Ιούνιο), εφόσον όμως η Ελλάδα προχωρήσει σε ένα σαφές σχέδιο των μεταρρυθμίσεων. Παράλληλα θα πρέπει να υπάρξει μια συμφωνία σχετικά με την παρακολούθηση του σχεδίου διάσωσης το οποίο θα περιλαμβάνει μεταξύ άλλων χαλάρωση των δημοσιονομικών στόχων, ελάφρυνση του χρέους αλλά δεσμεύσεις για συγκεκριμένες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Το κίνητρο για την ενδιάμεση συμφωνία είναι να αγοραστεί χρόνος ώστε να συνεχιστούν οι διαπραγματεύσεις, ενώ θα επιτρέψει στη νέα κυβέρνηση να εφαρμόσει μια σειρά μεταρρυθμίσεις που θα αποτελέσουν προϋπόθεση για την τελική συμφωνία.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.
Exit mobile version